Ασθένεια γαρυφαλλιάς περονόσπορος
Ο περονόσπορος της γαρυφαλλιάς περιγράφηκε για πρώτη φορά στη Γαλλία το 1946. Σήμερα η ασθένεια είναι εξαπλωμένη σε πολλές περιοχές του κόσμου, αλλά δεν είναι γνωστό να προκαλεί συνήθως μεγάλες ζημιές. Στην Ελλάδα διαπιστώθηκε για πρώτη φορά το 1954 σε γαρυφαλλιές στην Κηφισιά και το Χαλάνδρι. Τον Φεβρουάριο του 1998 στον Ασπρόπυργο Αττικής παρατηρήθηκαν σοβαρές ζημιές Περονόσπορου σε καλλιέργεια γαρυφαλλιάς (ποικιλία Simona) υπό κάλυψη. Τα πρώτα συμπτώματα εμφανίζονται στα φύλλα με τη μορφή ζωνών ανοικτού πράσινου μέχρι κιτρινωπού χρώματος. Στα σημεία προσβολής το έλασμα των φύλλων λυγίζει. Τα μολυσμένα φυτά παρουσιάζουν νανισμό και μαρασμό. Στους βλαστούς η προσβολή περιορίζεται κυρίως στο σημείο αναπτύξεως στο ανώτερο μέρος τους με αποτέλεσμα να αναπτύσσονται οι πλάγιοι οφθαλμοί και τα φυτά να αποκτούν μια θαμνώδη εμφάνιση. Σε μερικές ανθεκτικές ποικιλίες σχηματίζονται βλαστοί με μικρότερα φύλλα, διογκωμένο στέλεχος και βραχέα μεσογονάτια. Τα άνθη προσβάλλονται συχνότερα στα σέπαλα και σπανιότερα στα πέταλα. Αρχικά παρατηρείται πρασινοκίτρινος μεταχρωματισμός των προσβεβλημένων περιοχών του άνθους και αργότερα ξήρανση αυτών. Στις επιφάνειες των προσβεβλημένων περιοχών, όταν επικρατεί υψηλή σχετική υγρασία στο περιβάλλον καλλιέργειας των φυτών, σχηματίζεται πλούσια λευκή εξάνθηση από τους κονιδιοφόρους και τα σπορία του παθογόνου. Σε προχωρημένα στάδια της ασθένειας οι προσβεβλημένοι ιστοί καλύπτονται συνήθως από μαύρη εξάνθηση, η οποία οφείλεται σε δευτερογενή ανάπτυξη του μύκητα Stemphylium sp. Ο παθογόνος μύκητας είναι ο Peronospora dianthicola Barthelet (Peronosporaceae, Peronosporales, Oomycetes, Oomycota, Chromista), που σχηματίζει κονιδιοφόρους που έχουν διχοτομική διακλάδωση, ύψους 270-340 μm, και πλάτος 7-10 μm και παράγουν κονίδια ωοειδή, διαστάσεων 14-29 x 12,5-20,5 μm.
Βιβλιογραφία
- ↑ Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.