Χουρμαδιά
Περιεχόμενα
Γενικά στοιχεία
Η χουρμαδιά (Phoenix dactylifera L.) εκαλλιεργείτο στη Μεσοποταμία (το σημερινό Ιράκ) από το 3000 π.Χ. και αποτελούσε την κύρια τροφή για τους κατοίκους των ανατολικών μεσογειακών χωρών. Στο δυτικό ημισφαίριο μεταφέρθηκε από τους Ισπανούς μετά την ανακάλυψη της Αμερικής από τον Κολόμβο και σήμερα καλλιεργείται συστηματικά στην Καλιφόρνια, Αριζόνα και το Τέξας των Η.Π.Α. Η Αίγυπτος αποτελεί την κύρια παραγωγό χώρα στην υφήλιο, η οποία ακολουθείται από το Ιράκ και Ιράν, που αποτελούν τις κύριες εξαγωγικές χώρες στον κόσμο. Επίσης σε εμπορική κλίμακα η χουρμαδιά καλλιεργείται στην Αλγερία, Τυνησία, Σαουδική Αραβία, Μαρόκο, Ισραήλ, Λιβύη, Πακιστάν, Ινδία και Μαυριτανία. Στην Ελλάδα απαντά ως καλλωπιστικό φυτό. Ο καρπός της χουμαδιάς τρώγεται νωπός ή αποξηραμμένος, όταν ωριμάσει, και χρησιμοποιείται για την παρασκευή οινοπνεύματος και ζάχαρης. Οι πράσινοι ανώριμοι καρποί χρησιμοποιούνται για ζωοτροφή.
Βοτανικά χαρακτηριστικά
Η χουρμαδιά ανήκει στην οικογένεια Palmae και το επιστημνονικό της όνομα είναι Phoenix dactylifera L. Είναι δένδρο μεγάλου ύψους (15 μέτρα και πλέον) μονοκοτυλήδονο, δίοικο και αειθαλές με μεγάλη καλλωπιστική αξία. Το βλαστικό στέλεχος της χουρμαδιάς φέρει μονήρες αυξανόμενο σημείο, την επάκρια βλαστική κορυφή, δια της οποίας το φυτό αυξάνει καθ' ύψος. Τα φύλλα είναι μακριά (3-6 μέτρα), διατηρούνται ζωντανά για 3-7 χρόνια και αποβάλλονται βραδέως μετά τον θάνατο τους, κρεμασμένα για πολλά χρόνια γύρω από τον κορμό. Σε συστηματικά καλλιεργούμενες φυτείες τα φύλλα όταν ξεραθούν αποκόπτονται, αφήνοντας σπείρα από 100 ή περισσότερα πράσινα φύλλα στο επάκριο τμήμα του φυτού. Για την ανάπτυξη μιας ταξικαρπίας απαντούνται 7-8 φύλλα. Η αρσενική ταξιανθία (σπάδικας) έχει μήκος 0.6-1.2 μέτρα, παράγει εκατοντάδες άνθη και άφθονη γύρη, η οποία συλλέγεται εύκολα δι' αποκοπής της ταξιανθίας μόλις ανοίξουν τα άνθη, αποξηράνσεως αυτών υπο σκιά και χρησιμοποιήσεως της για τεχνητή επικονίαση. Τα θηλυκά άνθη παράγονται σε μικρότερες ταξιανθίες. Όταν τα φυλλικά μέρη της ταξιανθίας ανοίξουν, για να αποκαλυφθεί ο σπάδικας, τα θηλυκά άνθη επιπάσσονται χειρωνακτικά ή μηχανικά με γύρη. Τα άνθη είναι μικρά σε μέγεθος και κίτρινα σε χρωματισμό. Ο καρπός είναι δρύπη, έχει σχήμα επίμηκες και χρώμα κατά την ωρίμανση κίτρινο ή καφετί. Η σάρκα είναι γλυκιά και οι σπόροι φέρουν πάντοτε γλυφές (αυλάκια).
Κλιματικές συνθήκες
Η χουρμαδιά ανθίσταται στο χειμερινό ψύχος, αλλά υφίσταται ζημιά σε θερμοκρασίες -70C. Για την παραγωγή καρπών καλής ποιότητας, το καλοκαίρι πρέπει να είναι μακρύ, ζεστό και ξηρό με χαμηλή σχετικά ατμοσφαιρική υγρασία, αλλά επαρκή υγρασία στο ριζικό σύστημα του φυτού. Η χουρμαδιά αναπτύσσεται και ως καλλωπιστικο φυτό σε περιοχές όπου οι παραγόμενοι καρποί είναι κατώτερης ποιότητας.
Εδαφικές συνθήκες
Η χουρμαδιά αναπτύσσεται σ' ευρεία ποικιλία εδαφικών τύπων. Το έδαφος πρέπει να είναι βαθύ, καλοαποστραγγιζόμενο, αμμοπηλώδες, διαπερατό και καλοαεριζόμενο. Ανέχεται εδάφη περισσότερο αλκαλικά και αλατούχα από οποιοδήποτε άλλο καρποφόρο δέντρο, αλλά υπό τις συνθήκες αυτές δεν παράγει την καλύτερη βλάστηση και παραγωγή.
Επικονιάση - Γονιμοποίηση
Η χουρμαδιά είναι φυτό δίοικο και κατά συνέπεια πρέπει να υπάρξει συγκαλλιέργεια αρσενικών και θηλυκών ατόμων. Η αναλογία μεταξύ αρσενικών και θηλυκών ατόμων, που χρησιμοποιείται από τους περισσότερους παραγωγούς, είναι 1:25-30, αντίστοιχα. Αν και η μεταφορά της γύρης γίνεται με τον άνεμο, εφαρμόζεται ευρέως η τεχνητή επικονίαση για την επίτευξη καλύτερης καρπόδεσης. Η γύρη, μετά τη συλλογή της, συντηρείται σε γυάλινα βάζα στους -180C τουλάχιστον για ένα χρόνο. Η άνθιση λαμβάνει χώρα την άνοιξη.
Πολλαπλασιασμός
Οι ποικιλίες της χουρμαδιάς πολλαπλασιάζονται αγενώς με παραφυάδες, που εκπτύσσονται από τον κορμό πλησίον της επιφάνιεας του εδάφους. Οι παραφυάδες που εκπτύσσονται πάνω από την επιφάνεια του εδάφους ριζοβολούν πολύ δύσκολα, εκτός και αν έχουν χαρακωθεί γύρω στην βάση τους. Ως μονοκοτυλήδονο φυτό δεν πολλαπλασιάζεται με μοσχεύματα ή με εμβολιασμό, γιατί στερείται καμβίου. Ο πολλαπλασιασμός με σπόρο δεν συνιστάται, γιατί τα χαρακτηριστικά του μητρικού φυτού δεν διατηρούνται στα θηλυκά σπορόφυτα, πέραν του ότι το 50% των σποροφύτων είναι αρσενικά.