Βρώμη φυτό
Γενικά στοιχεία
Η βρώμη [1] ανήκει στη φυλή Aveneae. Σήμερα καλλιεργείται κυρίως το είδος A. sativa (κοινή βρώμη) και σε πολύ μιικρότερο ποσοστό το A. byzantina (κόκκινη ή βυζαντινή βρώμη). Τα A. fatua, A. sterilis και A. ludoviciana, αν και άγρια είδη, έχουν μεγάλο γεωργικό ενδιαφέρον επειδή είναι δυσεξόντωτα ζιζάνια, οι γνωστές αγριοβρώμες.
Η θεωρία που επικρατεί σήμερα είναι ότι η Α. sativa (κοινή βρώμη) προήλθε από την Α. byzantina (κόκκινη ή βυζαντινή βρώμη) και γενικά όλες οι εξαπλοειδείς βρώμες από την A. sterilis. Η Α. fatua θεωρείται ότι είναι φυλογενετικά μεταγενέστερη της Α. sterilis και προήλθε από πιθανή μετάλλαξη της Α. sterilis. Αυτό έχει εν μέρει αποδειχθεί από τη δημιουργία φυτών με χαρακτηριστικά της Α. fatua μετά από ακτινοβόληση φυτών της Α. sterilis.
Η περιοχή προέλευσης των εξαπλοειδών ειδών και της Α. sativa εντοπίζεται στη Μ. Ασία όπου παρατηρείται μια μεγάλη ποικιλία μορφών της Α. sterilis και μια γειτνίαση με τα αρχικά κέντρα άλλων συγγενών ειδών και υποειδών. Από εκεί εξαπλώθηκαν προς δυσμάς και υπολογίζεται ότι έφθασαν στις δυτικές παρυφές της Ευρώπης γύρω στο 1500 π.Χ. Σε αυτό συνηγορούν και τα ευρήματα σπόρων της Α. sativa σε λιμναίους οικισμούς της Κ. Ευρώπης. Σπόροι διαφόρων ειδών Βρώμης βρέθηκαν επίσης πολύ δυτικότερα, στη Ν. Αγγλία, και χρονολογούνται από την Εποχή του Σιδήρου. Πάντως, παρά την ύπαρξη σπόρων της Α. sativa στα αρχαιολογικά αυτά ευρήματα, επικρατεί η άποψη ότι η βρώμη κατά τις εποχές αυτές ήταν ζιζάνιο στις καλλιέργειες του σιταριού και στις καλλιέργειες του κριθαριού και όχι καλλιεργούμενο φυτό.
Η καλλιέργεια της βρώμης θα πρέπει να ξεκίνησε λίγο πριν από τον 1o αιώνα μ.Χ., εάν βασισθούμε στη μαρτυρία του Πλίνιου, ότι η βρώμη χρησιμοποιούνταν για ανθρώπινη διατροφή από τις διάφορες γερμανικές φυλές. Γύρω στην ίδια περίπου εποχή η βρώμη φαίνεται ότι άρχισε να καλλιεργείται σε περιοχές της λεκάνης της Μεσογείου και της Αφρικής (Αιθιοπία) ως κτηνοτροφή. Η καλλιέργεια της βρώμης στη Αγγλία πρέπει να άρχισε λίγο πριν από τον 7o αιώνα μ.Χ., ενώ υπάρχουν μαρτυρίες ότι την ίδια περίπου εποχή καλλιεργείτο στη Ρωσία και την Κίνα. Στις ανατολικές Πολιτείες των Η.Π.Α. η καλλιέργεια της Βρώμης εισήχθη στα τέλη του 16oυ-αρχές του 17oυ αιώνα από τους Ευρωπαίους αποίκους, ενώ την ίδια περίπου εποχή εισήχθη και στον Καναδά. Η καλλιέργεια επεκτάθηκε προς δυσμάς και έφθασε στη ζώνη του αραβοσίτου των Η.Π.Α. μέχρι το 1850.
Μορφολογικά χαρακτηριστικά της κοινής βρώμης
Βλαστητικά όργανα
Το ριζικό σύστημα αποτελείται από τις εμβρυακές και τις μόνιμες ρίζες. Οι δευτερογενείς εμβρυακές είναι μια έως τρεις. Γενικά, η μορφολογία του ριζικού συστήματος δεν διαφέρει ουσιαστικά από εκείνη των άλλων αγρωστωδών. Φαίνεται πάντως ότι η έκταση του ριζικού συστήματος αυξάνει όσο μεγαλύτερος είναι ο βιολογικός κύκλος του καλλιεργούμενου γονότυπου.
Ο βλαστός είναι κοίλος στα μεσογονάτια και φθάνει σε τελικό ύφος 60-150cm. Μπορεί να είναι τριχωτός ή λείος. Αποτελείται συνήθως από 4-5 κόμβους και μεσογονάτια και παράγει 2-4 αδέλφια. Οι νεώτερες ποικιλίες τείνουν να αδελφώνουν λιγότερο από τις παλαιότερες.
Τα φύλλα έχουν έλασμα που φθάνει σε μήκος τα 25cm και πλάτος τα 16mm. Το έλασμα είναι συνήθως λείο, αλλά σε ορισμένες ποικιλίες ελαφρά τριχωτό. Συνήθως συστρέφεται από δεξιά προς αριστερά, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στα άλλα χειμωνιάτικα σιτηρά. Ο κολεός είναι συνήθως λείος και δεν έχει ωτία, ενώ υπάρχει καλά ανεπτυγμένη γλωσσίδα με άκρα ελαφρώς οδοντωτά.
Αναπαραγωγικά όργανα
Η ταξιανθία είναι φόβη που αποτελείται από έναν κύριο άξονα, τη ράχη, η οποία είναι επέκταση του στελέχους, και από 5-7 ομάδες διακλαδώσεων. Κάθε ομάδα εκφύεται από ξεχωριστό κόμβο της ράχης και το μήκος τους μειώνεται προοδευτικά προς την κορυφή της φόβης. Ανάλογα με τη διάταξη των διακλαδώσεων στο χώρο η φόβη είναι πολύπλευρη ή μονόπλευρη. Το χαρακτηριστικό αυτό χρησιμοποιείται για τη διάκριση της Α. sativa στα υποείδη diffusa (πολύπλευρη φόβη) και orientalis (μονόπλευρη φόβη), όπως πρότεινε ο Vavilon (1926). Οι πολύπλευρες φόβες ποικίλλουν σε μέγεθος, σχήμα και σε αριθμό και μέγεθος σταχυδίων. Από κάθε διακλάδωση ξεκινούν διακλαδώσεις δεύτερης, τρίτης, κ.λπ. τάξης που καταλήγουν τελικά σε ένα πεπλατυσμένο ποδίσκο που φέρει το σταχύδιο. Σε σταχύδιο καταλήγουν επίσης και τα άκρα της ράχης και των αρχικών διακλαδώσεων. Γενικά, μια φόβη μπορεί να έχει 20-150 σταχύδια.
Κάθε σταχύδιο περιβάλλεται από ένα ζεύγος λεπύρων χρώματος λευκοκίτρινου ή ερυθρωπού. Τα λέπυρα είναι μεμβρανώδη, με πολλά νεύρα και αρκετά επιμήκη ώστε να περιβάλλουν τελείως το σταχύδιο. Το σταχύδιο περικλείει 2-6 άνθη τοποθετημένα εναλλάξ κατά μήκος ενός ραχιδίου. Συνήθως υπάρχουν τρία άνθη από τα οποία μόνο τα δύο κατώτερα παράγουν καρπό, ενώ το ανώτερο είναι άγονο. Ο τρόπος αποχωρισμού τόσο του πρώτου άνθους από τον ποδίσκο του σταχυδίου όσο και του δεύτερου άνθους από το πρώτο χρησιμοποιείται ως διακριτικό στοιχείο μεταξύ των εξαπλοειδών ειδών βοώμης. Έτσι, στα καλλιεργούμενα είδη Α. sativa και Α. byzantina το κατώτερο άνθος αποχωρίζεται από τον ποδίσκο με θραύση, ενώ στα άγρια είδη Α. fatua και Α. sterilis αποχωρίζεται με εξάρθρωση που δημιουργεί μια ευδιάκριτη κυκλική ή ωοειδή ουλή στη βάση του άνθους ή του καρπού. Επίσης, στην Α. sativa, το δεύτερο άνθος αποχωρίζεται από το πρώτο ακριβώς στη βάση του δεύτερου κόμβου του ραχιδίου, με αποτέλεσμα το πρώτο άνθος ή καρπός να φέρει σχεδόν ακέραιο το πρώτο μεσογονάτιο του ραχιδίου. Αντίθετα, στην Α. byzantina ο αποχωρισμός γίνεται με θραύση του ραχιδίου λίγο επάνω από το σημείο έκφυσης του πρώτου άνθους, με αποτέλεσμα να υπάρχει υπόλειμμα του μεσογονάτιου του ραχιδίου και στο πρώτο και στο δεύτερο άνθος ή καρπό.
Το άνθος αποτελείται από τρεις στήμονες, ύπερο και ωοθήκη μονόχωρη, δισχιδές στίγμα και δύο γλωχίνες. Περιβάλλεται στενά από τα λεπυρίδια, χιτώνα και λεπίδα, εκτός από τις γυμνοβρώμες όπου η σύνδεση είναι χαλαρή. Ο χιτώνας είναι συνήθως λείος, αλλά μπορεί να έχει λίγες τρίχες στη βάση του ή στο ραχίδιο. Κατά την ωρίμαση έχει χρώμα κίτρινο, γκρίζο, μαύρο, ερυθρωπό ή λευκό. Μπορεί να φέρει άγανο ως επέκταση του κεντρικού του νεύρου, αλλά συνήθως στις νεώτερες ποικιλίες είναι μη αγανοφόρος. Είναι επίσης δυνατό να υπάρχει βραχύ άγανο μόνο στο χιτώνα του κατώτερου άνθους ή ακόμη και σε μερικά μόνο σταχύδια της φόβης.
Ο καρπός (καρύοψη) είναι ατρακτοειδής, με αύλακα στην κοιλιακή όψη και περικλείεται από τα λεπυρίδια. Μόνο στις γυμνοβρώμες όπου η σύνδεση των λεπυριδίων είναι χαλαρή ο καρπός ελευθερώνεται εύκολα από τα λεπυρίδια. Στην περίπτωση όμως αυτή οι κίνδυνοι τινάγματος του καρπού πριν τη συγκομιδή είναι πολύ μεγάλοι. Μετά την αφαίρεση των λεπυριδίων ο καρπός (groat) έχει μήκος 8-11mm, πλάτος 1.6-3.2mm και τριχωτό περικάρπιο. Η ανατομία του καρπού είναι παρόμοια με εκείνη των άλλων αγρωστωδών.
Οι ώριμοι καρποί φέρουν στη βάση τους και από την κοιλιακή τους πλευρά ένα μεσογονάτιο του ραχιδίου. Εάν ο καρπός προέρχεται από το δεύτερο άνθος, τότε στο άκρο του ραχιδίου υπάρχει και το υπόλειμμα του άγονου τρίτου άνθους. Συνήθως υπάρχει μια ποικιλομορφία στο μέγεθος των καρπών που οφείλεται στο γεγονός ότι οι καρποί που προέρχονται από τα πρώτα άνθη του σταχυδίου είναι μεγαλύτεροι από εκείνους που προέρχονται από τα δεύτερα άνθη. Η ποικιλομορφία είναι ακόμη μεγαλύτερη εάν κάθε σταχύδιο παράγει τρεις καρπούς. Υπάρχει επίσης η περίπτωση να παράγεται, όπως σε ορισμένες παλιές ποικιλίες, μόνο ένας καρπός/σταχύδιο, οπότε η ποικιλομορφία μειώνεται στο ελάχιστο, αλλά παράλληλα και η απόδοση σε καρπό είναι αρκετά χαμηλή. Τέλος, είναι δυνατό σε ένα δείγμα καρπών να υπάρχουν και "διπλοί καρποί" που προκύπτουν από τον "εναγκαλισμό" του ανώτερου καρπού από τα άκρα του χιτώνα του κατώτερου.
Κλιματικές συνθήκες βρώμης
Η κοινή βρώμη απαιτεί δροσερές και υγρές περιοχές για άριστη ανάπτυξη. Αντίθετα, η βυζαντινή βρώμη αναπτύσσεται ικανοποιητικά σε θερμότερες περιοχές, όπου η καλλιέργεια της κοινής βρώμης θα απέβαινε προβληματική.
Οι υψηλές θερμοκρασίες δημιουργούν αρκετά προβλήματα στη βρώμη. Έτσι, θερμοκρασίες κοντά στους 30oC κατά την άνθηση έχουν ως αποτέλεσμα κακή γονιμοποίηση και σημαντικό ποσοστό κενών σταχυδίων στη φόβη. Επίσης, υψηλές θερμοκρασίες σταματούν πρόωρα το γέμισμα (όπως άλλωστε και στα άλλα μικρά σιτηρά) και έτσι παράγονται καρποί με μικρό εκατολιτρικό βάρος. Παράλληλα, η βρώμη είναι αρκετά ευαίσθητη στις χαμηλές θερμοκρασίες, είναι το περισσότερο ευαίσθητο από τα χειμωνιάτικα σιτηρά. Πάντως, σήμερα, χάρη στις νέες ανθεκτικές στο ψύχος και τη θερμότητα ποικιλίες, έχει καταστεί δυνατό να διευρυνθεί η ζώνη καλλιέργειας της βρώμης.
θεωρείται ως περισσότερο απαιτητική σε νερό από τα άλλα χειμωνιάτικα σιτηρά, θέλει τουλάχιστο 500-750mm βροχής σε ετήσια βάση ή 300-500mm κατά τη διάρκεια της καλλιεργητικής περιόδου. Σε επάρκεια υγρασίας παράγει καρπούς με υψηλό εκατολιτρικό βάρος. Αντίθετα, όταν σπανίζει η υγρασία, οι αποδόσεις της υστερούν από εκείνες του κριθαριού.
Ως φυτό των εύκρατων κλιμάτων έχει απαιτήσεις σε μεγάλη φωτοπερίοδο (τουλάχιστο 12 ώρες).
Εδαφικές συνθήκες βρώμης
Η βρώμη αναπτύσσεται καλύτερα σε πηλώδη εδάφη αλλά μπορεί να αναπτυχθεί ικανοποιητικά και σε βαριά αργιλλώδη εδάφη. Είναι επίσης δυνατό να αποδώσει ικανοποιητικά σε αμμώδη εδάφη, με την προϋπόθεση ότι η εδαφική υγρασία είναι επαρκής. Για καλή ανάπτυξη είναι απαραίτητο το έδαφος να είναι καλά στραγγισμένο και γόνιμο σε ικανοποιητικό βαθμό αλλά αντέχει περισσότερο από το σιτάρι και το κριθάρι στην περίσσεια εδαφικής υγρασίας. Οπωσδήποτε όμως οι απαιτήσεις της βρώμης σε άζωτο, φωσφόρο και κάλι είναι μικρότερες συγκριτικά με εκείνες του αραβοσίτου και του σιταριού. Κατατάσσεται στα μετρίως ανθεκτικά φυτά στην αλατότητα του εδάφους και αντέχει σε αγωγιμότητες 4-10 mmho/cm. Είναι λιγότερο ανθεκτική από το κριθάρι και το σιτάρι και περισσότερο από το ρύζι και τον αραβόσιτο.
Ανάπτυξη του φυτού της κοινής βρώμης
Οι ελάχιστες θερμοκρασίες για τη βλάστηση του σπόρου της βρώμης είναι 0-4.8oC, οι άριστες 25-31oC και οι μέγιστες 31-37oC. Όπως και στα άλλα χειμωνιάτικα σιτηρά, η πρώτη ανάπτυξη διακρίνεται σε έρπουσα, ανορθωμένη ή ημιέρπουσα. Η ένταση του αδελφώματος εξαρτάται από περιβαλλοντικούς (φωτισμός, θερμοκρασία, υγρασία, γονιμότητα εδάφους) και γενετικούς παράγοντες. Το τελικό ποσοστό των γόνιμων αδελφιών μειώνεται όσο αυξάνεται η πυκνότητα σποράς. Η ελάχιστη θερμοκρασία για την αύξηση της βρώμης βρίσκεται μεταξύ 3.3-4.4oC. Η άνθηση ξεκινά από την κορυφή της φόβης, προχωρεί προς τη βάση και συμπληρώνεται συνήθως σε 3-4 ημέρες, αλλά μπορεί να διαρκέσει μέχρι οκτώ ημέρες. Η άνθηση όλων των ταξιανθιών ενός φυτού συμπληρώνεται μέσα σε 10 ημέρες, εκτός αν τα αδέλφια είναι όψιμα, οπότε η άνθηση διαρκεί πολύ περισσότερο. Ενδεικτικό της άνθησης είναι η εμφάνιση των ανθήρων μεταξύ των λεπυριδίων. Η άνθηση είναι το συνδυασμένο αποτέλεσμα της επιμήκυνσης των ανθήρων και της διόγκωσης των γλωχίνων. Η άνθηση επιτελείται συνήθως τις απογευματικές ώρες, αλλά είναι δυνατό να γίνει και τις πρωινές εάν επικρατούν χαμηλές θερμοκρασίες. Φαίνεται ότι τα άνθη συνήθως ανοίγουν μετά την επίτευξη της μέγιστης ημερήσιας θερμοκρασίας. Εάν επομένως αυτή έχει συντελεσθεί νωρίς, είναι δυνατό η άνθηση να γίνει κατά τις προμεσημβρινές ώρες. Η άριστη θερμοκρασία για άνθηση είναι 24-26oC και η άριστη σχετική υγρασία 50-60%. Η βροχή, ο άνεμος και η ηλιοφάνεια φαίνεται ότι δεν επηρεάζουν αποφασιστικά την άνθηση.
Πληροφοριακά στοιχεία
Ευδοκιμεί στις περιοχές
|