Εχθρός λιναριού - Πράσινο σκουλήκι
Το πράσινο σκουλήκι είναι ένα από τα πιο καταστροφικά έντομα. Η προσβολή του εξελίσσεται γρήγορα και θεαματικά αφού η προνύμφη για την ανάπτυξή της καταστρέφει πολλά καρποφόρα όργανα. Προσβάλλει πολλά καλλιεργούμενα φυτά και ένα από αυτά είναι και το λινάρι. Σε φυτείες με βαριά προσβολή η παραγωγή μπορεί να μειωθεί σε τέτοιο βαθμό που η καλλιέργεια να γίνεται αντιοικονομική. Το πράσινο σκουλήκι προκαλεί ποσοτική συνήθως ζημιά και λιγότερο ποιοτική. Η μικρή προνύμφη, αμέσως μετά την εκκόλαψή της περιπλανιέται στο φυτό τρώγοντας μικρά φύλλα μέχρι να βρεί το λουλούδι. Στις δυο πρώτες ηλικίες τρέφεται συνήθως με λουλούδια. Στις επόμενες ηλικίες τρέφεται με καρποφόρα όργανα. Το πράσινο σκουλήκι έχει 3-6 γενεές, στην Ελλάδα συνήθως 3-4.
Το πράσινο σκουλήκι [1] είναι κυρίως τροπικό και υποτροπικό μεταναστευτικό είδος, που η ικανότητά του να διαπαύει, του επιτρέπει την επέκταση της διασποράς του και στην εύκρατη ζώνη. Είναι ευρύτατα διαδεδομένο στην Νότια και Κεντρική Ευρώπη. Είναι εξαιρετικά πολυφάγο είδος. Προσβάλει το λινάρι και σπανιότερα καρποφόρα δένδρα. Διαχειμάζει σαν νύμφη σε κελί που δημιουργεί μέσα στο έδαφος.
Πολλά αρπακτικά και παράσιτα κρατούν χαμηλά τα επίπεδά του. Ψεκασμοί με εντομοκτόνα για άλλους εχθρούς καταστρέφουν τον φυσικό έλεγχο και προκαλούν εξάρσεις του πληθυσμού αυτού του εχθρού. Τα πράσινα σκουλήκια έλκονται από χονδροστέλεχα και εύχυμα φυτά. Αυτό μπορεί να αποφευχθεί με μείωση των ποτισμάτων και της λίπανσης. Συνήθως το πράσινο σκουλήκι αναπτύσσει ζημιογόνους πληθυσμούς αργά το καλοκαίρι γι' αυτό θα πρέπει να γίνεται επέμβαση νωρίς στην ωρίμανση. Πολλές βροχοπτώσεις, χαμηλές θερμοκρασίες και κατεργασία του εδάφους περιορίζουν τον αριθμό των νυμφών που επιβιώνουν ως την επόμενη άνοιξη ιδιαίτερα στα βαριά εδάφη, αλλά αν μετά υπάρξουν ευνοϊκές συνθήκες και μειωμένη παρουσία φυσικών εχθρών του πράσινου σκουληκιού, μπορεί γρήγορα να δημιουργηθούν επικίνδυνα υψηλοί πληθυσμοί χάριν του μεγάλου αριθμού αυγών που γεννάει κάθε θηλυκό.
Το πράσινο σκουλήκι έχει ήδη αναπτύξει ανθεκτικότητα σε πολλά εντομοκτόνα κατά περιοχή. Προτείνεται γενικά κατά την αντιμετώπιση των εχθρών:
- Η μη υπέρβαση των συνιστώμενων δόσεων και η εναλλαγή χρήσης εντομοκτόνων διαφορετικής κατηγορίας (Οργανοφοσφωρικά, καρβαμιδικά, πυρεθρίνες).
- Να μη χρησιμοποιείται το ίδιο εντομοκτόνο περισσότερο από 2 φορές το χρόνο.
- Να αποφεύγεται η χρήση πυρεθρινών νωρίς στη καλλιεργητική περίοδο και εφόσον είναι δυνατό να περιορίζεται η χρήση τους σε μία γενιά, (στρατηγική αντιμετώπισης σε Ισραήλ, Τέξας των Η.Π.Α. και Αυστραλία).
- Επίσης να χρησιμοποιούνται μείγματα εντομοκτόνων με συνεργιστική δράση και να αποφεύγεται η χρήση μεμονωμένα πυρεθρινών, όταν εκτιμάται ο κίνδυνος να μην έχουμε επαρκώς αποτελεσματική δράση και να αναπτυχθεί ανθεκτικότητα.
- Προτείνεται ακόμα η διατήρηση μικρών αψέκαστων λωρίδων καλλιέργειας και αυτοφυούς βλάστησης - «καταφύγια», που επιτρέπει την προστασία της βιοποικιλότητας και την επιβίωση και ευαίσθητων πέρα από τα ανθεκτικά άτομα του εχθρού, ώστε διασταυρούμενα μεταξύ τους να δώσουν λιγότερο ανθεκτική γενιά. Επιτρέπεται επίσης έτσι η επιβίωση ωφελίμων- φυσικών εχθρών τους που τρέφονται ή παρασιτούν στα άτομα του εχθρού που επιζούν.[2]
Σφάλμα παραπομπής: Υπάρχουν ετικέτες <ref>
, αλλά δεν βρέθηκε ετικέτα <references/>
.