Ασθένεια γαρυφαλλιάς κλαδοσπορίωση
Η κλαδοσπορίωση διαπιστώθηκε στη χώρα μας το 1939 σε περιοχές της Αθήνας και της θεσσαλονίκης και το 1953 σε περιοχή της Αττικής. Παρατηρήθηκε πρόσφατα σε καλλιέργειες γαρυφαλλιάς υπό κάλυψη στην Αττική και προκάλεσε μεγάλες ζημιές. Είναι γνωστή από το 1870 και είναι διαδεδομένη σε πολλές περιοχές του κόσμου που καλλιεργείται η γαρυφαλλιά. Η ασθένεια εκδηλώνεται με το σχηματισμό στα φύλλα, στους βλαστούς και στα σέπαλα κυκλικών κηλίδων χρώματος κιτρινόμαυρου ή καστανού σκούρου με ιώδες περιθώριο και διάμετρο μέχρι 5 mm και οι οποίες καλύπτονται από σκοτεινή αλευρώδη εξάνθηση. Οι κονιδιοφόροι με τα σπορία του μύκητα βγαίνουν στην επιφάνεια των προσβεβλημένων ιστών από τα στόματα, συνήθως σε πυκνές δεσμίδες, και σχηματίζονται πάνω στις κηλίδες κατά ομόκεντρους δακτυλίους και γι'αυτό η κοινή ονομασία της ασθενείας στα αγγλικά είναι γνωστή ως δακτυλιωτή κηλίδωση (ring spot, fairy ring spot). Οι κονιδιοφόροι είναι μονοστέλεχοι ή ενίοτε με διακλαδώσεις, με εγκάρσια χωρίσματα, μερικές φορές είναι διογκωμένοι στη βάση, εύκαμπτοι, ανοικτού καστανού χρώματος, λείοι και διαστάσεων μέχρι 200 x 8-13 μm. Τα κονίδια σχηματίζονται μεμονωμένα ή σε αλυσίδες, είναι κυλινδρικά, έχουν χρώμα ανοικτό καστανό, 1-6 εγκάρσια χωρίσματα και διαστάσεις 15-62 x 8-17 μm. Οφείλεται στον ασκομύκητα Mycosphaerella dianthi (C. C. Burt Jorst., συν. Didymellina dianthi Burt. (Dothideales, Mycosphaerel-laceae), ο οποίος παρασιτεί με την ατελή του μορφή που ονομάζεται Cladosporium echinulatum (Berk.) G.A. De Vries, συν. Heterosporium echinulatum (Berkeley) Cooke, Helminthosporium echinulatum Berk., Heterosporium echinulatum Sacc. Η ασθένεια μεταδίδεται σε αμόλυντες περιοχές με τα μοσχεύματα. Τα κονίδια διασπείρονται με τον άνεμο ή τη βροχή. Οι μολύνσεις ευνοούνται από την υψηλή υγρασία και θερμοκρασίες άνω των 200C. Συνιστάται η λήψη μέτρων υγιεινής, ο περιορισμός της υψηλής σχετικής υγρασίας και ψεκασμός των φυτών, κάθε 14 ημέρες, με difenoconazole, penconazole και tebuconazole. Αποτελεσματικά εναντίον της ασθενείας, αλλά σε μικρότερο βαθμό είναι και τα μυκητοκτόνα carbendazim + maneb και chlorothalonil. Πάντως, σε πρόσφατα πειράματα τα μυκητοκτόνα chlorothalonil και carbendazim παρεμπόδισαν πλήρως την ανάπτυξη της ασθένειας, χωρίς παρενέργειες στην ανάπτυξη των φυτών. [1]
Βιβλιογραφία
- ↑ Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.