Σταμναγκάθι φυτό
Μια ιδιαίτερα επικερδή εναλλακτική καλλιέργεια μπορεί να αποτελέσει το δημοφιλές και νόστιμο φυτό-χόρτο της Κρήτης, το σταμναγκάθι. Το σταμναγκάθι είναι ένα πολυετές αγκαθωτό φυτό, η σπορά του οποίου ξεκινά το φθινόπωρο
Το σταμναγκάθι είναι ένα πολυετές αγκαθωτό φυτό, η σπορά του οποίου ξεκινά το φθινόπωρο
Το σταμναγκάθι είναι ένα είδος άγριου ραδικιού, η εμπορική ζήτηση για το οποίο κρατά σταθερά τις τιμές πώλησής του σε πολύ υψηλά επίπεδα σε σχέση με άλλα είδη χόρτων, ενώ η φήμη του άρχισε τα τελευταία χρόνια να περνά τα σύνορα της χώρας και να αποκτά εξαγωγική προοπτική. Καλλιεργείται ευρέως στην Κρήτη, από όπου και έγινε γνωστό, ωστόσο φαίνεται ότι μπορεί να αναπτύσσεται εξίσου ικανοποιητικά σε παραθαλάσσιες ζώνες αλλά και πλαγιές βουνών και οροπεδίων (πάνω από 1000 μέτρα υψόμετρο) και σε άλλες περιοχές της χώρας. Το σταμναγκάθι συνδυάζει ένα μεγάλο εύρος φαρμακευτικών χρήσεων και είναι γνωστό για τις αντισηπτικές αλλά και τις αντιρρευματικές του ιδιότητες.
Το σταμναγκάθι είναι ένα πολυετές αγκαθωτό φυτό, η σπορά του οποίου ξεκινά το φθινόπωρο και συγκομίζεται κάθε 40 περίπου μέρες, με την περίοδο παραγωγής να διαρκεί 9 με 10 μήνες.
Η μόνη περίοδος που το σταμναγκάθι έχει φύλλα είναι την άνοιξη. Τότε πρέπει να κοπεί όλο το κλαρί, δηλαδή ο θαμνίσκος, για να καθαριστεί.
Τον πρώτο χρόνο το φυτό σχηματίζει ρόδακα με τα φύλλα του, ενώ ο βλαστός του, που αναπτύσσεται προς τα επάνω, γίνεται αγκάθι. Ετσι, σιγά σιγά μετατρέπεται σε έναν μικροσκοπικό θάμνο, όπου ανάμεσα στα αγκάθια κάνει κάθε χρόνο τα φύλλα του. Το βιομηχανικό σπανάκι σπέρνεται δύο φορές τον χρόνο και για κάθε σπορά πραγματοποιούνται δύο συγκομιδές. Η πρώτη πραγματοποιείται τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο για να δώσει παραγωγή τον Απρίλιο-Μάιο, ενώ
Το βιομηχανικό σπανάκι σπέρνεται δύο φορές τον χρόνο και για κάθε σπορά πραγματοποιούνται δύο συγκομιδές. Η πρώτη πραγματοποιείται τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο για να δώσει παραγωγή τον Απρίλιο-Μάιο, ενώ η δεύτερη τον Ιούλιο-Αύγουστο για να δώσει παραγωγή στο τέλος φθινοπώρου
Το παράδοξο είναι ότι γνήσιο σταμναγκάθι δεν δίνει το φυτό πάνω από 2-3 χρόνια, εξαιτίας όπως λένε οι ειδικοί του γεγονότος ότι η επικονίαση τροποποιεί στο πέρασμα των χρόνων το φύλλωμα.
Πάντως, σε συγκριτικές μελέτες μεταξύ βιολογικής και συμβατικής καλλιέργειας σταμναγκαθιού, δεν βρέθηκαν διαφορές ως προς την ανάπτυξη των φυτών (Ακουμιανάκης 2007), γεγονός που ενδυναμώνει τη βιολογική καλλιέργεια του σταμναγκαθιού. Το σταμναγκάθι παρουσιάζει στοιχεία μεγάλης προσαρμοστικότητας σε συνθήκες έλλειψης εδαφικής υγρασίας καθώς και μεγάλης ικανότητας απορρόφησης νατρίου από το περιβάλλον των ριζών. Χρυσές αποδόσεις για το σταμναγκάθι
Πανεπιστημιακή μελέτη του Γεωπονικού Πανεπιστήμιου κατέδειξε ότι το σταμναγκάθι θαυμάσια μπορεί να καλλιεργηθεί και σε βιολογική καλλιέργεια χωρίς πρόβλημα. Μια πειραματική καλλιέργεια υπό την επίβλεψη καθηγητών του Γεωπονικού Πανεπιστημίου οδήγησε στο συμπέρασμα ότι μπορεί να ανταποκριθεί πλήρως στη βιολογική θρέψη και να ενταχθεί σε ένα πρόγραμμα βιολογικής καλλιέργειας.
Στη μελέτη αναφέρεται ότι μελετήθηκε η επίδραση οργανικής και ανόργανης θρέψης σε καλλιέργεια σταμναγκαθιού. Τα φυτά αναπτύχθηκαν από σπόρο που συλλέχθηκε από προηγούμενη καλλιέργεια στο εργαστήριο των κηπευτικών καλλιεργειών και η ανάπτυξη των φυτών έγινε σε τεχνητό υπόστρωμα τύρφης και περλίτη.
Εφαρμόστηκαν δύο διαφορετικές μεταχειρίσεις θρέψης των φυτών, οι οποίες αντιστοιχούσαν στη χορήγηση ίσων ποσοτήτων θρεπτικών στοιχείων είτε μέσω συμβατικών υδατοδιαλυτών λιπασμάτων είτε μέσω συνδυασμού οργανικών λιπασμάτων με συμβατό με τη βιολογική γεωργία ανόργανο λίπασμα.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι δεν υπήρξε διαφοροποίηση στην ανάπτυξη των φυτών μεταξύ των δύο επεμβάσεων. Το σταμναγκάθι αντιδρά εξίσου καλά και στις δύο μορφές λίπανσης, ενώ δείχνει στοιχεία μεγάλης προσαρμοστικότητας σε συνθήκες έλλειψης εδαφικής υγρασίας καθώς και μεγάλης ικανότητας απορρόφησης νατρίου από το περιβάλλον των ριζών.
Το σταμναγκάθι είναι γνωστό ως τροφή αλλά και ως βότανο από την αρχαιότητα. Οι Αιγύπτιοι το γνώριζαν ήδη από την 4η χιλιετία π.Χ. Στην Ελλάδα οι προσπάθειες καλλιέργειας φαίνεται να άρχισαν τη δεκαετία του 1920. Και σίγουρα οι πρώτοι που το επιχείρησαν αυτό ήταν κάτοικοι από τα χωριά της Γραμβούσας Κισσάμου στον νομό Χανίων. Υψηλά κέρδη για τους παραγωγούς
Καθαρά κέρδη που φθάνουν να ξεπερνούν τις 4.000 ευρώ ανά στρέμμα σε ετήσια βάση αποδίδει το περιζήτητο σταμναγκάθι, που κάνει θραύση στην εγχώρια αγορά παρά την υψηλή τιμή του, ενώ αξιοσημείωτη είναι και η ζήτηση για το προϊόν από χώρες του εξωτερικού, όπως η Γαλλία. Η στρεμματική απόδοση του πασίγνωστου αυτού χόρτου υπολογίζεται σε 2 και πλέον τόνους κατ΄ έτος, με την τιμή παραγωγού να κινείται στα επίπεδα των 3-3,5 ευρώ το κιλό. Με το κόστος παραγωγής να φθάνει το 1 ευρώ ανά κιλό, το καθαρό κέρδος για τον παραγωγό υπολογίζεται σε 2 ευρώ περίπου ανά κιλό.
Αξιοσημείωτη βέβαια είναι και η τεράστια ψαλίδα στην τιμή παραγωγού και τη λιανική τιμή πώλησης που ξεπερνάει σε κάποιες περιπτώσεις και τα 10 ευρώ. Γεγονός που αποδεικνύει το σκάνδαλο κερδοσκοπίας στην αγορά που συντηρούν οι μεσάζοντες εις βάρος των παραγωγών και των καταναλωτών. Παρ' όλα αυτά όμως, παραμένει ένα προϊόν που εξασφαλίζει υψηλά κέρδη στους καλλιεργητές. Οπως αναφέρει στις «Επαγγελματικές Ευκαιρίες» ο Γιάννης Κουρτάκης, παραγωγός από τον Κίσσαμο Χανίων, που μεταξύ άλλων καλλιεργεί και σταμναγκάθι, «είναι ένα εύκολο στην καλλιέργεια προϊόν, που έχει αποκτήσει μια δυναμική τα τελευταία χρόνια στην εγχώρια αγορά και διαθέτει εξαγωγική προοπτική. Το τελευταίο διάστημα υπάρχει ζήτηση για σταμναγκάθι από χώρες της Ευρώπης όπως η Γαλλία».
Η ζήτηση, τα έσοδα και οι δαπάνες
Διάθεση - Ζήτηση: Η ομάδα των παραγωγών υπογράφει συμβόλαια κάθε καλλιεργητική περίοδο με εταιρεία εμπορίας κατεψυγμένων λαχανικών, η οποία αναλαμβάνει τη συγκομιδή της καλλιέργειας. Τα τελευταία χρόνια, η ζήτηση των κατεψυγμένων λαχανικών αυξάνεται τόσο στην εγχώρια όσο και στη διεθνή αγορά, ως συνέπεια του σύγχρονου τρόπου ζωής των ανθρώπων.
Απόδοση: Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της επιτόπιας έρευνας, τα οποία αφορούν την καλλιεργητική περίοδο 2007, η μέση στρεμματική απόδοση ήταν 1.967 κιλά ανά στρέμμα με κατώτερη τιμή 1.800 κιλά ανά στρέμμα και ανώτερη 2.100 κιλά ανά στρέμμα.
Κόστος παραγωγής: Στις συνολικές παραγωγικές δαπάνες, το μεγαλύτερο ποσοστό καταλαμβάνουν το κεφάλαιο (81,11%) (70,8% μεταβλητό κεφάλαιο και 29,2% σταθερό κεφάλαιο) και οι δαπάνες του εδάφους (17,3%), ενώ η εργασία συμμετέχει σε πολύ μικρό ποσοστό (1,58%). Το κόστος του εισαγόμενου από την Ιταλία σπόρου ανέρχεται στα 61 ευρώ ανά στρέμμα. Το μέσο κόστος παραγωγής ανέρχεται στα 0,19 ευρώ ανά στρέμμα με μέγιστη τιμή 0,21 ευρώ ανά στρέμμα και ελάχιστη τιμή 0,18 ευρώ ανά στρέμμα. Για να είναι βιώσιμη η καλλιέργεια, η τιμή πώλησης του προϊόντος θα πρέπει να είναι πάνω από 0,10 ευρώ ανά κιλό, έτσι ώστε να μπορούν να καλυφθούν οι μεταβλητές δαπάνες παραγωγής του προϊόντος. [1]