Όρνιθες

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
Όρνιθες με τα μικρά τους
Όρνιθες
Όρνιθα με τα μικρά της

Η Όρνιθα, [1] ή κοινώς κότα, (αρσενικός: πετεινός ή κόκκορας, ουδέτερο: το κοτόπουλο), είναι ένα εξημερωμένο πτηνό. Είναι ένα από τα πιο κοινά και διαδεδομένα οικόσιτα ζώα, αφού υπολογίζεται ότι το 2003 υπήρχαν γύρω στα 24 δισεκατομμύρια εκπρόσωποι του είδους. Δηλαδή υπάρχουν περισσότερες κότες στον κόσμο από οποιοδήποτε άλλο πουλί. Ο άνθρωπος εκτρέφει τις κότες κυρίως ως πηγή τροφίμων, για το κρέας τους και τα αυγά τους. Η κότα πιστεύεται ότι εξημερώθηκε στην Ινδία, ενώ πρόσφατα ανακαλύφτηκαν στοιχεία ότι η εξημέρωσή της είχε ήδη ξεκινήσει στο Βιετνάμ πριν από 10.000 χρόνια. Από την Ινδία το εξημερωμένο πτηνό διαδόθηκε στην Περσία, τη Λυδία, μετά στη δυτική Μικρά Ασία και γύρω στον 9ο-8ο αιώνα π.Χ. και στην Ελλάδα. Η κότα ήταν γνωστή στην Αίγυπτο από την 18η Δυναστεία, σαν το το πουλί που γεννάει ένα αυγό κάθε μέρα. Η κότα ήρθε στην Αίγυπτο από την Συρία και τη Βαβυλώνα, σύμφωνα με τα χρονικά του Τούθμωση Γ'.

Οι Όρνιθες θεωρούνται παμφάγα πτηνά. Σε ελεύθερο περιβάλλον, σκάβουν στο χώμα για αναζήτηση σπόρων, εντόμων και ακόμα μεγαλύτερων ζώων όπως οι σαύρες και μικρά ποντίκια. Ελεύθερες στη φύση μπορούν να ζήσουν για πέντε έως έντεκα έτη, ανάλογα με το είδος (ράτσα). Σε εμπορική εντατική αναπαραγωγή κρέατος, ένα κοτόπουλο ζει γενικά μόνο για έξι εβδομάδες πριν να σφαγεί. Το κοτόπουλο κατανάλωσης κρέατος βιολογικής εκτροφής θα θανατωθεί συνήθως σε περίπου 14 εβδομάδες. Οι κότες ορνιθοτροφείου μπορούν να παραγάγουν τουλάχιστον 300 αυγά ετησίως. Μετά από 12 μήνες, οι κότες αυγοπαραγωγής χάνουν σταδιακά την απόδοσή τους και θανατώνονται προκειμένου να χρησιμοποιηθούν σαν τροφή κατοικίδιων ζώων, για πίτες και άλλα επεξεργασμένα τρόφιμα.

Η μακροβιότερη κότα, σύμφωνα με το βιβλίο Γκίνες, πέθανε από ανακοπή καρδιάς σε ηλικία 16 χρονών.

Συστηματική κατάταξη όρνιθας
Βασίλειο Animalia (Ζώα)
Συνομοταξία Chordata (Χορδωτά)
Ομοταξία Aves (Πτηνά)
Τάξη Galliformes (Ορνιθόμορφα)
Οικογένεια Phasianidae (Φασιανίδες)
Γένος Gallus (Όρνιθα)
Είδος G. gallus
Υποείδος G. g. domesticus

Φυλές ορνίθων

Νεαρός κόκορας

Εξημερωμένες όρνιθες υπάρχουν στην Ελλάδα από την αρχαιότητα. Δεν υπάρχει καμία επίσημα αναγνωρισμένη φυλή. Δεν εκτράφηκαν ποτέ συστηματικά ούτε αποτέλεσαν αντικείμενο μελέτης.

Πυρήνες από ντόπιες κότες ελευθέρας βοσκής εξακολουθούν να εκτρέφονται ιδιαίτερα σε απομονωμένες περιοχές της ηπειρωτικής και νησιωτικής χώρας. Τελευταία ο πληθυσμός τους μειώθηκε δραματικά διότι αντικαταστάθηκαν από εισαγώμενες φυλές. Οι ντόπιες [2] όρνιθες είναι γενικά μικρότερες σε μέγεθος (όχι όσο κάποιες ξένες διακοσμητικές φυλές). Διατηρούν την ικανότητα επώασης και ανατροφής των νεοσσών, καταναλώνουν μικρότερη ποσότητα τροφής, έχουν μεγαλύτερη αυγοπαραγωγή, ενώ εμφανίζουν και κάποια χαρακτηριστικά άγριας όρνιθας όπως:

  • ισχυρό ένστικτο αυτοσυντήρησης,
  • ανεπτυγμένη ικανότητα να πετούν και
  • τάση να κουρνιάζουν στα υψηλότερα σημεία των δένδρων.

Υπάρχουν διάφοροι τύποι οι οποίοι θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε καθαρόαιμες φυλές. Μεταξύ αυτών είναι η Κατσουλίερα (τύπος με λοφίο), η Σκαλτσουνάτη (με φτερά στα πόδια), οι Μπουφούνες (γενιάδα), η Νανόκοτα Θράκης, η Γυμνόλαιμη Λέσβου, η Φιλιανή Λέσβου, η Μαύρη Κότα Καλαμάτας/Μεσσηνίας, ο Γυφτοκόκορας (Θεσσαλίας ίσως και άλλων περιοχών), η Πετρωτή/Λαθουράτη, οι μικρόσωμοι τύποι διάφορων περιοχών όπως Τρικάλων, της Καρδίτσας (χωριό Παλαμάς).

Κάποιες ποικιλίες εκτρέφονται με βάση χαρακτηριστικά όπως την παρατεταμένη κραυγή των αρσενικών (Θεσσαλία, Θράκη), ή την χρησιμοποίησή τους σε κοκορομαχίες όπως οι Χιλιανές των Πομάκων.

Όρνιθες με κατσαρό πτέρωμα αναφέρονται στην Πελοπόννησο, Λαμία και Λέσβο. Παλαιότερα ήταν μάλλον πιο διαδεδομένες.

Κάποιοι τύποι θεωρούνται ήδη εξαφανισμένοι όπως οι Φωλιδοτές κότες Χαλκιδικής και ταΝησυριώτικα Κοκόρια (μάχης).

Η επιβεβαίωση και ο προσδιορισμός της γεωγραφικής εξάπλωσης των πληθυσμών είναι στο αρχικό στάδιο έρευνας. Ντόπιες κότες απροσδιορίστου ταυτότητας αναφέρονται στην Αλόννησο, το Σκαλοχώρι Λέσβου, Ήπειρο, Αντίπαρο, Πάρο, Κέρκυρα, Σκύρο, Μήλο και Νάξο.

Οι πιο αντιπροσωπευτικές ξενικές φυλές ορνιθων είναι οι εξής: Plymouth Rock [3], Wyandotte [4], Rhode Island Red [5], Jersey Black Giant [6], New Hampshire [7], Brahma [8], Cochin [9], Langshan [10], Australo [11], Cornish [12], Dorking [13], Orpington [14], Sussex [15], Leghorn [16], Minorca [17], Andalusian [18].

Η βιολογία της όρνιθας

Οι όρνιθες είναι θερμόαιμοι οργανισμοί, υψηλού ρυθμού μεταβολισμού και επίσης χαρακτηρίζονται από το ότι η ανάπτυξη των απογόνων γίνεται εκτός του σώματος της μητέρας.

Από ανατομική άποψη κατατάσσονται μεταξύ των πλέον εξειδικευμένων σπονδυλωτών με προσαρμογή του οργανισμού για περιορισμένη πτήση. Η κάλυψή τους με φτερά τα κατατάσσει σε χωριστή τάξη από άλλα είδη ζώων.

Η θερμοκρασία του σώματος των πτηνών είναι λίγο ανώτερη από τα άλλα κατοικίδια ζώα με μέση τιμή περίπου 41-50oC. Κυμαίνεται μεταξύ 40,5oC και 43oC κατά τη διάρκεια του 24ώρου με χαμηλότερη κατά το μεταμεσονύκτιο.

Η όρνιθα χαρακτηρίζεται σαν οργανισμός από υψηλή πίεση αίματος και των καρδιακών παλμών. Οι μικρόσωμες φυλές έχουν γύρω στους 300 παλμούς το λεπτό ενώ οι βαρύσωμες γύρω στους 250 ανά λεπτό. Ξαφνικές διαταραχές προκαλούν αύξηση των παλμών μέχρι 500-550 ανά λεπτό και η κατάσταση αυτή αργεί να αποκατασταθεί.

Αναπαραγωγή όρνιθας

Κατά τη μεγαλύτερη διάρκεια του χρόνου οι όρχεις του αρσενικού ατόμου αποτελούν πολύ μικρά σώματα σχήματος φασολιού. Όμως κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής περιόδου Σφάλμα παραπομπής: Λείπει η ετικέτα κλεισίματος </ref> για την ετικέτα <ref>

[19]

[20]

[21]

[22]

[23]

[24]

[25]

[26]

[27]

[28]

[29]

[30]

[31]

[32]

[3]

[4]

[5]

[6]

[7]

[8]

[14]

[9]

[10]

[11]

[12]

[13]

[15]

[16]

[17]

[18]

[2]

[33]

[34]

</references>

Σύνδεσμοι

Εμβολιασμός στο νερό για κοτόπουλα broiler.
Σφάλμα παραπομπής: Υπάρχουν ετικέτες <ref>, αλλά δεν βρέθηκε ετικέτα <references/>.