Λειτουργικό ξύλο

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Εισαγωγή στο Λειτουργικό ξύλο

Κατά μήκος και διάμετρο τομές καμπτόμενων προς τα πάνω κλάδων δεικνύουν ότι οι ετήσιοι δακτύλιοι, είναι στενότεροι στην επάνω πλευρά του κλάδου παρά στην κάτω. Το πάνω τμήμα που περιέχει, στριμωγμένους, στενούς ετήσιους κύκλους είναι το λειτουργικό ξύλο, ένας τύπος αντίδρασης του ξύλου που αναπτύσσεται λόγω της κλίσης του κορμού ή κάμψεως των πλάγιων κλάδων. Ο σχηματισμός του λειτουργικού ξύλου τείνει να επαναφέρει τον κορμό και τους κλάδους σε κατακόρυφη θέση. Η άνιση αυτή αύξηση οφείλεται στην μεγαλύτερη συγκέντρωση των διακινήσιμων αυξινών στην κάτω παρά στην άνω πλευρά των βραχιόνων, εγκαθιστώντας έτσι μια αυξινική διαβάθμιση. Η αυξημένη συγκέντρωση αυξίνης στην κατώτερη πλευρά προάγει τη διαίρεση των κυττάρων και τη μεγέθυνση αυτών. Η παροχή αυξίνης στην πάνω πλευρά των κλάδων εμποδίζει το σχηματισμό λειτουργικού ξύλου, αλλ' η χορήγηση ενός παρεμποδιστού μεταφοράς της αυξίνης του 2, 3, 5-τριϊωδιοβενζοϊκού οξέος, προτρέπει το σχηματισμό αυτού. Όταν κλάδοι μηλιάς και ροδακινιάς κάμφθηκαν υπό μορφή κυρτού τόξου, το στρες συνέβαλε σε αύξηση της συγκέντρωσης του ενδογενούς αιθυλενίου. Η αλληλεπίδραση μεταξύ αυξίνης και αιθυλενίου στο σχηματισμό λειτουργικού ξύλου δεν αποτελεί έκπληξη, γιατί έκλυση αιθυλενίου διεγείρεται και με την εφαρμογή συνθετικών αυξινών σε τμήματα ιστών. και σ΄ ολόκληρους καρπούς συκιάς. Επακόλουθο του χοντρότερου φλοιού στην κατώτερη πλευρά είναι ο σχηματισμός ποδιών (κρεμοκλαδής βλάστηση), κυρίως στη ροδακινιά. Οι πλευρικοί αυτοί κλάδοι ξεκινούν ως ορθοκλαδείς βλαστήσεις τον πρώτο χρόνο, αλλά βαθμηδόν γέρνουν προς τα κάτω καθώς ενηλικιώνονται. Η κρεμοκλαδής αυτή βλάστηση οφείλεται:

  • Στην υπεραύξηση του φλοιού στην πάνω πλευρά του κλάδου
  • Στο βάρός των καρπών.[1]

Σομφό και εγκάρδιο ξύλο

Καθώς το δένδρο ενηλικιώνεται, τα παλαιότερα κύτταρα στο ξύλο αποθνήσκουν και καθίστανται μη λειτουργικά. Τ' αγγεία και οι τραχείδες σταματούν να μεταφέρουν νερό και θρεπτικά στοιχεία και τα παρεγχυματικά κύτταρα των ακτίνων δεν αποθηκεύουν άμυλο. Τα φαινολικά συστατικά, οι ταννίνες και άλλα οργανικά συστατικά στα παλαιά αυτά κύτταρα πολυμερίζονται, οξειδώνονται και βάφουν τα κυτταρικά τοιχώματα του μη λειτουργικού εγκάρδιου ξύλου. Το ανοικτόχρωμο λειτουργικό ξύλο, κοντά στο φλοιό, ονομάζεται σομφό. Το εγκάρδιο ξύλο, που σχηματίζεται κατά τα πρώτα χρόνια ζωής της ροδακινιάς και βερικοκκιάς, είναι επιδεκτικό σε προσβολή από σηψιγόνους μικροοργανισμούς του ξύλου. Οι μικροοργανισμοί αυτοί συνήθως εισέρχονται δια μέσου των μεγάλων τομών κλαδέματος. Αντίθετα, τα υγιή δένδρα μηλιάς και αχλαδιάς δε σχηματίζουν συνήθως εγκάρδιο ξύλο και το σομφό ξύλο παραμένει λειτουργικό για πολλά έτη. Ότι, τα μακρόβια παρεγχυματικά κύτταρα των ακτίνων στο σομφό ξύλο των ειδών αυτών χρησιμεύουν ως αποθηκευτικός ιστός, αποδεικνύεται από τις εποχικές μεταβολές της περιεκτικότητας του αμύλου. Δηλαδή, το άμυλο αυξάνει κατά το καλοκαίρι και μειώνεται κατά το χειμώνα. Η μεταφορά του νερού περιορίζεται στα πιο εξωτερικά, νεοσχηματισμένα, ώριμα αγγεία και τραχείδες του ξύλου. Τ' αγγεία ανταποκρίνονται ικανοποιητικά στη μεταφορά του νερού, γιατί στερούνται πρωτοπλάσματος. Καθώς τα αγγειώδη στοιχεία ωριμάζουν, τα τελευταία τοιχώματα διαλύονται και τα πρωτοπλασμικά περιεχόμενα αποδιοργανώνονται, για να διακινηθούν προς τα πάνω με το διαπνευστικό ρεύμα. Ο εκφυλισμός αυτός του πυρηνικού υλικού κατά την ωρίμαση των ξυλωδών στοιχείων μπορεί να αποτελέσει κάποια πηγή κυτοκινινών, που βρέθηκαν σ' εκκρίσεις του ξύλου. Το εγκάρδιο ξύλο μερικών ειδών, όπως της καστανιάς, περιέχει συστατικά, που καθιστούν τα δένδρα και την ξυλεία αυτών ανθεκτικά στους σηψιγόνους μύκητες του ξύλου. Σε είδη όπως η καρυδιά, το εγκάρδιο ξύλο με το βαθύ έντονο χρωματισμό του διατίθεται σε υψηλές τιμές για την κατασκευή επίπλων. Ενώ από το εγκάρδιο ξύλο του λωτού παράγεται πολύτιμο σκληρό ξύλο.[1]

Σχετικές σελίδες

Εισαγωγή στο Λειτουργικό ξύλο

Σομφό και εγκάρδιο ξύλο


Βιβλιογραφία

  1. 1,0 1,1 Γενική Δενδροκομία, του Καθηγητή Δενδροκομίας Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Κωνσταντίνου Α. Ποντίκη, 1997.