Ατμοσφαιρική υγρασία κατάλληλη για την ανάπτυξη του σιταριού
Το σιτάρι καλλιεργείται παγκοσμίως σε περιοχές όπου η ετήσια βροχόπτωση κυμαίνεται από 250-1750mm αλλά συνήθως σε περιοχές όπου η ετήσια βροχόπτωση είναι 375-775mm H2O. Είναι επίσης δυνατό να καλλιεργηθεί σε περιοχές με ετήσια βροχόπτωση μικρότερη από 250mm, όπου όμως εναλλάσσεται με μονοετή αγρανάπαυση. Η άριστη ετήσια βροχόπτωση είναι 625-775mm H2O, όπου τα 10-15mm πέφτουν στους δύο μήνες πριν την ωρίμαση. Ειδικότερα, σε περιοχές με μεσογειακό κλίμα τα 300mm θεωρούνται ελάχιστη προϋπόθεση για ικανοποιητική παραγωγή. Αντίθετα σε περιοχές με βροχοπτώσεις θέρους το κατώτατο όριο βροχόπτωσης είναι πολύ υψηλότερο, περίπου 500mm.
Υπερβολικές βροχές μπορεί να μειώσουν τις τελικές αποδόσεις ανυψώνοντας τον υδατικό ορίζοντα, καθυστερώντας τη σπορά, αποπλύνοντας τα νιτρικά ανιόντα, δημιουργώντας πλαγιάσματα και ευνοώντας επιφυτείες. Υπερβολικές βροχές μετά τη σπορά έχουν ως αποτέλεσμα κακή εγκατάσταση των φυταρίων, πιθανόν λόγω μείωσης της αεροϊκανότητας του εδάφους.
Έλλειψη βροχών προκαλεί μείωση των αποδόσεων, ανάλογα με το πότε θα παρατηρηθεί. Γενικά αν και το σιτάρι θεωρείται ότι έχει σχετικά μέτρια αντοχή στην ξηρασία, είναι προικισμένο με μηχανισμούς προσαρμογής.
Στις φθινοπωρινές καλλιέργειες έλλειψη βροχών μετά τη σπορά και το φύτρωμα δημιουργεί πιθανότητες αποτυχίας της καλλιέργειας λόγω κακού φυτρώματος και καθυστέρησης της ανάδυσης. Συνήθως οι βροχές τους Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου ξεπερνούν τις ανάγκες των φυτών, γινεται αποθήκευση στο έδαφος και χρησιμοποίηση της υγρασίας αργότερα. Οι βροχές της άνοιξης είναι ευεργετικές λόγω σύμπτωσής τους με την κρίσιμη περίοδο όπου τα φυτά έχουν ένα μέγιστο αναγκών σε νερό και θρεπτικά συστατικά. Όψιμες βροχές είναι χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα και συνήθως ανεπιθύμητες γιατί ευνοούν το όψιμο πλάγιασμα, προσβολές από σκωριάσεις, ενώ καθυστερούν και την ωρίμαση των καρπών.