Προκαρυωτική ασθένεια μηλοειδών Βακτηριακό κάψιμο
Η ασθένεια των μηλοειδών, που είναι γνωστή σαν «βακτηριακό κάψιμο» αποτελεί ένα σημαντικό και με μεγάλη οικονομική σημασία πρόβλημα για τις καλλιέργειες της μηλιάς και αχλαδιάς. Η ασθένεια προσβάλλει και την κυδωνιά καθώς και πολλά είδη καλλωπιστικών και αυτοφυών δένδρων και θάμνων της υποοικογένειας Pomoidae των Rosaceae.
Το βακτηριακό κάψιμο εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη χώρα μας το 1984 σε λίγα δένδρα αχλαδιάς ποικιλίας Passe Crassane στην περιοχή Αρκαδίας. Την άνοιξη του επομένου χρόνου η ασθένεια εμφανίσθηκε σε λίγα δέντρα απιδιάς ποικιλίας Κοντούλας στο χωριό Καραβάδος Κεφαλληνίας και σε μεγαλύτερη έκταση επίσης σε αχλαδιές τον ίδιο χρόνο, στην περιοχή Ρεθύμνου στην Κρήτη και σε μία περιοχή του νομού Καβάλας. Το 1986 η ασθένεια εμφανίστηκε και στη Μυτιλήνη (απιδιά ποικιλιών Κοντούλα, Κρυστάλλι και Αχτσές)
Μια πολύ σοβαρή και αιφνίδια επιδημία της ασθένειας παρουσιάσθηκε την άνοιξη του 1987 σε πολλά δενδροκομεία απιδιάς αλλά και μηλιάς και κυδωνιάς σε πολλές περιοχές της ηπειρωτικής χώρας. Η επιδημία εμφανίσθηκε αρχικά σε περιοχές του νομού Λαρίσης και στη συνέχεια στο νομό Μαγνησίας και σε αρκετούς άλλους νομούς της Ελλάδας. Πολλά δενδροκομεία αχλαδιάς που αποτελούνταν από τις ευαίσθητες ποικιλίες Passe Crassane, Κοντούλα και Santa Maria καταστράφηκαν ολοσχερώς μέσα σε μία ή δύο καλλιεργητικές περιόδους.
Τα πλέον χαρακτηριστικά συμπτώματα της αρρώστιας είναι το μαύρισμα των ταξιανθιών, των φύλλων και των βλαστών που μοιάζουν σα να έχουν ζημιωθεί με φωτιά και δικαιολογούν την κοινή ονομασία της ασθένειας κάψιμο.
Οι μολύνσεις αρχίζουν συνήθως από τα άνθη την άνοιξη. Παρουσιάζουν μια υδατώδη εμφάνιση, βαθύ πράσινο χρώμα και σύντομα γίνονται καστανά μέχρι μαύρα, μαραίνονται, συρρικνώνονται και ξεραίνονται. Πολλές φορές οι μολύνσεις αρχίζουν και από τους τρυφερούς βλαστούς. Οι προσβεβλημένοι βλαστοί μαραίνονται στην κορυφή, κάμπτονται, αρχικά είναι υδατώδεις και πράσινοι σκούροι ενώ αργότερα γίνονται καστανοί μέχρι μαύροι και ξεραίνονται. Ο φλοιός στις προσβεβλημένες περιοχές παίρνει χρώμα βαθύ πράσινο ή καστανό συχνά υδατώδους εμφανίσεως.
Με υγρό και ζεστό καιρό από τους προσβεβλημένους ιστούς βγαίνει κολλώδης βακτηριακή εξίδρωση με μορφή υπόλευκων ή κεχριμπαρένιων σταγόνων, που τρέχουν στην επιφάνεια των ανθέων, βλαστών ή κλάδων. Όταν η προσβολή εξαπλωθεί στον κορμό και τους μεγάλους βραχίονες μπορεί να προκαλέσει την ξήρανση του δένδρου ακόμη και μέσα σε μία βλαστική περίοδο. Οι προσβεβλημένοι καρποί παρουσιάζουν μια καστανή μέχρι μαύρη ξηρή σήψη, που συχνά καλύπτεται από κολλώδεις σταγόνες βακτηριακής εξίδρωσης, συρρικνώνονται, παραμένουν στο δέντρο και μουμιοποιούνται.
Η ασθένεια προκαλείται από το βακτήριο Erwinia amylovora. Έχει άριστη θερμοκρασία αναπτύξεως 25-27oC. Το παθογόνο διαχειμάζει μέσα στα έλκη των κλάδων των προσβεβλημένων καλλιεργούμενων και αυτοφυών ή καλλωπιστικών φυτών. Την άνοιξη και με υγρό καιρό, από τα έλκη βγαίνει βακτηριακό έκκριμα με μορφή παχύρρευστων σταγόνων το οποίο αποτελεί τα μολύσματα για τις πρωτογενείς προσβολές των ανθέων και των τρυφερών βλαστών κατά τη νέα βλαστική περίοδο. Η μεταφορά των μολυσμάτων στους ευπαθείς ιστούς γίνεται με τη βροχή, τον άνεμο, τα έντομα και τον άνθρωπο (τα εργαλεία καλλιέργειας). Η είσοδος των βακτηρίων στα άνθη γίνεται από τα νεκτάρια ή τα στόματα, ενώ στους τρυφερούς βλαστούς τα βακτήρια μπαίνουν από τα στόματα ή τα υδατώδη των φύλλων και από πληγές που δημιουργούνται από τον δυνατό άνεμο ή από χαλάζι ή τα έντομα.
Η μετάδοση της ασθένειας σε αμόλυντες περιοχές και χώρες γίνεται κυρίως με μολυσμένο πολλαπλασιαστικό υλικό. Η διαπίστωση της παρουσίας του παθογόνου σε φυτικό υλικό χωρίς εμφανή συμπτώματα είναι αρκετά δύσκολη και γίνεται μόνο από ειδικά εργαστήρια (μέθοδος PCR).