Μυκητολογική ασθένεια πυρηνόκαρπων Εξωασκοί
Είναι οι ασθένειες που προκαλούνται από διάφορα είδη του γένους Taphrina. Αποτέλεσμα της προσβολής είναι η έντονη φυλλόπτωση, η εξασθένιση των δένδρων και η μειωμένη και υποβαθμισμένη παραγωγή. Είναι γνωστές ως «καρούλιασμα φύλλου». Στη χώρα μας συχνότερος και σοβαρότερος είναι ο εξώασκος της ροδακινιάς.
Στη ροδακινιά, τα συμπτώματα των φύλλων είναι περισσότερο εμφανή νωρίς την άνοιξη. Τα προσβεβλημένα φύλλα παρουσιάζουν ανώμαλη πάχυνση του ελάσματος (τοπική ή ολική) λόγω υπερπλασίας των παρεγχυματικών ιστών, κατσάρωμα και παραμόρφωση. Έχουν χρώμα υπέρυθρο ή κατσαρό και αργότερα γίνονται ερυθροκίτρινα ή κιτρινότερφα. Μετά από έντονη φυλλόπτωση το δέντρο σχηματίζει συνήθως υγιές φύλλωμα. Η δημιουργία της νέας βλάστησης οδηγεί σε εξασθένηση των δέντρων και σοβαρή καρπόπτωση. Κατσάρωμα και παραμόρφωση των φύλλων προκαλείται επίσης από προσβολή αφίδων. Όμως η προσβολή αφίδων διαφέρει απ’ τον εξώασκο γιατί το έλασμα δεν παχύνεται και ανάμεσα στις πτυχώσεις του ελάσματος παρατηρούνται τα έντομα και οι εκδύσεις τους. Ακόμη αλλά σπανιότερα προσβάλλονται τα άνθη, οι νεαροί καρποί και οι τρυφεροί βλαστοί.
Στη δαμασκηνιά ο εξώασκος (Taphrina pruni) προκαλεί χαρακτηριστική παραμόρφωση των καρπών. Το σχήμα τους είναι ιδιαίτερα επίμηκες, ανώμαλα πεπλατυσμένο και έχουν μέγεθος πολύ μεγαλύτερο του κανονικού. Οι καρποί εσωτερικά αποτελούνται από παχειά σπογγώδη σάρκα, στο κέντρο τους παρουσιάζουν κοιλότητα λόγω πηρώσεως του πυρήνα, παραμένουν πράσινοι και δεν ωριμάζουν.
Οι εξώασκοι οφείλονται σε διάφορα είδη ασκομυκήτων του γένους Taphrina. O Taphrina deformans προσβάλλει τη ροδακινιά. Ο εξώασκος της ροδακινιάς αναπτύσσεται κάτω από την εφυμενίδα, στους μεσοκυττάριους χώρους των επιδερμικών κυττάρων και του παρεγχύματος και προκαλεί υπερπλασία και υπερτροφία των κυττάρων με αποτέλεσμα το σχηματισμό των χαρακτηριστικών συμπτωμάτων της προσβολής. Το μυκήλιο που αναπτύσσεται κάτω απ’την εφυμενίδα παράγει ελεύθερους και παράλληλους μεταξύ τους ασκούς οι οποίοι μετά από πίεση διαρρηγνύουν την εφυμενίδα και εμφανίζονται στην επιφάνεια του ελάσματος το οποίο αποκτά τεφρή αλευρώδη ή βελούδινη εμφάνιση. Οι ασκοί είναι ροπαλοειδείς με πεπλατυσμένη κορυφή και διαστάσεις 25-50*8-11μm. Κάθε ασκός περιέχει 4-8 ασκοσπόρια.
Ο μύκητας διαχειμάζει κυρίως με τα βλαστοσπόρια. Είναι πολύ ανθεκτικά στις δυσμενείς καιρικές συνθήκες και μπορεί να επιβιώσουν περισσότερο από δύο χρόνια. Τα βλαστοσπόρια αποτελούν κυρίως τα μολύσματα της επόμενης άνοιξης. Με υγρό και βροχερό καιρό την άνοιξη τα βλαστοσπόρια μεταφέρονται στις ευπαθείς επιφάνειες των εκπτυσσόμενων φύλλων ή άλλων τρυφερών οργάνων βλαστάνουν και τις μολύνουν. Η είσοδος του παθογόνου γίνεται με απευθείας διάτρηση της εφυμενίδας ή από τα στόματα. Οι μολύνσεις γίνονται κυρίως κατά τη διάρκεια της βραχείας περιόδου μετά την έκπτυξη των οφθαλμών και κυρίως προ της διαφοροποιήσεως των ιστών της νέας βλάστησης. Πάντως η νέα βλάστηση που σχηματίζεται μετά από έντονη φυλλόπτωση λόγω της προσβολής παραμένει υγιής και δε μολύνεται. Έτσι το παθογόνο έχει συνήθως μία ή σπανιότερα δύο γενιές το έτος. Η ασθένεια ευνοείται από τις χαμηλές θερμοκρασίες και την υψηλή σχετική υγρασία κατά τη διάρκεια της ευπάθειας των ιστών. Ο μύκητας μολύνει ευχερώς τους ιστούς σε θερμοκρασίες 10-20oC αλλά με δυσκολία σε θερμοκρασίες μικρότερες των 70oC.
Η αντιμετώπιση του εξώασκου της ροδακινιάς βασίζεται στην εκτέλεση ενός μόνο ψεκασμού για την καταστροφή των μολυσμάτων κατά τη διάρκεια του λήθαργου των δέντρων. Ο ψεκασμός αυτός μπορεί να γίνει, το φθινόπωρο μετά την πτώση των φύλλων και μέχρι το φούσκωμα των οφθαλμών, με βορδιγάλιο πολτό ή με οξυχλωριούχο χαλκό ή άλλα χαλκούχα. Τα φάρμακα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν είναι τα κατάλογο φυτοπροστατευτικών προϊόντων κατά καλλιέργεια και παθογόνο. Μετά την είσοδο του παθογόνου στους ιστούς η καταπολέμηση της ασθένειας δεν είναι δυνατή.
Συνιστάται η αφαίρεση και το κάψιμο των προσβεβλημένων βλαστών σε όλη τη διάρκεια της βλαστικής περιόδου. Σε περιπτώσεις σοβαρής προσβολής απ’τον εξώασκο συνιστάται ενίσχυση των δέντρων με εφαρμογή αζωτούχου λίπανσης, μείωση των συνεπειών της ξηρασίας με περιοδικές αρδεύσεις και με αραίωση των καρπών ανάλογα με το φύλλωμα των φυτών. Τα παραπάνω μέτρα εφαρμόζονται και εναντίον του T. pruni.