Νόσος Gumboro ή λοιμώδης Θυλακίτιδα
Η νόσος προκαλείται από RNA ιό μέλος του γένους Avibirnavirus της οικογένειας Birnaviridae.
Πρώτη φορά εμφανίσθηκε στις ΗΠΑ το 1962 και αμέσως μετά εξαπλώθηκε σε Αγγλία και Δυτική Ευρώπη. Παρά τις παρατηρημένες μολύνσεις σε γαλοπούλες, πάπιες, στρουθοκάμηλους, κλινικά προσβάλλονται τα ορνίθια. Σοβαρή οξεία νόσος εμφανίζεται σε πτηνά ηλικίας 3-6 εβδομάδων με υψηλή θνησιμότητα. Ωστόσο, λιγότερο οξεία και υποκλινική νόσος είναι γνωστή σε πτηνά ηλικίας 0-3 εβδομάδων. Συνδέεται με δευτερογενείς μολύνσεις εξαιτίας της προσβολής του θύλακα του Fabricius. Απομόνωση του ιού γίνεται δύσκολα σε κυτταρικές σειρές ή εμβρυοφόρα αυγά. Υπάρχουν δύο ορότυποι, από τους οποίους ο ορότυπος 1 είναι ο πιο λοιμογόνος.
Η έλλειψη υγειονομικών μέτρων στις εκτροφές αποτελεί βασικό παράγοντα εξάπλωσης της νόσου σε νεαρά πτηνά, ιδιαίτερα κρεοπαραγωγής και μάλιστα με εντόπιση στα αρσενικά πτηνά.
Η νόσος μεταδίδεται με μολυσμένα περιττώματα, μολυσμένο εξοπλισμό και μολυσμένη οργανική ύλη και πιθανόν στρωμνή στην εκτροφή.
Πέρα από την οξεία μορφή με την υψηλή θνησιμότητα στα νεαρά πτηνά κυρίως κρεοπαραγωγής, στις 2 πρώτες εβδομάδες της ζωής τους χαρακτηριστική είναι η κένωση του λεμφοειδούς ιστού στο θύλακα του Fabricius, που οδηγεί στην κατάρρευση της χυμικής ανοσοποιητικής ανταπόκρισης.
Τα προσβεβλημένα νεαρά πτηνά, κυρίως κρεοπαραγωγά, εμφανίζουν υψηλή θνησιμότητα και μετά αν επιβιώσουν εμφανίζουν καθυστέρηση στην ανάπτυξη και είναι μειωμένης παραγωγικής ικανότητας. Τα προσβεβλημένα πτηνά εμφανίζουν ανορεξία, κατάπτωση, απομόνωση και συνωστισμό με άλλα άρρωστα πτηνά, εξοίδηση έδρας, διάρροια, τρόμο και έλλειψη συντονισμού.
Η πιο χαρακτηριστική μεταθανάτια αλλοίωση είναι η έντονη φλεγμονή του θύλακα του Fabricius. Στην αρχή είναι μεγάλος και διογκωμένος, μετά την περίοδο της φλεγμονής ο θύλακας καθίσταται μικρός και συρρικνωμένος. Στην αλλοίωση αυτή στηρίζεται η καταστολή της χημικής ανοσοποιητικής ανταπόκρισης που οδηγεί σε δευτερογενείς μολύνσεις.
Τις δυσκολίες απομόνωσης του ιού σε κυτταρικές σειρές και εμβρυοφόρα αυγά συμπληρώνουν οι εργαστηριακές εξετάσεις. Αυτές περιλαμβάνουν τις ορολογικές μεθόδους εξουδετέρωσης του ιού με αντισώματα, της ανίχνευσης του ιϊκού αντιγόνου στο θύλακα του Fabricius, με ανοσοδιάχυση σε άγαρ γέλης, ανοσοφθορισμό και ELISA. Η ταυτοποίηση του ιού αυτού γίνεται εμ τη μοριακή μέθοδο RT-PCR.
Καθώς ο ιός μπορεί να ξεφύγει τα υγειονομικά μέτρα καθαρισμού και απολυμάνσεων στο χώρο εκτροφής, ο εμβολιασμός είναι η κύρια μέθοδος πρόληψης. Υπάρχουν ζωντανά εξασθενημένα εμβόλια και αδρανοποιημένα εμβόλια για τη νόσο.
Τα ζωντανά εμβόλια χρειάζεται να χρησιμοποιούνται σε νεαρά ορνίθια μετά την εξαφάνιση της μητρικής ανοσίας. Χορηγούνται με ενδομϋική έγχυση, με εκνέφωση και στο πόσιμο νερό. Χορηγείται η δεύτερη δόση σε ηλικία 10-14 ημερών και τρίτη δόση 7 ημέρες αργότερα στα κρεοπαραγωγά ορνίθια για πρόληψη της νόσου.
Μπορεί να χορηγηθεί ζωντανό εμβόλιο στην ηλικία 8 εβδομάδων και να ακολουθεί νεκρό εμβόλιο σε ηλικία 16-20 εβδομάδων. Η μέοδος χορήγησης είναι ενδομυϊκά στο μηρό σε πτηνά αναπαραγωγής αντικατάστασης σε μονάδες κρεοπαραγωγής.
Ο ιός δεν εντοπίζεται στον άνθρωπο και δεν αποτελεί κίνδυνο για τη Δημόσια Υγεία.
Τέλος, σε βιολογικές εκτροφές πτηνών η ασθένεια αντιμετωπίζεται με καθαρισμούς και απολυμάνσεις μεταξύ σμηνών εκτροφής, με έλεγχο μετακινήσεων των ανθρώπων, του εξοπλισμού και των οχημάτων στην εκτροφή καθώς και με ολοκληρωμένα προγράμματα βιοασφάλειας.