Καλλιέργεια λούπινου
Το λούπινο καλλιεργείται [1] κυρίως για:
- ζωοτροφή, κυρίως ως καρπός και λιγότερο ως χορτομάζα,
- κατανάλωση του σπόρου από τον άνθρωπο λόγω της υψηλής του περιεκτικότητας σε πρωτεΐνη και
- χρησιμοποίηση ως χλωρά λίπανση.
Η πρώτη είναι η κυριότερη χρήση του φυτού παγκοσμίως. Οι καρποί του λούπινου περιέχουν διάφορους αντιθρεπτικούς παράγοντες, όπως αλκαλοειδή, ολιγοζαχαρίτες, φυτικό οξύ και πολυφαινόλες. Επίσης τα λούπινα προκαλούν μία μυκοτοξίνωση η οποία καλείται λουπίνωση. Αυτή, υπάρχει κίνδυνος να εμφανισθεί σε πολλά είδη ζώων, όταν τραφούν με βλαστικά τμήματα του φυτού (κυρίως μετά τη συγκομιδή του καρπού), τα οποία έχουν προσβληθεί από τον μύκητα Diaporthe toxica (παλαιότερη ονομασία Phomopsis leptostromiformis). Ο μύκητας εκλύει τοξίνες, τις φομοψίνες, οι οποίες προκαλούν βλάβες κυρίως στο συκώτι του ζώου και σε προχωρημένη κατάσταση μπορεί να επιφέρουν και το θάνατό του.
Με τη βελτίωση δημιουργήθηκαν στα κυρίως καλλιεργούμενα είδη ποικιλίες με μικρή περιεκτικότητα σε αλκαλοειδή που ονομάζονται «γλυκά» λούπινα σε αντιδιαστολή με τις ποικιλίες υψηλής περιεκτικότητας σε αλκαλοειδή, τα «πικρά» λούπινα. Οι σπόροι των "γλυκών" λούπινων μπορούν να καταναλωθούν από τους ανθρώπους και τα ζώα χωρίς προβλήματα.
Το λούπινο καλλιεργείται σήμερα σε πολλές χώρες του κόσμου, με τη μεγαλύτερη ποσότητα παραγομένων σπόρων στην Αυστραλία. Ακολουθούν η Χιλή, η Γαλλία, οι χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, το Μαρόκο, η Ισπανία, η Πολωνία, το Περού. Στην πλειονότητα καλλιεργούνται τα «γλύκα» λούπινα. Η Αυστραλία είναι και η κυριότερη χώρα εξαγωγής λούπινων στην Ευρώπη και την Αμερική. Στις άλλες χώρες όπου καλλιεργούνται λούπινα, δεν υπάρχουν οργανωμένες εξαγωγές. Στη χώρα μας οι εκτάσεις που καταλαμβάνει το λουπινο είναι περιορισμένες και εντοπίζονται κυρίως στις νότιες περιοχές (Πελοπόννησος, Κρήτη).
Προετοιμασία εδάφους για καλλιέργεια λούπινου
Η προετοιμασία του εδάφους για την καλλιέργεια λούπινων γίνεται όπως αναφέρθηκε και στα προηγούμενα χειμερινά ψυχανθή. Ακολουθούνται δηλαδή οι ίδιες εργασίες που εφαρμόζονται στην προετοιμασία εδάφους για την καλλιέργεια της μηδικής, της αραχίδας αλλά και του βίκου.
Στο λούπινο μπορεί να εφαρμοσθεί και μειωμένη κατεργασία εδάφους, γιατί το ριζικό σύστημα είναι ισχυρό και μπορεί να εισχωρήσει εύκολα ακόμη και σε σκληρό έδαφος.
Αμειψισπορά λούπινου
Τα λούπινα μπορούν να ενταχθούν σε οποιοδήποτε σύστημα αμειψισποράς όπως και τα άλλα ψυχανθή. Η αμειψισπορά λούπινο-σιτάρι αποδείχθηκε πολύ αποτελεσματική. Αναφέρεται ότι σε αμμώδη εδάφη η ευνοϊκή επίδραση του λούπινου στην ακολουθούσα καλλιέργεια κριθαριού ήταν μεγαλύτερη σε σύγκριση με την επίδραση καλλιέργειας μπιζελιού, λόγω της μεγαλύτερης ποσότητας υπολειμματικού αζώτου στις ρίζες του λούπινου. Σε βαριά εδάφη όμως η επίδραση των δύο ειδών ήταν ίδια.
Σπορά λούπινου
Εποχή σποράς
Για τις κλιματολογικές συνθήκες της χώρας μας συνιστάται η πρώιμη φθινοπωρινή σπορά (αμέσως μετά τις πρώτες βροχές) και μόνο σε πολύ ορεινές περιοχές η πρώιμη ανοιξιάτικη (Φεβρουάριο-Μάρτιο). Με την πρώιμη σπορά, λόγω της συνεχούς ανάπτυξης που παρουσιάζει το φυτό, δίνεται χρόνος να ωριμάσουν περισσότερες ταξιανθίες, οπότε αυξάνει η απόδοση. Επίσης με την πρώιμη σπορά το φυτό αποφεύγει τις υψηλές θερμοκρασίες και την ξηρασία στις αρχές του καλοκαιριού, από τις οποίες υποφέρει ιδιαίτερα.
Πυκνότητα σποράς
Διάφορες πυκνότητες φυτών μπορούν να δώσουν την ίδια απόδοση, λόγω της πλαστικότητας που μπορεί να αναπτύξει το φυτό ως προς τα χαρακτηριστικά διαμόρφωσης της απόδοσης. Σε αραιές φυτείες αναπτύσσονται περισσότερες διακλαδώσεις (μεγαλύτερος αριθμός λοβών ανά φυτό), σε πυκνές λιγότερες. Πάντως ο γενικός κανόνας είναι, σε όψιμες σπορές και σε περιοχές με μικρή βλαστική περίοδο, η πυκνότητα να είναι μεγαλύτερη, γιατί δεν προλαβαίνουν να ωριμάσουν οι σπόροι στις διακλαδώσεις. Σχετικά με την ποιότητα των σπόρων, αναφέρεται ότι οι συνθήκες ανάπτυξης επηρεάσαν σε μεγαλύτερο βαθμό την περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες στους σπόρους που αναπτύχθηκαν στις διακλαδώσεις, σε σύγκριση με εκείνους που αναπτύχθηκαν στον κεντρικό βλαστό. Γενικά η πρώιμη σπορά με μεγάλη πυκνότητα έδωσε τις υψηλότερες αποδόσεις σε πρωτεΐνες και λάδι. Επίσης μεγάλη πυκνότητα φυτών συνιστάται όταν χρησιμοποιούνται ποικιλίες υψηλών αποδόσεων σε συνθήκες που ευνοούν τη μεγάλη παραγωγή.
Ως ελάχιστος αριθμός για τη μέγιστη απόδοση, θεωρούνται τα 35-40 φυτά/m2 και η επιδίωξη είναι τα 50-60 φυτά/m2. Η ποσότητα του σπόρου εξαρτάται απ' το μέγεθός του, τη βλαστική του ικανότητα, τις συνθήκες σποράς, τα παθογόνα του εδάφους που μπορεί να καταστρέψουν το σπόρο και τα νεαρά φυτά και άλλους παράγοντες. Για τη χώρα μας συνιστώνται 12-14kg σπόρου/στρ. Η σπορά γίνεται με τις σπαρτικές των σιτηρών ή των ανοιξιάτικων καλλιεργειών μετά από ρύθμιση, καθώς και με ειδικές σπαρτικές, σε γραμμές που απέχουν μεταξύ τους 20-30cm. Το βάθος της σποράς δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 3-4cm. Λόγω του επίγειου τρόπου φυτρώματος του σπόρου, δυσκολεύεται η έξοδος των κοτυληδόνων όταν το βάθος είναι μεγάλο και ιδιαίτερα όταν το έδαφος είναι συνεκτικό. Οι σπόροι των εμπορικών ποικιλιών λούπινων έχουν μεγάλη διαπερατότητα στο νερό, οπότε δεν δυσκολεύεται η βλάστησή τους.
Περιποιήσεις μετά τη σπορά
Η αντιμετώπιση των ζιζανίων γίνεται ικανοποιητικά με τη χρησιμοποίηση ζιζανιοκτόνων. Στην αμειψισπορά σιτάρι-λούπινο πρέπει να δίνεται προσοχή στα ζιζανιοκτόνα που θα χρησιμοποιηθούν στο σιτάρι και την εποχή που θα σπαρεί το λούπινο, ώστε να αποφευχθούν τοξικότητες και μειωμένο φύτρωμα.
Σχετικές σελίδες
- Λούπινο
- Ζωοτροφές
- Συγκομιδή λούπινου
- Μύκητες
- Ποικιλίες λούπινου
- Προετοιμασία εδάφους για καλλιέργεια λούπινου
- Αμειψισπορά λούπινου
- Σπορά λούπινου
Βιβλιογραφία
- ↑ "Ειδική γεωργία, Σιτηρά και ψυχανθή", Δέσποινα Παπακώστα-Τασοπούλου, Καθηγήτρια Γεωπονικής Σχολής Α.Π.Θ.