Διατροφή υψιπαραγωγών αγελάδων
Η διατροφή των υψιπαραγωγών αγελάδων απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή γιατί είναι ζώα υψηλής αξίας, αλλά και υψηλών απαιτήσεων. Η κάλυψη των αναγκών τους σε θρεπτικά συστατικά και κυρίως σε ενέργεια, μέσα στα όρια της καταναλισκόμενης ΞΟ, είναι δύσκολη. Στα ζώα αυτά επιδιώκεται μεγιστοποίηση της καταναλισκόμενης ποσότητας ΞΟ μέχρι και ποσοστού 4% του ΣΒ, ποσοστό που μπορεί να επιτευχθεί εφόσον η πεπτικότητα της ΞΟ είναι περί το 75% και το σιτηρέσιο διαθέσιμο καθόλο το 24ωρο. Ο εφοδιασμός των ζώων με ευζύμωτους υδατάνθρακες και αζωτούχες ουσίες πρέπει να είναι επαρκής για υψηλή παραγωγή μικροβιακής πρωτεΐνης. Η ενδεδειγμένη αναλογία ζυμωθείσας: μη ζυμωθείσα πρωτεΐνη είναι 40:60, ενώ η χορηγούμενη ποσότητα ουρίας κυμαίνεται μεταξύ 45 και 90 g ανά αγελάδα ημερησίως. Αυξημένη χορήγηση προστατευμένης πρωτεΐνης οδηγεί σε μειωμένη παραγωγή μικροβιακής πρωτεΐνης και μη κάλυψη των αναγκών των αγελάδων σε πρωτεΐνη.
Οι χρησιμοποιούμενες ΧΖ πρέπει επίσης να είναι άριστης ποιότητας ώστε τελικά να εξασφαλίζεται στο υγρό της μεγάλης κοιλίας ρΗ> 6,2 και λόγος οξικού: προπιονικό>2,2. Όταν ικανοποιούνται οι δύο αυτές προϋποθέσεις εξασφαλίζεται η κανονική λιποπεριεκτικότητα του γάλακτος (>3,5%). Η μείωση του μεγέθους των τεμαχιδίων των ΧΖ επιφέρει αύξηση του προπιονικού οξέος στους προστομάχους, η οποία προκαλεί αύξηση της συγκέντρωσης της γλυκόζης του αίματος και αύξηση της ινσουλίνης, η οποία ευνοεί τη σύνθεση του σωματικού λίπους αντί της σύνθεσης λίπους του γάλακτος, με τελικό αποτέλεσμα τη μειωμένη λιποπεριεκτικότητα του γάλακτος. Επειδή δε, επιπλέον, το ποσοστό του σιτηρεσίου σε ΑDF επηρεάζει την πεπτικότητα και το ποσοστό σε ΝDF την κατανάλωση των ΧΖ, πρέπει τα ποσοστά αυτά να είναι τα ενδεδειγμένα και το 75% του ΝDF να προέρχεται από ΧΖ (γιατί το ΝDF των ΧΖ είναι αποτελεσματικότερο του ΝDF των υποπροϊόντων των γεωργικών βιομηχανιών). Κατά την πρώτη φάση της γαλακτικής περιόδου επιδιώκεται ελάχιστη απώλεια ΣΒ και καλή σωματική κατάσταση των αγελάδων, για να μην καθυστερήσει η εκδήλωση του πρώτου μετά τον τοκετό οίστρου. Αυτό αντιμετωπίζεται με χορήγηση ισόρροπου σιτηρεσίου απλής διατροφής σε 5-6 γεύματα την ημέρα (διαθέσιμη τροφή στα ζώα σχεδόν καθόλο το 24ωρο).
Η απαιτούμενη αύξηση της ενεργειακής πυκνότητας του σιτηρεσίου επιτυγχάνεται με χρήση προστατευμένου λίπους σε ποσοστό που δεν πρέπει να ξεπερνά το 7% της συνολικής ΞΟ του σιτηρεσίου. Στην περίπτωση δε που το χρησιμοποιούμενο λίπος περιέχει μη προστατευμένα λιπαρά οξέα μακράς αλύσου απαιτείται αύξηση του χορηγούμενου Ca και Μg κατά 20-30% των αναγκών των ζώων. Αντί προστατευμένων λιπών μπορούν βέβαια να χρησιμοποιηθούν και ελαιούχα σπέρματα σε ποσότητα τέτοια που το λίπος των σπερμάτων να μην ξεπερνά τα 500 g.ημ-1 ανά αγελάδα. Η προσθήκη όμως λίπους στα σιτηρέσια των αγελάδων απαιτεί και χρησιμοποίηση πρωτεϊνών χαμηλής ζυμωτικότητας.
Για να βελτιωθεί η χρησιμοποίηση του μη πρωτεϊνικής φύσης αζώτου (ΜΠΦΝ) αλλά και των αζωτούχων ουσιών γενικότερα, πρέπει να μειωθεί ο συντελεστής ζυμωτικότητας των πρωτεϊνών. Η μείωση αυτή γίνεται με διάφορους τρόπους οι κυριότεροι των οποίων είναι:
- Ο συνδυασμός ζωοτροφών του σιτηρεσίου με βάση το συντελεστή ζυμωτικότητας των πρωτεϊνών τους.
- Η μετουσίωση των πρωτεϊνών των ζωοτροφών χωρίς να μειωθεί η πεπτικότητά τους. Η μετουσίωση γίνεται είτε με ελεγχόμενη θέρμανση των ζωοτροφών, είτε με κατεργασία με φορμαλδεΰδη ή ταννίνες.
- Η επιβράδυνση της υδρόλυσης του ΜΠΦΝ. Η ουρία για παράδειγμα αναμιγνύεται σε ποσοστό 5% με άλεσμα δημητριακών καρπών ή άμυλο και το μείγμα υφίσταται θερμική κατεργασία υπό πίεση. Η βιολογική αξία των πρωτεϊνών του σιτηρεσίου μπορεί ακόμα να βελτιωθεί με προσθήκη των οριακών αμινοξέων (κυρίως λυσίνη, μεθειονίνη) σε προστατευμένη μορφή, με τελικό αποτέλεσμα, σε πολλές περιπτώσεις, την αύξηση της παραγόμενης ποσότητας γάλακτος.