Διαχείριση των Αλατούχων Εδαφών

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Η αποτελεσματική διαχείριση των αλατούχων εδαφών στοχεύει στην κατά το δυνατό καλύτερη αξιοποίηση τους με εφαρμογή ειδικών πρακτικών και τεχνικών, οι οποίες αμβλύνουν τις εκ της αλατότητας συνέπειες σε βάρος των φυτών. Η αρδευόμενη γεωργία εφαρμόζεται στις περιοχές εκείνες όπου επικρατούν χαμηλές βροχοπτώσεις και υψηλές θερμοκρασίες. Ωστόσο, ακόμη και στις ξηροθερμικές περιοχές οι βροχοπτώσεις είναι περίπου επαρκείς, δηλαδή πλησιάζουν το ύψος της εξατμισοδιαπνοής, τότε οι αρδευόμενες εκτάσεις υπόκεινται σε μικρό κίνδυνο εναλάτωσης, δεδομένου ότι τα άλατα που συσσωρεύονται από τα νερά άρδευσης εκπλύνονται με τα νερά της βροχόπτωσης . Αντίθετα, σε περιοχές όπου οι βροχοπτώσεις είναι χαμηλές, δηλαδή ανεπαρκείς, τότε τα άλατα που προστίθενται μέσω της άρδευσης στο έδαφος αυξάνουν με την πάροδο του χρόνου, δηλαδή συμπυκνώνονται και τα προβλήματα σε βάρος των φυτών οξύνονται. Μάλιστα η τυχόν ύπαρξη υψηλής υπόγειας στάθμης αυξάνει ακόμη περισσότερο τον εκ της αλατότητας κίνδυνο. Επομένως, θα πρέπει να εφαρμοστούν ειδικοί τρόποι μείωσης των συνεπειών της υψηλής αλατότητας, όπως π.χ. εφαρμογή κατά την άρδευση του επιπλέον κλάσματος έκπλυσης (Lr). Βασικός στόχος των εφαρμοζόμενων πρακτικών κατά την ορθολογική διαχείριση των αλατούχων εδαφών είναι η διατήρηση του νερού του εδάφους σε επίπεδο υδατοϊκανότητας. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η αραίωση των αλάτων του εδάφους. Το γεγονός αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, κυρίως κατά το αρχικό στάδιο του φυτρώματος των σπόρων, όπου τα φυτάρια είναι πολυ ευαίσθητα στην αλατότητα. Η διατήρηση του νερού σε επίπεδο της υδατοϊκανότητας, πέραν της αραίωσης των αλάτων, συμβάλλει και στη μείωση της τοξικής δράσης τους σε βάρος των φυτών και στην άμβλυνση των συνεπειών της υψηλής ωσμωτικής πίεσης. Η μέθοδος της διατήρησης της υδατοϊκανότητας έχει ιδιαίτερη αποτελεσματικότητα, όταν τα εδάφη αρδεύονται ελαφρά με τεχνητή βροχή, σε τρόπο ώστε τα φυτάρια να μπορούν να ξεπεράσουν τον κίνδυνο της αλατότητας κατά το ευαίσθητο στάδιο του φυτρώματος, ενώ μπορούν αργότερα κατά το στάδιο της ωρίμανσης να επιβιώνουν επιτυχώς, καθώς είναι πιο ανθεκτικά στην αλατότητα. Επίσης με εφαρμογή συχνότερων αρδεύσεων αποφεύγεται η δημιουργία ιζημάτων και επιταχύνεται η έκπλυση. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι στη διάρκεια των ξηρικών μηνών δημιουργούνται ιζήματα π.χ. γύψου ή ανθρακικού ασβεστίου ή ανθρακικού μαγνησίου, τα οποία έχουν χαμηλή διαλυτότητα και επομένως παύουν να ενεργούν ως διαλυτά άλατα. Επιπλέον τα ιζήματα αυτά του Ca και Mg αυξάνουν την αναλογία του Na+ στο εδαφικό διάλυμα και επομένως δημιουργούν την αλκαλίωση. Με την αύξηση της συχνότητας των αρδεύσεων μπορούμε να αποφύγουμε τις δυσμενείς αυτές καταστάσεις και ιδιαίτερα την αλκαλίωση, που δημιουργείται από την αύξηση του Na+, υπο τον όρο της ύπαρξης επαρκούς στράγγισης. Αν οι συχνές αρδεύσεις δεν είναι εφικτές λόγω της ανεπαρκούς ύπαρξης του νερού, μια περιορισμένη έκπλυση μπορεί να γίνεται πρίν από τη σπορά, διότι συνήθως κατά την περίοδο αυτή υπάρχει διαθέσιμο νερό, ώστε αργότερα η χρήση ελαφράς άρδευσης, π.χ. με τεχνητή βροχή μετά τη σπορά, θα μπορούσε να βοηθήσει τα φυτά να ξεπεράσουν τον κίνδυνο της αλατότητας κατά το πρώιμο στάδιο του φυτρώματος, διότι με το ελαφρό αυτό πότισμα επιταχύνεται η μερική έκπλυση των αλάτων στην περιοχή της ριζόσφαιρας. Αργότερα, όταν η αλατότητα αυξηθεί λόγω της τριχοειδούς κίνησης του νερού προς τις επιφανειακές εδαφικές στρώσεις, τα φυτά ήδη θα βρίσκονται σε ωριμότερο στάδιο και θα είναι πιο ανθεκτικά στα άλατα. Από σχετικά πειράματα βρέθηκε ότι με τη μέθοδο εφαρμογής του νερού με τεχνητή βροχή μετά τη σπορά αυξήθηκε το ποσοστό του φυτρώματος του μαρουλιού μέχρι 20%. Η μέθοδος χρήσης της άρδευσης μετά τη σπορά θα πρέπει να εφαρμόζεται σε εδάφη που δε δημιουργούν επιφανειακή κρούστα, η οποία, ως γνωστόν, εμποδίζει το φύτρωμα. Αντίθετα στις περιπτώσεις των εδαφών, που δημιουργούν κρούστα, θα πρέπει η με τεχνητή βροχή εφαρμογή του νερού να γίνεται αμέσως μετά το φύτρωμα του σπόρου, δηλαδή με την εμφάνιση των φυταρίων, οπότε το έδαφος μπορεί να καταστεί μαλακότερο, αλλά και τα φυτάρια να ξεπεράσουν τον κίνδυνο της αλατότητας κατά τα πρώτα στάδια της ζωής τους. Μια άλλη μέθοδος άμβλυνσης της αλατότητας είναι η περιοδική έκπλυνση του εδάφους το φθινόπωρο ή ενωρίς την άνοιξη. Η μέθοδος της περιοδικής έκπλυνσης του εδάφους στη διάρκεια του φθνινοπώρου ή ενωρίς την άνοιξη, τότε που δεν υπάρχουν καλλιέργειες σε εξέλιξη, ευνοείται εκ του ότι υπάρχει συνήθως διαθέσιμο νερό, και ως εκ τούτου μππορεί να είναι πολύ αποτελεσματική. Κατά την ανωτέρω έκπλυση είναι δυνατόν τα άλατα να μετακινηθούν πιο κάτω από τη ριζόσφαιρα και να ευνοήσουν την εν συνεχεία ανάπτυξη των καλλιεργειών. Όμως, εάν το κόστος της μεθόδου αυτής είναι υψηλό, μπορεί αυτό να εφαρμόζεται χρόνο με το χρόνο. Η μέθοδος αυτή μπορεί να είναι πολύ αποτελεσματική, διότι η μετακίνηση των αλάτων κάτω από την περιοχή της ριζόσφαιρας βοηθά σημαντικά τα φυτά, δεδομένου ότι τα ριζικά τριχίδια που απορροφούν τα θρεπτικά βρίσκονται στην ανώτερη στρώση του εδάφους, καθώς τα αλάτα, λόγω έκπλυσης θα έχουν ήδη μετακινηθεί κάτω από την περιοχή της ριζόσφαιρας με συνέπεια να επηρεάζονται λιγότερο τα αναπτυσσόμενα φυτά. Η μέθοδος αυτή εφαρμόζεται με μεγάλη επιτυχία στην Imperial Valley της Καλιφόρνιας , η οποία ως γνωστόν έχει πολλά αλατούχα εδάφη με ανεπαρκή στράγγιση και το χρησιμοποιούμενο νερό έχει υψηλή αγωγιμότητα. Στη περιοχή αυτή λόγω της υψηλής αγωγιμότητας του νερού, για τη διατήρηση των αλάτων της ριζόσφαιρας σε επίπεδο αγωγιμότητας γύρω στα 8,0 ds x m^-1, το οποίο είναι σχετικά υψηλό, απαιτείται 17% περισσότερο νερό για την εξασφάλιση της έκπλυσης. Ωστόσο, η εφαρμογή μιας αρχικής άρδευσης με τεχνητή βροχή των χειμερινών λαχανικών μεταφέρει, τα άλατα κάτω από τη ζώνη του φυτρώματος, με συνέπεια να βοηθά την ανάπτυξη τους. Ακολούθως εφαρμόζονται οι συμβατικές μέθοδοι άρδευσης. Πολλές φορές δεν είναι εφικτή η έκπλυση των αλάτων λόγω του υψηλού κόστους ή συνέπεια περιορισμένης ύπαρξης του νερού. Όμως, επειδή μπορεί να είναι αναγκαία η έκπλυση, τότε προσφεύγουμε στους εξής τρόπους: α) στην ορθή θέση φύτευσης των φυτών ή τοποθέτηση του σπόρου και β) στην επιλογή ανθεκτικών ποικιλιών στα άλατα

Επειδή η εναλάτωση των εδαφών σχετίζεται άμεσα με τον τρόπο διαχείρισης των αρδεύσεων και της υπόγειας στάθμης, κατωτέρω θα εξεταστούν οι διάφορες πρακτικές άρδευσης δια των οποίων επιτυγχάνεται σε σημαντικό βαθμό ο έλεγχος της αλατότητας του εδάφους. Είναι γεγονός ότι στην αρδευόμενη γεωργία υπάρχουν πολλές δυνατότητες επιλογής διάφορων τρόπων και μεθόδων διαχείρισης των συστημάτων άρδευσης, προκειμένου να αμβλύνουμε τις εκ της αλατότητας επιπτώσεις στις καλλιέργειες, καθώς και να περιορίσουμε την εναλάτωση του εδάφους. Και τούτο διότι, από τις διάφορες επιλογές που τελικά αποφασίζουμε να εφαρμόσουμε, εξαρτάται η πορεία εναλάτωσης του εδάφους και η εξέλιξη της υπόγειας στάθμης. Οι επιλογές αυτές, σε τελευταία ανάλυση, επηρεάζουν την παραγωγικότητα και το οικονομικό κέρδος. Επιπλέον, οι πρακτικές διαχείρισης της άρδευσης επηρεάζουν σημαντικά την ποιότητα των νερών στράγγισης, γεγονός το οποίο έχει ιδιαίτερες περιβαλλοντικές επιπτώσεις, δεδομένου ότι τα νερά στράγγισης μπορεί να επηρεάσουν δυσμενώς τόσο το γεωργικό όσο και το ευρύτερο οικολογικό περιβάλλον. Οι αρδεύσεις έχουν ως σκοπό να εφοδιάζουν τα φυτά με νερό, για την εξασφάλιση της ανάπτυξης τους και την αύξηση της παραγωγικότητα τους. Επίσης στοχεύουν στο να διατηρούν την αλατότητα της ριζικής ζώνης σε τέτοια επίπεδα, που να μην επηρεάζεται δυσμενώς η ανάπτυξη των φυτών. Όμως θα πρέπει να εφαρμόζεται το νερό σε τέτοιες ποσότητες που να μη συμβάλλουν στον εμπλουτισμό των υπόγειων νερών και στην ανύψωση της υπόγειας στάθμης, με όλες τις δυσμενείς επιπτώσεις λόγω της συσσώρευσης των ελεύθυρων διαλυτών αλάτων, ενδεχομένως και του Na+ στο εδαφικό προφίλ και στην επιφανειακή στρώση. Γίνεται, λοιπόν φανερό ότι οι επιλογές ως προς τις πρακτικές διαχείρισης των αρδεύσεων θα πρέπει να είναι τέτοιες, ώστε να συμβάλλουν στην αποτροπή των πιο πάνω προβλημάτων και στην κατά το δυνατό ελαχιστοποίηση της ανύψωσης της υπόγειας στάθμης, με την εξασφάλιση συνθηκών ικανοποιητικής στράγγισης και διατήρησης της υπόγειας στάθμης σε βάθος > 2m.[1]


Βιβλιογραφία

  1. Τα προβληματικά εδάφη και η βελτίωση τους, Π. Κουκουλάκης τ. Αναπληρωτής Ερευνητής ΕΘΙΑΓΕ, ΑΡ. Παπαδόπουλος Τακτικός Ερευνητής ΕΘΙΑΓΕ