Ασθένειες αμπέλου
Ιολογικές ασθένειες αμπέλου
Μολυσματικός εκφυλισμός αμπέλου
Η ασθένεια είναι ευρύτατα διαδεδομένη στις πιο πολλές χώρες του κόσμου που καλλιεργούνται αμπέλια και προξενεί πολλές ζημιές. Τα πρέμνα που έχουν προσβληθεί παρουσιάζουν μια συνεχή μείωση της παραγωγικότητάς τους μέχρι σχεδόν πλήρους ακαρπίας. Η ποιότητα των σταφυλιών είναι χαμηλή λόγω καρπόπτωσης. Τα προσβεβλημένα πρέμνα έχουν μικρότερη ανάπτυξη και ριζικό σύστημα απ’ ότι τα υγιή, μειωμένη παραγωγικότητα και μικρότερη διάρκεια ζωής. Τα κυριότερα συμπτώματα είναι τα ακόλουθα: Στις κληματίδες εμφανίζονται διπλοί κόμβοι και περισσότεροι πλάγιοι βλαστοί και έτσι αποκτά το πρέμνο μορφή θάμνου. Στα φύλλα εμφανίζονται διάφορες παραμορφώσεις όπως είναι η ακανόνιστη διάταξη των νεύρων του ελάσματος, ώστε τα φύλλα να μοιάζουν με βεντάλια. Τα πρωτογενή συμπτώματα στα φύλλα είναι διαφορετικά και συνίσταται στην εμφάνιση χλωρωτικών κηλίδων. Ο αριθμός και το μέγεθος των σταφυλιών είναι μικρότερος απ΄ ότι των υγιών πρέμνων. Οι ράγες πολύ συχνά πέφτουν ή παραμένουν μικρές και χωρίς σπέρματα. Παρατηρείται επίσης ανισορραγία. Ο ιός προσβάλλει όλες τις ποικιλίες του Vitis Vinifera. Ο ιός δεν μεταδίδεται με το σπόρο της αμπέλου. Η μετάδοση του ιού στον αμπελώνα γίνεται από το έδαφος με τους νηματώδεις Xiphinema index και Xiphinema italiae. Οι ζωϊκοί αυτοί φορείς προσλαμβάνουν τον ιό μετά από διατροφή στις ρίζες μολυσμένων πρέμνων και τον μεταδίδουν, μέσω των ριζών επίσης, στα υγιή πρέμνα. Οι νηματώδεις διατηρούν την μολυσματικότητά τους επί μήνες και κινούνται αργά μέσα στο έδαφος. Η μετάδοση του ιού σε μεγάλες αποστάσεις και σε αμόλυντους αγρούς γίνεται με το μολυσμένο πολλαπλασιαστικό υλικό (μοσχεύματα, εμβόλια, έρριζα υποκείμενα). Για την καταπολέμηση της ασθένειας χρησιμοποιούμε 3 τρόπους:
- Χρησιμοποίηση υγιούς πολλαπλασιαστικού υλικού.
- Σε περιπτώσεις που το έδαφος είναι μολυσμένο συνιστάται, πρό της εγκαταστάσεως του νέου αμπελώνα, αγρανάπαυση 10 ετών.
- Η χρησιμοποίηση ανθεκτικών υποκειμένων ή ποικιλιών.
Καρούλιασμα των φύλλων αμπέλου
Στην Ελλάδα έχουν παρατηρηθεί συμπτώματα καρουλιάσματος των φύλλων σε αμπέλι από το 1969 στη Λυκόβρυση Αττικής, ενώ στη συνέχεια εμφανίστηκαν και σε αμπελώνες της Θεσσαλίας και της Βόρειας Ελλάδας. Είναι σοβαρή ασθένεια γιατί μειώνει την ποιότητα και ποσότητα των παραγόμενων σταφυλιών, καθώς και η ευρωστία των πρέμνων είναι μειωμένη. Τα συμπτώματα είναι περισσότερο εμφανή στις έγχρωμες ποικιλίες και εμφανίζονται αναλόγως των κλιματολογικών συνθηκών, στις αρχές Ιουνίου ή τον Ιούλιο – Αύγουστο. Τα φύλλα καρουλιάζουν προς τα κάτω και παίρνουν από τη βάση της κλιματίδας έως και την κορυφή ερυθρό μεταχρωματισμό στις ερυθρές ποικιλίες ή κίτρινο μεταχρωματισμό σε λευκόκαρπες. Το έλασμα των φύλλων γίνεται παχύτερο του κανονικού. Το φθινόπωρο σε μερικά από τα εντόνως προσβεβλημένα φύλλα εμφανίζονται νεκρωτικές περιοχές στην πάνω επιδερμίδα του ελάσματος που θυμίζουν την περίπτωση τροφοπενίας καλίου. Συχνά οι ράγες προσβεβλημένων φυτών ωριμάζουν αργά και ακανόνιστα. Η ασθένεια αποδίδεται σε διάφορους ιούς του γένους Closterovirus.
Μέχρι σήμερα έχουν αναφερθεί οκτώ ορολογικά διαφορετικοί ιοί του γένους Closterovirus να προσβάλλουν το αμπέλι και οι οποίοι σχετίζονται με την ασθένεια της συστροφής των φύλλων. Πρόσφατα ένας νέος clostero-ιός με 74% ομολογία νουκλεοτιδίων και μικρή ορολογική σχέση με τον GLRaV-2 απομονώθηκε από πρέμνο της ποικιλίας Redglobe στην Καλιφόρνια. Ορολογική συγγένεια, με τη χρήση μονοκλωνικών αντισωμάτων, έχει επίσης βρεθεί μεταξύ των GLRaV-1 και -3, όπως και μεταξύ των GLRaV-4, -5, και -8. Μέχρι στιγμής μόνο οι GLRaV-1, -3 και -7 θεωρούνται αυθεντικά παθογόνα αίτια της ασθένειας αφού έχει αποδειχθεί ότι μπορούν να προκαλέσουν από μόνοι τους τα τυπικά συμπτώματα της ασθένειας. Επιπλέον ο GLRaV-2, έχει σχέση με την εκδήλωση ασυμφωνίας εμβολίου-υποκειμένου στο υποκείμενο Kober 5BB. Στη χώρα μας έχουν εντοπιστεί οι GLRaV-7, και GLRaV-1 και -3 όπου σε δείγματα με χαρακτηριστικά συμπτώματα της ασθένειας το 42,4% ήταν προσβεβλημένο από τον GLRaV-1 και το 47,8 από τον GLRaV-3 ενώ το 9,8% και από τους δύο.
Η ασθένεια μεταδίδεται με εμβολιασμό και όχι μηχανικώς. Ασφαλής διάγνωση της ιώσεως γίνεται με εμβολιασμό στην ποικιλία Cabernet Sauvignon ή Baco blanc. Για την καταπολέμηση χρησιμοποιείται πιστοποιημένο πολλαπλασιαστικό υλικό (εμβόλια, υποκείμενα, μοσχεύματα).
Βοθρίωση του ξύλου της αμπέλου
Στην Ελλάδα παρατηρήθηκε στις ποικιλίες Όψιμο Εδέσσης, Κορινθιακή, Ραζακί και Ροδίτης σε διαφόρους αμπελώνες της Μακεδονίας, Λαρίσης, Μαγνησίας και Πελοποννήσου. Το χαρακτηριστικό σύμπτωμα της ασθένειας είναι η εμφάνιση αυλακώσεων και βοθρίων επί του ξύλου του κορμού, που αποκαλύπτονται μετά την αφαίρεση του φλοιού. Το σύμπτωμα της ασθένειας εμφανίζεται κυρίως στα αμερικάνικα υποκείμενα των πρέμνων. Η ασθένεια δεν εμφανίζει τυπικά συμπτώματα σε πολλές ευρωπαϊκές ποικιλίες (π.χ Ροδίτης). Στις ευπαθείς ποικιλίες όπως είναι το Ραζακί το σύμπτωμα εμφανίζεται στον κορμό των προσβεβλημένων πρέμνων. Τα προσβεβλημένα πρέμνα έχουν μειωμένη ανάπτυξη, αδύνατες κλιματίδες και συχνά δεν παράγουν σταφύλια. Την άνοιξη παρουσιάζουν καθυστέρηση στην έκπτυξη των οφθαλμών. Η ασθένεια προκαλεί νανισμό των πρέμνων, μειωμένη παραγωγή και περιορισμένη διάρκεια ζωής. Η ασθένεια αποδίδεται στον ιό grapevine stem pitting associated closterovirus.
Στίξη της αμπέλου
Η ασθένεια που είναι γνωστή και ως Marbrure, είναι διαδεδομένη σε όλο τον κόσμο. Συμπτώματά της παρατηρήθηκαν πρόσφατα στη Χώρα μας στο υποκείμενο Vitis rupestris και στις ποικιλίες Ραζακί, Ροδίτης και Cardinal. Στις περισσότερες ποικιλίες η ασθένεια δεν εκδηλώνει συμπτώματα. Στα ευαίσθητα υποκείμενα ή ποικιλίες προκαλεί, στα νεαρά και μέσης ηλικίας φύλλα χλωρωτικές κηλίδες μήκους 1–3 mm κατά μήκος των νευρώσεων. Επίσης προκαλεί καρούλιασμα των φύλλων προς τα πάνω και μερικές φορές παραμόρφωση του ελάσματος. Οφείλεται στον ιό grapevine fleck virus, o oποίος εγκαθίσταται στο φλοιό και μεταδίδεται με εμβολιασμό. Η διάγνωση γίνεται με ορολογικές μεθόδους.
Νέκρωση των νεύρων της αμπέλου
Η ασθένεια αυτή της αμπέλου ανακαλύφθηκε στη Γαλλία. Είναι ευρύτατα διαδεδομένη αλλά στις πλείστες ευρωπαϊκές ποικιλίες δεν εμφανίζει συμπτώματα (λανθάνουσα μόλυνση).
Τα χαρακτηριστικά συμπτώματα της ασθένειας εμφανίζονται στο υποκείμενο Vitis rupestris X.V. berlandieri 11 OR και είναι τα ακόλουθα: Καχεκτική βλάστηση και νέκρωση κατά θέσεις των νεύρων των φύλλων της βάσεως των κληματίδων η οποία αργότερα επεκτείνεται και στα νεότερα φύλλα. Το παθογόνο φαίνεται ότι είναι ιός, αλλά δεν έχει ακόμα απομονωθεί.
Γλωσσίδια ή εκφύσεις της αμπέλου
Η ασθένεια αυτή της αμπέλου έχει παγκόσμια εξάπλωση και προσβάλλει πολλές ποικιλίες Vitis vinifera και τα αμερικάνικα υποκείμενα. Στη χώρα μας παρατηρήθηκε στην ποικιλία Ραζακί σε διάφορους αμπελώνες της Κρήτης.
Το χαρακτηριστικό σύμπτωμα της ασθένειας είναι ότι τα κατώτερα φύλλα της κληματίδας είναι μικρά, πολύ παραμορφωμένα (συνήθως έχουν μορφή βεντάλιας) και στην κάτω επιφάνεια του ελάσματος εμφανίζουν πολυάριθμες υπερπλασίες μορφής γλωσσιδίου, θηλής ή λοφίου. Τα γλωσσίδια έχουν ύψος 2-3mm, μήκος 3-5mm ή μεγαλύτερο και συνήθως αναπτύσσονται σε σχεδόν παράλληλη θέση κοντά στα κύρια νεύρα. Τα προσβεβλημένα πρέμνα βλαστάνουν με καθυστέρηση 15-20 ημερών από ότι τα υγιή και παράγουν μικρή και θαμνώδους εμφανίσεως βλάστηση. Η παραγωγή των πρέμνων είναι ελάχιστη. Η ασθένεια αποδίδεται συνήθως σε φυλή του ιού του μολυσματικού εκφυλισμού.
Μη μεταδοτικές ασθένειες
Μυκητολογικές ασθένειες
Περονόσπορος
Ο περονόσπορος αποτελεί τη σπουδαιότερη μυκητολογική ασθένεια της αμπέλου η οποία είναι ευρύτατα διαδεδομένη στις περισσότερες χώρες του κόσμου. Το έτος 1900 σημειώθηκε η πρώτη σοβαρή επιδημία περονόσπορου στην Ελλάδα, η οποία κατέστρεψε τα 2/3 της αναμενόμενης παραγωγής. Από τότε η ασθένεια ενδημεί στη χώρα μας και απειλεί κατά έτος την παραγωγή στις υγρές και με συχνές βροχοπτώσεις περιφέρειες. Οι ξηρές περιοχές δεν κινδυνεύουν από την ασθένεια.
Ο περονόσπορος προσβάλλει όλα τα νέα όργανα του φυτού τα οποία είναι ακόμα πράσινα (φύλλα, νεαρούς βλαστούς, σταφύλια). Τα ξυλοποιημένα όργανα δεν προσβάλλονται. Στα νεαρά φύλλα σχηματίζονται κηλίδες κυκλικές χρώματος ανοιχτού πράσινου ή κιτρινοπράσινου. Επειδή οι κηλίδες δίνουν την εντύπωση «λαδιάς» είναι γνωστές σαν «κηλίδες ελαίου» και εμφανίζονται στην περιφέρεια του ελάσματος. Πάντως πολλές φορές οι κηλίδες μπορεί να καταλάβουν μεγαλύτερη ή ολόκληρη την επιφάνεια των φύλλων. Το κέντρο της κηλίδας αργότερα αποκτά χρώμα καστανό και τελικά αποξηραίνεται και συχνά σχίζεται. Τα έντονα προσβεβλημένα φύλλα αποξηραίνονται και πέφτουν. Εφόσον υπάρχει υψηλή ατμοσφαιρική υγρασία, στην κάτω επιφάνεια του ελάσματος σχηματίζονται οι λευκές χιονώδεις εξανθήσεις των καρποφοριών του μύκητα που βγαίνουν από τα στόματα του φύλλου.
Στα ώριμα και ηλικιωμένα φύλλα ή στα φύλλα των ανθεκτικών ποικιλιών, η εξάπλωση του παθογόνου μέσα στους ιστούς δυσχεραίνεται από τις νευρώσεις του ελάσματος και έτσι σχηματίζονται μικρές, πολυγωνικές κηλίδες διαμέτρου 1–7 mm και χρώματος ανοιχτού πράσινου, κίτρινου, καστανού ή ενδιάμεσων αποχρώσεων. Οι κηλίδες είναι συχνά πολυάριθμες, σχηματίζονται η μια δίπλα στην άλλη, συνήθως κατά μήκος των κεντρικών νευρώσεων και δίνουν την εντύπωση μωσαϊκού. Το σύμπτωμα που προκαλείται ονομάζεται κηλίδες μωσαϊκού ή σταυροβελονιά.
Με πολύ υγρό καιρό, είναι δυνατόν να εμφανιστούν στα φύλλα οι λευκές εξανθήσεις του παράσιτου χωρίς προηγουμένως να έχει σχηματισθεί κηλίδα στο έλασμα.
Οι προσβολές των άνθεων και σταφυλιών εκδηλώνονται με ποικιλία συμπτωμάτων ανάλογα με την εποχή μολύνσεως και του προσβαλλόμενου μέρους. Η μόλυνση μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε σημείο του κεντρικού ή των πλαγίων αξόνων της ταξιανθίας. Από το σημείο της εισόδου το παθογόνο μπορεί να προχωρήσει σε μεγάλο μήκος του άξονα ή να σχηματίσει περιορισμένη κηλίδα. Όταν η μόλυνση γίνει πριν την άνθηση, τα άνθη μαραίνονται και πέφτουν. Τα άνθη μπορεί να μολυνθούν είτε με απευθείας διάτρηση είτε έμμεσα από τον ποδίσκο τους.
Μετά τη γονιμοποίηση οι ράγες μολύνονται μόνο εμμέσως από τον ποδίσκο. Οι νεαρές προσβεβλημένες ράγες έχουν χρώμα καστανοπράσινο, αλλά όταν καλύπτονται από εξανθήσεις που βγαίνουν από σχισμές της επιδερμίδας αποκτούν μια τεφρή απόχρωση. Η ασθένεια σε αυτό το στάδιο λέγεται «τεφρή σήψη». Τα σταφύλια γίνονται όλο και πιο ανθεκτικά στις μολύνσεις καθώς ωριμάζουν. Έτσι στις ράγες που προσβάλλονται αργότερα και μέχρι της εποχής του «γυαλίσματος» η εξάπλωση του παράσιτου γίνεται μόνο στους εσωτερικούς ιστούς της ράγας οι οποίοι αποκτούν χρώμα καστανό και διακρίνονται εξωτερικώς από τη διαφάνεια της υγιούς σάρκας. Οι ράγες αυτές γίνονται δερματώδεις, ζαρώνουν, αποκτούν χρώμα καστανό με πράσινες αποχρώσεις και συχνά πέφτουν. Η μορφή αυτή των συμπτωμάτων ονομάζεται καστανή σήψη και δεν καλύπτεται από εξανθήσεις του μύκητα.
Οι βλαστοί προσβάλλονται όταν είναι νέοι και τρυφεροί και κατά τα έτη που επικρατούν ιδιαίτερα ευνοϊκές συνθήκες για την ασθένεια. Η ασθένεια οφείλεται στον μύκητα Plasmopara viticola. Διαχειμάζει κυρίως με τα ωοσπόρια (εγγενής μορφή), που απαιτούν μια «περίοδο ωρίμανσης» και ελεύθερη υγρασία (σταγόνες νερού π.χ. λόγω βροχής ή άλλης αιτίας) για να βλαστήσουν. Αυτά είναι υπεύθυνα για τις πρωτογενείς μολύνσεις, που ξεκινούν από βλαστούς και φύλλα κοντά στο έδαφος. Ευνοϊκές συνθήκες για μολύνσεις είναι όταν επικρατούν θερμοκρασίες 15-27oC, σχετική υγρασία >85% κι ακολουθήσει βροχή. Το παθογόνο μολύνει τα βλαστικά όργανα του αμπελιού από τα στομάτια και το μυκήλιο αναπτύσσεται στους μεσοκυττάριους χώρους. Εκεί ο μύκητας αναπαράγεται αγενώς, σχηματίζοντας κονίδια. Αυτά μεταφέρονται με τον άνεμο και αποτελούν μολύσματα για την πραγματοποίηση των δευτερογενών μολύνσεων. Προσβάλλουν τα νέα φύλα στο ίδιο ή σε άλλα πρέμνα. Για να είναι επιτυχής η μόλυνση θα πρέπει τα φύλλα να παραμείνουν βρεγμένα για κάποιες ώρες, ανάλογα με την θερμοκρασία.
Κρίσιμη περίοδος για την ανάπτυξη της ασθένειας θεωρείται ο Μάιος, διότι ανεβαίνει η θερμοκρασία, ο μύκητας συμπληρώνει το βιολογικό του κύκλο συντομότερα και προκαλεί πολυάριθμες νέες προσβολές. Επιπλέον, την ίδια περίοδο η βλαστική ανάπτυξη της αμπέλου είναι ταχύτατη, με αποτέλεσμα να σχηματίζει συνεχώς νέους ιστούς, οι οποίοι είναι ευπαθείς στις μολύνσεις. Για την καταπολέμηση της ασθένειας, εκτελούνται προληπτικοί ψεκασμοί με κατάλληλα μυκητοκτόνα αποτελεί τη βάση αντιμετώπισης του περονόσπορου . Για να είναι αποτελεσματικοί αυτοί οι ψεκασμοί θα πρέπει είτε να γίνονται πολύ συχνές επεμβάσεις, ώστε οι συνεχώς σχηματιζόμενοι ευπαθείς ιστοί της αμπέλου να είναι πάντοτε καλυμμένοι με μυκητοκτόνο, είτε να λειτουργεί η λεγόμενη υπηρεσία προειδοποιήσεων στις διάφορες αμπελουργικές περιφέρειες που θα προειδοποιεί τους αμπελουργούς να επέμβουν. Στη χώρα μας η αντιμετώπιση της ασθένειας γίνεται με ένα πρόγραμμα προληπτικών ψεκασμών το οποίο βασίζεται στα στάδια βλάστησης της αμπέλου, τις καιρικές συνθήκες των αμπελουργικών περιοχών και την πορεία της ασθένειας. Έτσι στις περιοχές που δεν υφίσταται συνήθως πρόβλημα (π,χ Αττική), συνιστάται ένας ψεκασμός ασφαλείας όταν οι βότρεις απομακρυνθούν από τα φύλλα που τους περιβάλλουν. Στις περιοχές όπου υφίσταται πρόβλημα (περιοχές με πολύ υψηλή σχετική υγρασία και συχνές βροχοπτώσεις κατά την άνοιξη) συνιστώνται οι ακόλουθοι 4 ψεκασμοί.
- Όταν οι βλαστοί έχουν μήκος 8–10 cm
- Μετά από 10 ημέρες
- Λίγο πριν την άνθηση (στάδιο μούρου)
- Λίγο μετά τη γονιμοποίηση
Σε περιοχές ιδιαίτερα υγρές και έτη εντόνου επιδημίας συνιστάται επίσης η εκτέλεση ενός ψεκασμού με βορδιγάλιο πολτό μετά τον τρυγητό. Κατά τους δύο πρώτους ψεκασμούς πρέπει να αποφεύγονται τα χαλκούχα μυκητοκτόνα γιατί προκαλούν ανάσχεση της βλάστησης.
Ωΐδιο αμπέλου
Το ωΐδιο είναι μία από τις πιο σοβαρές ασθένειες του αμπελιού και είναι διαδεδομένη σε όλες τις αμπελουργικές περιοχές του κόσμου. Για πρώτη φορά η ασθένεια περιγράφηκε στην Βόρεια Αμερική, ενώ στην Ευρώπη εμφανίστηκε το 1845. Στη χώρα μας, όπου καλλιεργείται αμπέλι η ασθένεια είναι γνωστή με πολλά κοινά ονόματα (στάχτωμα, θειαφασθένεια, χολέρα, μπάστρα, μπασαράς).
Προσβάλλονται όλα τα υπέργεια τμήματα του φυτού (βλαστοί, φύλλα, τσαμπιά, κληματίδες). Αρχικά, εμφανίζονται στα φύλλα ασαφείς χλωρωτικές κηλίδες, οι οποίες στη συνέχεια καλύπτονται από λευκό χνούδι (εξάνθιση μύκητα = επιφυτικό μυκήλιο, καρποφορίες, σπόρια). Η προσβολή μπορεί να επεκταθεί και να καλύψει ολόκληρο το έλασμα. Επιπλέον, λόγω της ανάπτυξης του παθογόνου, παρατηρείται κυματοειδής παραμόρφωση της περιφέρειας των φύλλων.
Παρόμοια συμπτώματα και αλλοιώσεις παρατηρούνται στους προσβεβλημένους βλαστούς και στους βότρεις. Επιπλέον, αν η προσβολή γίνει πριν την άνθηση παρατηρείται ανθόρροια.
Οι ράγες των σταφυλιών καλύπτονται και αυτές από τις εξανθήσεις του παθογόνου στα σημεία προσβολής. Εάν οι ράγες προσβληθούν όταν είναι μικρές, ξηραίνονται και πέφτουν. Επιπλέον, η προσβολή στα σταφύλια προκαλεί σχίσιμο των ραγών, οπότε συνήθως ακολουθούν δευτερογενείς προσβολές από άλλα παθογόνα (π.χ. βοτρύτης), που ολοκληρώνουν τη ζημιά στα τσαμπιά. Όταν οι ράγες προσβληθούν μετά το «γυάλισμα» δεν σχίζονται αλλά παρουσιάζουν εσχαρώσεις. Οι ράγες είναι ευπαθείς μέχρι να αποκτήσουν περιεκτικότητα 8% σε σάκχαρο.
Πολύ συχνά παρατηρούνται όψιμες προσβολές στις κληματίδες. Στην αρχή εμφανίζονται οι χαρακτηριστικές κηλίδες του ωϊδίου, οι οποίες στην συνέχεια καλύπτονται από λευκή εξάνθηση. Αργότερα, εξελίσσονται σε κοκκινοκαστανές περιοχές, οι οποίες διακρίνονται και κατά την χειμερινή περίοδο.
Η ασθένεια του ωϊδίου οφείλεται στον ασκομύκητα Uncinula necator (Erysiphacae). Κατά την διάρκεια του χειμώνα, διαχειμάζει μέσα στους οφθαλμούς (μάτια) με τη μορφή μυκηλίου ή σπανιότερα, με τα όργανα αναπαραγωγής του (κλειστοθήκια). Ο μύκητας αναπτύσσεται στην επιφάνεια των φυτικών ιστών (εκτοπαράσιτο), ενώ στέλνει μυζητήρες μέσα στα κύτταρα για να τρέφεται. Η νέα βλάστηση η οποία θα προέλθει από τους προσβεβλημένους οφθαλμούς, καλύπτεται γρήγορα από ένα λευκό χνούδι, όπου ο μύκητας αρχίζει να αναπαράγεται σχηματίζοντας τα σπόριά του (κονίδια). Τα σπόρια μεταφέρονται σε γειτονικούς βλαστούς ή πρέμνα προκαλώντας νέες μολύνσεις. Ιδιαίτερα ευαίσθητοι είναι οι τρυφεροί ιστοί, ενώ συνήθως δεν μολύνει φύλλα ηλικίας μεγαλύτερης των δύο μηνών, εκτός και αν αναπτύσσονται σε πολύ σκιερά μέρη. Στη συνέχεια, προσβάλλονται τα σταφύλια και η ασθένεια εξαπλώνεται σε όλο τον αμπελώνα εφόσον οι συνθήκες είναι ευνοϊκές.
Γενικά, η ασθένεια ευνοείται από θερμό καιρό, όχι όμως και σε θερμοκρασίες μεγαλύτερες από 35oC. Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι ο μύκητας αναπτύσσεται καλύτερα στα σκιαζόμενα μέρη του φυτού, επειδή ο ήλιος περιορίζει την ανάπτυξή του. Για την βλάστηση των σπορίων του δεν είναι απαραίτητη η ύπαρξη νερού επάνω στην φυτική επιφάνεια. Αυτό σημαίνει, ότι ακόμα και σε συνθήκες ξηρασίας είναι δυνατό να ξεκινήσει η μόλυνση.
Η καλύτερη μέθοδος αντιμετώπισης του ωϊδίου είναι η πρόληψη. Η μη έγκαιρη καταπολέμηση μπορεί να προκαλέσει σημαντική μείωση της παραγωγής και υποβάθμιση της ποιότητας του προϊόντος. Για την επιτυχημένη αντιμετώπιση του ωϊδίου συστήνονται εφαρμογές σύμφωνα με το πρόγραμμα Γεωργικών Προειδοποιήσεων ή στο στάδιο των 2-3 φύλλων, λίγο πριν την άνθηση και μετά το δέσιμο, με επαναλήψεις ανάλογα με την πίεση προσβολής. Συμπληρωματικά, συστήνονται καλλιεργητικά μέτρα (σωστό κλάδεμα, κορυφολόγημα, ξεφύλλισμα, ενδεδειγμένη λίπανση με άζωτο) για την αποφυγή δημιουργίας ευνοϊκών συνθηκών για το παθογόνο.
Ίσκα
Είναι διαδεδομένη ασθένεια του ξύλου που προσβάλλει κυρίως πρέμνα ηλικίας 10 ετών και άνω. Αναπτύσσεται συνήθως αργά και έχει ως αποτέλεσμα την σταδιακή ξήρανση των πρέμνων ή σπανιότερα την απότομη ξήρανσή τους (αποπληξία).
Τα πρώτα συμπτώματα εμφανίζονται στα φύλλα συνήθως αργά το καλοκαίρι (Αύγουστο). Αυτά παρουσιάζουν χαρακτηριστικές χλωρώσεις περιφερειακά και μεταξύ των νεύρων, οι οποίες τελικά μετατρέπονται σε νεκρώσεις. Οι προσβεβλημένοι βραχίονες και κεφαλές παρουσιάζουν διογκώσεις λόγω υπερπλασίας των ιστών. Οι οφθαλμοί δεν εκπτύσσονται και μπορεί να ξεραθεί ολόκληρη η κεφαλή. Τα ασθενή πρέμνα ζουν συνήθως μερικά χρόνια, εμφανίζοντας καχεκτική βλάστηση και αποξήρανση ορισμένων κληματίδων. Το πιο χαρακτηριστικό σύμπτωμα της ασθένειας είναι ο κίτρινος μεταχρωματισμός στο εσωτερικό ξύλο (καρδιόξυλο), το οποίο λόγω σήψης γίνεται μαλακό, πορώδες και εύθριπτο. Απότομη ξήρανση των πρέμνων (αποπληξία) μπορεί να επέλθει το καλοκαίρι.
Η ασθένεια, αν και δεν έχει ακόμα αιτιολογηθεί πλήρως, αποδίδεται σε δύο βασιδιομύκητες, τον Phellinus igniarius και τον Stereum hirsutum. Αυτοί οι δύο μύκητες παρασιτούν πολλά είδη καρποφόρων και δασικών δένδρων, όπου σχηματίζουν τις καρποφορίες (βασιδιοκάρπια) και τα σπόριά τους. Η μόλυνση του πρέμνου γίνεται με τα σπόρια (βασιδιοκάρπια) των παθογόνων, τα οποία μεταφέρονται με τον άνεμο πάνω σε τομές κλαδεύματος ή άλλες πληγές και πραγματοποιούν την μόλυνση. Τα παράσιτα αναπτύσσονται αρχικά στην εντεριώνη και στη συνέχεια στο ξύλο. Η εξέλιξη της ασθένειας είναι αργή και από την μόλυνση μέχρι την εκδήλωση των συμπτωμάτων μεσολαβούν μερικά χρόνια. Η ασθένεια είναι δυνατό να εμφανιστεί (σπάνια) σε νεαρά πρέμνα και οφείλεται στην χρησιμοποίηση μολυσμένου πολλαπλασιαστικού υλικού, το οποίο προέρχεται από προσβεβλημένα πρέμνα, τα οποία δεν έχουν εκδηλώσει ακόμα συμπτώματα.
Σε προσβεβλημένους αμπελώνες συνίσταται ψεκασμός με κατάλληλα σκευάσματα. Ο ψεκασμός αυτός πρέπει να γίνεται πριν το φούσκωμα των οφθαλμών και όταν τα πρέμνα βρίσκονται σε πλήρη λήθαργο. Παράλληλα με την χημική αντιμετώπιση θα πρέπει να λαμβάνονται διάφορα μέτρα υγιεινής που αποσκοπούν στον περιορισμό του μολύσματος, όπως εκρίζωση και κάψιμο των προσβεβλημένων πρέμνων, καταστροφή των καρποφοριών του μύκητα που σχηματίζονται σε γειτονικά οπωροφόρα ή δασικά δένδρα ή σε πασσάλους. Επιπλέον, το πολλαπλασιαστικό υλικό (εμβόλια, μοσχεύματα, καταβολάδες) θα πρέπει να προέρχεται από τελείως υγιείς αμπελώνες. Προληπτικά, θα πρέπει να γίνεται απολύμανση των μεγάλων τομών κλαδέματος.
Φώμοψη
Η ασθένεια είναι διαδεδομένη σχεδόν σε όλες τις αμπελουργικές περιοχές της χώρας μας. Τις τελευταίες δεκαετίες, άρχισε να προσελκύει σημαντικά την προσοχή όλων των εμπλεκομένων στην αμπελουργία, διότι μπορεί να προκαλέσει μεγάλες ζημιές : νέκρωση κεφαλών και βραχιόνων. Προσβάλλονται κυρίως οι βλαστοί, οι κληματίδες και οι βραχίονες αλλά και τα φύλλα, οι μίσχοι και τα σταφύλια.
Τα σοβαρότερα συμπτώματα εμφανίζονται στις κληματίδες. Νωρίς την άνοιξη, οι προσβεβλημένες από το προηγούμενο έτος κεφαλές είναι νεκρές και δεν εκπτύσσονται οι οφθαλμοί. Οι νεκρές κεφαλές έχουν λευκό ή «ασημένιο» χρώμα και φέρουν μικροσκοπικά μαύρα στίγματα, οι καρποφορίες του παθογόνου (πυκνίδια). Αργότερα την άνοιξη, στα κατώτερα μέρη της ετήσιας βλαστησης (βλαστοί, κληματίδες βραχίονες) εμφανίζονται νεκρωτικές περιοχές, όπου η αντίστοιχη φλούδα τείνει να σκάζει, σχηματίζοντας επιμήκεις σχισμές. Σε έντονη προσβολή οι κληματίδες αποκτούν χλωρωτική εμφάνιση, νανισμό και τελικά ξηραίνονται.
Στα φύλλα η προσβολή εμφανίζεται με την μορφή μικρών κηλίδων ανοικτού πράσινου χρώματος που αργότερα γίνεται καστανόμαυρος. Η παρουσία πολυάριθμων κηλίδων μπορεί να οδηγήσει στη νέκρωση της επιφάνειας των φύλλων ή στην παραμόρφωσή τους. Τα συμπτώματα από την μόλυνση των μίσχων, των ελίκων της ράχης των τσαμπιών και των ποδίσκων εκδηλώνονται με το σχηματισμό επιμήκων νεκρωτικών κηλίδων με σχισμές, που στην συνέχεια ξηραίνονται. Το παθογόνο μπορεί να προσβάλλει και τις ράγες, οι οποίες συρρικνούνται και ξεραίνονται. Επάνω στην επιφάνεια των ραγών και των κληματίδων σχηματίζονται οι καρποφορίες του παθογόνου με την μορφή μικρών στιγμάτων. Στην περίπτωση αυτή ο φλοιός των κληματίδων αποκτά ένα πολύ χαρακτηριστικό λευκό χρώμα.
Η ασθένεια οφείλεται στον μύκητα Phomopsis viticola. Ο μύκητας διαχειμάζει στα προσβεβλημένα όργανα της αμπέλου (κληματίδες, κεφαλές, βραχίονες), όπου το χειμώνα σχηματίζει τις καρποφορίες (πυκνίδια) και τα σπόριά του (πυκνιδιοσπόρια). Τα σπόρια που θα ελευθερωθούν από εκεί, την άνοιξη θα μολύνουν τη νέα βλάστηση. Για την ελευθέρωση και διασπορά των σπορίων απαιτείται υγρός και βροχερός καιρός. Μεταφορά των μολυσμάτων γίνεται και με τα καλλιεργητικά εργαλεία ή και το πολλαπλασιαστικό υλικό.
Η πιο πιθανή περίοδος προσβολής είναι από την έκπτυξη των οφθαλμών την άνοιξη μέχρι οι βλαστοί να αποκτήσουν μήκος 15 εκ. Δροσερός και υγρός καιρός ευνοεί τις μολύνσεις, που μπορεί να συνεχιστούν μέχρι το «γυάλισμα». Περιοριστικός παράγοντας για την εξάπλωση της ασθένειας είναι οι υψηλές θερμοκρασίες του καλοκαιριού. Η ασθένεια αντιμετωπίζεται με προληπτικούς χειμερινούς ψεκασμούς (στο στάδιο της «δακρύρροιας»), στο «φούσκωμα» των ματιών, με την εμφάνιση των πρώτων φύλλων και μετά από 5 ημέρες. Επιπλέον, θα πρέπει να καταστρέφονται οι προσβεβλημένοι βραχίονες και οι κληματίδες.
Για να αποφεύγεται η μετάδοση της ασθένειας, συνίσταται απολύμανση των καλλιεργητικών εργαλείων και το πολλαπλασιαστικό υλικό να είναι τελείως υγιές. Συμπληρωματικά, θα πρέπει να λαμβάνονται όλα τα απαραίτητα καλλιεργητικά μέτρα που ευνοούν την καλή κυκλοφορία του αέρα μέσα στον αμπελώνα.
Νέκρωση βραχιόνων αμπέλου
Ασθένεια που οφείλεται στο μύκητα Eutypa lata. Πρόκειται για την ίδια ασθένεια που προσβάλλει τα πυρηνόκαρπα. Για περισσότερες λεπτομέρειες ακλουθήστε τον παρακάτω σύνδεσμο. Μυκητολογική ασθένεια πυρηνόκαρπων Νέκρωση βραχιόνων
Σηψιρριζίες αμπέλου
Σοβαρές ασθένειες της αμπέλου που οφείλονται στον Armillaria mellea, ή τον Rosellinia necatrix. Πρόκειται για την ίδια ασθένεια που προσβάλλει τα μηλοειδή. Για περισσότερες λεπτομέρειες ακολουθήστε τον παρακάτω σύνδεσμο. Μυκητολογική ασθένεια μηλοειδών Σηψιρριζίες.
Αδρομύκωση αμπέλου
Ασθένεια που οφείλεται στον μύκητα Verticillium dahliae. Πρόκειται για την ίδια ασθένεια που προσβάλλει τα πυρηνόκαρπα. Για περισσότερες λεπτομέρειες ακολουθήστε τον παρακάτω σύνδεσμο. Μυκητολογική ασθένεια πυρηνόκαρπων Αδρομυκώσεις.
Διάφορες μυκητολογικές ασθένειες αμπέλου
- Ψευδοφαιά σήψη. Από την ασθένεια προσβάλλονται τα σταφύλια και οι κληματίδες. Αποδίδεται στον ασκομύκητα Guignardia baccae, με ατελή μορφή τον Camarosporium flaccidum. Ο μύκητας αυτός θεωρείται σήμερα σαπροφυτικός ή δευτερογενές παράσιτο.
- Ανθράκωση ή Μαύρη Κηλίδωση. Προσβολή κληματίδων, φύλλων και καρπών. Οφείλεται στον ασκομύκητα Elsinoe ampelina, συν. Elsinoe viticola.
- Λευκή σήψη. Προσβολή σταφυλιών και κληματίδων. Οφείλεται στον μύκητα Coniella diplodiella.
- Σήψη κληματίδων. Οφείλεται στον Sclerotinia sclerotiorum.
- Διάφορες σήψεις των σταφυλιών (κυρίως μετασυλλεκτικές). Οφείλονται σε διάφορους μύκητες όπως: Aspergillus niger, Alternaria sp., Cladosporium sp., Rhizopus nigricans, Penicillium sp.
Τεφρά σήψη αμπέλου
Η τεφρά σήψη [1] είναι μια ασθένεια που οφείλεται στο μύκητα Botrytis cinerea, έχει παγκόσμια εξάπλωση και προσβάλλει όλα σχεδόν τα καλλιεργούμενα φυτά (καρποφόρα δέντρα και θάμνους, αμπέλι, κηπευτικά, βιομηχανικά, καλλωπιστικά).
Αποτελεί σοβαρό πρόβλημα [2] και πραγματική απειλή για την εμπορεύσιμη παραγωγή. Εκτός από τις ποσοτικές απώλειες υποβαθμίζει και την ποιότητα των προϊόντων, ενώ ζημιώνει την παραγωγή και μετασυλλεκτικά κατά την αποθήκευση και την μεταφορά. Αποτελεί πρόβλημα ιδιαίτερα για τις θερμοκηπιακές καλλιέργειες αλλά και για τις υπαίθριες.
Ο παθογόνος μύκητας αναπτύσσεται επί υγιών, γηρασμένων, εξασθενημένων ή νεκρών φυτικών ιστών, προσβάλλει φυτά κάθε ηλικίας, όλα σχεδόν τα φυτικά όργανα και προκαλεί αναλόγως του είδους και ηλικίας των ιστών και των συνθηκών του περιβάλλοντος, συμπτώματα διαφόρων τύπων. Στην άμπελο προσβάλλει όλα τα πράσινα υπέργεια μέρη του πρέμνου αλλά ιδιαίτερα σημαντικές είναι οι ζημιές που προκαλεί στα σταφύλια λίγο πριν και μετά τη συγκομιδή.
Η σημαντικότερη και σοβαρή ζημιά από την ασθένεια εκδηλώνεται στα σταφύλια κατά το φθινόπωρο όταν πλησιάζουν την ωρίμανση. Στην επιφάνεια μερικών ραγών εμφανίζεται μια διάχυτη καστανή κηλίδα η οποία επεκτείνεται τόσο σε έκταση όσο και σε βάθος. Η ράγα χάνει τη γυαλιστερή της όψη και η επιδερμίδα αποκολλάται από τη σάρκα εύκολα με ελαφρά πίεση του δακτύλου. Αργότερα η προσβολή επεκτείνεται σε όλη τη σάρκα με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια μαλακή και υδαρής σήψη.
Με υγρή και βροχερή άνοιξη μπορεί να εμφανισθούν προσβολές των τρυφερών κληματίδων και φύλλων και των ανθέων. Οι προσβολές εκδηλώνονται υπό μορφή καστανών περιοχών στα μεσογονάτια ή στις τρυφερές κορυφές που προκαλούν σήψη και ξήρανση κορυφών και κληματίδων.
Για την καταπολέμηση της ασθένειας συνιστάται:
- Στις υγρές περιοχές και στις περιφέρειες που εμφανίζεται συχνά η σήψη των σταφυλιών συνιστώνται τρεις ψεκασμοί την άνοιξη στα εξής στάδια:
- κατά την πλήρη άνθηση,
- αμέσως μετά την άνθηση και
- πριν αρχίσει η διόγκωση των ραγών. Το φθινόπωρο μετά την έναρξη της ωρίμανσης των σταφυλιών συνιστώνται τουλάχιστον ένας ψεκασμός ο οποίος να επαναλαμβάνεται μία έως δύο εβδομάδες πριν από τη συγκομιδή. Τα μυκητοκτόνα που συνιστώνται για την καταπολέμηση της ασθένειας ανήκουν στις ακόλουθες τρεις κατηγορίες: Οργανικά μυκητοκτόνα ευρέως φάσματος δράσεως, διασυστηματικά της ομάδας των βενζιμιδαζολικών και ειδικής δράσεως της ομάδας των δικαρβοξιμιδικών.
- Λήψη μέτρων για την αποφυγή πληγών.
- Εφαρμογή συστήματος κλαδέματος και κατάλληλο ξεφύλλισμα για τον καλύτερο αερισμό των σταφυλιών.
- Αποφυγή υπερβολικής αζωτούχου λιπάνσεως.
Βιβλιογραφία
- ↑ "Ασθένειες καρποφόρων δέντρων και αμπέλου", Παναγόπουλος Χ., καθηγητής Φυτοπαθολογίας του Γ.Π.Α.
- ↑ Ιστοσελίδα Καλλιεργώ.gr, Βοτρύτης (Gray Mold)