Δονακίωση

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Η Δονακίωση (Vibriosis) είναι ένα από τα σημαντικότερα νοσήματα των ιχθύων και προκαλείται απο βακτηρίδια του γένους Vibrio. Η Δονακίωση από V. Anguillarum είναι ιδιαίτερα καταστροφική για τις θαλάσσιες καλλιέργειες των σαλμονιδών. Οι απώλειες από τη νόσο είναι τόσο σημαντικές, ώστε το V. Anguillarum να θεωρείται ο σημαντικότερος ανασταλτικός παράγοντας για τις θαλάσσιες ιχθυοκαλλιέργειες.

Ο όρος Δονακίωση χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει μολύνσεις που σχετίζονται με το V. Anguillarum, αλλά και το V. ordalii και άλλα είδη Vibrio μπορούν να προκαλέσουν παρόμοια κλινικά συμπτώματα νόσου σε άγρια και εκτρεφόμενα ψάρια σε όλο τον κόσμο.

Η Δονακίωση προσβάλλει τα άγρια και καλλιεργούμενα θαλάσσια ψάρια των αλμυρών και υφάλμυρων, κυρίως στα ρηχά νερά κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου. Το V. Anguillarum αποτελεί τμήμα της φυσιολογικής μικροχλωρίδας του υδάτινου περιβάλλοντος, σε ιδιαίτερη συσχέτιση με τα τροχόζωα και παρουσιάζει μέγιστους και ελάχιστους πληθυσμούς το καλοκαίρι και το χειμώνα αντίστοιχα. Αποδείχθηκε πειραματικά ότι μπορεί να επιβιώσει για παατεταμένες χρονικές περιόδους στο θαλασσινό νερό.

Αναφέρεται χαρακτηριστικά επιβίωσή του πάνω από 50 μήνες. Το βακτηρίδιο μπορεί επίσης να αποτελεί μέρος της φυσιολογικής μικροχλωρίδας των θαλάσσιων ιχθύων.

Φυσική δεξαμενή για το V. Anguillarum πιστεύεται ότι αποτελούν τα άγρια ψάρια, που σιτίζονται γύρω από τις ιχθυοκαλλιέργειες. Η επαφή των ψαριών μεταξύ τους φαίνεται να αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την εξάπλωση του βακτηριδίου. Ωστόσο, έχει αποδειχθεί ότι το V. Anguillarum ανευρίσκεται επίσης φυσιολογικά και στην τροφή των καλλιεργούμενων και άγριων υγιών ιχθύων. Έτσι το ψάρι είναι συνεχώς εκτεθειμένο στην παρουσία του βακτηριδίου και με την επικράτηση ειδικών συνθηκών ο κύκλος της ασθένειας ξεκινάει.

Στο ερώτημα για την προέλευση του μολυσματικού παράγοντα στην περίπτωση της Δονακίωσης, έχουν διατυπωθεί δύο θεωρίες. Η πρώτη υποστηρίζει ότι η ασθένεια ξεκινά από μια μεταβολή στην ισορροπία μεταξύ ξενιστή και βακτηριδίου, το οποίο φυσιολογικά υπάρχει συμβιωτικά ως μέλος της ενδογενούς μικροχλωρίδας, αλλά είναι ικανό να εκμεταλλευτεί την εξασθένιση του αμυντικού συστήματος του ξενιστή. Μεγάλος αριθμός διαφορετικών στελεχών βακτηριδίων, από είδη γνωστά για τη σημασία τους στην πρόκληση ασθενειών, έχουν απομονωθεί κατά την περιγραφή της φυσιολογικής μικροχλωρίδας του εντέρου και του δέρματος υγιών ιχθύων. Μόνο μια μικρή αναλογία από τα στελέχη αυτά ανήκουν αναμφίβολα στα V. Anguillarum και V. ordalii. Αυτό όμως το μικρό ποσοστό μπορεί να αποτελεί αποθήκη δυνητικά παθογόνων βακτηριδίων. Προσπάθειες πρόκλησης νόσου με τη χρήση συμβιωτικών στελεχών απέβησαν άκαρπες. Από την άλλη, όταν χρησιμοποιήθηκαν βακτηρίδια που είχαν απομονωθεί από περιστατικά ενζωοτίας Δονακίωσης προκλήθηκε νόσος στο ίδιο είδος ξενιστών, ενώ η κατάσταση ήταν διάφορη όταν χρησιμοποιήθηκαν διαφορετικά είδη ψαριών, καταδεικνύοντας κάποιου βαθμού ειδικότητας του ξενιστή. Από τη μια η ειδικότητα μπορεί να λειτουργεί ως φραγμός στη μόλυνση, που μειώνει την πιθανότητα τα καλλιεργούμενα είδη να μολύνονται από άγριους πληθυσμούς, από την άλλη τα συμβιωτικά για ένα είδος στελέχη μπορεί να είναι παθογόνα για άλλο.

Η δεύτερη υποστηρίζει ότι τα στελέχη που προκαλούν ασθένεια είναι περισσότερο ειδικοί μολυσματικοί παράγοντες, που μεταδίδονται από ένα μολυσμένο πληθυσμό σε άλλο και μολονότι σχετίζονται στενά είναι διάφορα από τα αντίστοιχα συμβιωτικά. Κάθε επαφή με το θαλάσσιο περιβάλλον εκθέτει τους πληθυσμούς των ψαριών στα θαλάσσια δονάκια που βρίσκονται παντού, συμπεριλαμβανομένου και του δυνητικά παθογόνου τμήματός τους. Η έναρξη της μόλυνσης από το φυσικό περιβάλλον συμπληρώνεται απο διάφορες πηγές, όπως το τάισμα με ελλιπώς επεξεργασμένα νεκρά από Δονακίωση ψάρια σε ιχθυοκαλλιέργειες, μετάδοση μέσω πουλιών από μολυσμένη σε υγιή εκτροφή ή μη επιτήρηση της καθιερωμένης διαδικασίας απομόνωσης.

Είναι πιθανό ότι τόσο η διάσπαση της συμβίωσης βακτηριδίου-ξενιστή, όσο και η μολυσματική εξάπλωση ειδικών παθογόνων στελεχών, αποτελούν τμήματα της επιζωοτολογίας της Δονακίωσης. Τα περιστατικά μπορεί να εκκινούν, είτε από την τυχαία συνεύρεση ενός ευαίσθητου ξενιστή με ένα παθογόνο στέλεχος στο περιβάλλον, είτε από την αποτυχία ενός ξενιστή να καταστείλει ένα συμβιωτικό στέλεχος που μπορεί να είναι δυνητικά παθογόνο.

Ο τρόπος μετάδοσης επίσης από ένα άτομο σε άλλο δεν είναι ξεκάθαρος. Όταν κάποια άτομα σε μία εγκατάσταση εκτροφής ψαριών μολυνθούν, το περιβάλλον γίνεται ταχύτατα έντονα μολυσμένο οπότε το νερό, η λάσπη και ειδικά τα φίλτρα είναι πλούσια πηγή δονακίων. Τα μολυσμένα άτομα εκκρίνουν ζωντανά βακτηρίδια στα κόπρανά τους και πιθανά διαμέσου και των πόρων του δέρματος της κοιλιακής κοιλότητας. Η πρόσληψη μολυσμένων υλικών, ειδικά κοπράνων, και η είσοδος των βακτηριδίων από διάφορες θέσεις της επιφάνειας του σώματος είναι οι δύο προφανείς οδοί μετάδοσης.

Η θερμοκρασία άνω των 10oC και η ποιότητα του νερού, η μεγάλη ιχθυοπυκνότητα, η παρουσία δερματικών αλλοιώσεων, η λοιμογόνος δύναμη του στελέχους και η επίδραση παραγόντων καταπόνησης στα ψάρια, αποτελούν σημαντικές συνιστώσες, που επηρεάζουν την έναρξη της εκδήλωσης μιας επιζωοτίας.

Ένα σημαντικά ευρύ φάσμα τροπικών και εύκρατων καλλιεργούμενων ψαριών προσβάλλεται από την ασθένεια. Στην Ιαπωνία και σε περιοχές της Νοτίου Αμερικής και της Ευρώπης είναι η πλέον καταστροφική οικονομικά, μολυσματική νόσος στις θαλάσσιες ιχθυοκαλλιέργειες, ενώ προσβάλλει ευρέως και καλλιεργούμενα σε γλυκά νερά είδη. Αν και ταξινομικά το V. Anguillarum ανήκει στα αλλόφιλα δονάκια και θεωρείται γενικά θαλάσσιος οργανισμός, πειραματικές ερευνες πραγματοποιήθηκαν συχνά σε ιριδίζουσα πέστροφα σε γλυκά ή υφάλμυρα ύδατα. Καμία σημαντική διαφορά δε διαπιστώθηκε στην παθολογία της νόσου ή τη λοιμογόνο δύναμη του βακτηριδίου κατά τη σύκγριση μοντέλων σε θαλάσσια και γλυκά νερά.

Η Δονακίωση από V. Anguillarum προσβάλλει στη Νότια Ευρώπη κυρίως το λαβράκι και το καλκάνι.

Διάγνωση

Η διάγνωση της Δονακίωσης επιτυγχάνεται με την απομόνωση και ταυτοποίηση του παθογόνου στελέχους. Για την ταυτοποίηση του V. Anguillarum έχουν χρησιμοποιηθεί ειδικά καλλιεργητικά υποστρώματα, η δοκιμή ευαισθησίας στον παράγοντα Ο/129, σειρές βιοχημικών δοκιμών, ορολογικές μέθοδοι, μονοκλωνικά αντισώματα, υβριδισμός με ειδικά ολιγονουκλεοτίδια για την 5S και την 16S υπομοναδα του ριβοσωμικού ριβοζονουκλεϊκού οξέος και τέλος η αλυσιδωτή αντίδραση της πολυμεράσης.