Κενάφ φυτό
Περιεχόμενα
Γενικά στοιχεία
Το κενάφ είναι ένα ετήσιο, ανοιξιάτικο, C3 φυτό που ανήκει στο γένος Hibiscus της οικογένειας Malvaceae. Τα περισσότερα από τα 400 γνωστά είδη του Hibiscus είναι κατανεμημένα στην τροπική και υποτροπική ζώνη των δύο ημισφαιρίων με κύρια κέντρα κατανομής αυτά της Αφρικής και της Νοτίου Αμερικής. Τα περισσότερο διαδεδομένα είδη είναι τα Hibiscus cannabinus (κενάφ) και Hibiscus sabdariffa, ενώ στην Αφρική σημαντικές εκτάσεις καταλαμβάνουν τα συγγενή με το κενάφ είδη H. Greenwayi, H. mastersianus, H. mechowii, H. radiatus, H. rostellatus και H. surattensis. Το κενάφ πρωτοκαλλιεργήθηκε στην Ευρώπη στις αρχές του 1900 για τις ίνες του που χρησιμοποιήθηκαν στην παραγωγή σάκων.
Λόγω των ιδιοτήτων και της χημικής σύστασης των στελεχών του, το κενάφ χρησιμοποιείται για την παραγωγή πληθώρας προϊόντων. Οι βασικές χρήσεις του φυτού περιλαμβάνουν την παραγωγή ινών, χαρτοπολτού και μοριοσανίδων, την παρασκευή χαλιών, μονωτικών υλικών, πλαστικών και τη διατροφή ζώων. Δεδομένου των χαρακτηριστικών που αφορούν κυρίως στην υψηλή απόδοση σε βιομάζα και στη δυνατότητα ενσωμάτωσης της καλλιέργειας σε αμειψισπορά, το κενάφ αποτελεί πλέον μία ενδιαφέρουσα λύση για χρήση ως ενεργειακή πρώτη ύλη. Τα τελευταία χρόνια εξετάζεται η αξιοποίηση της καλλιέργειας για την παραγωγή στερεών βιοκαυσίμων.[1]
Βοτανικά χαρακτηριστικά
Το κενάφ είναι ετήσιο, αυτογονιμοποιούμενο, ποώδες φυτό με πασσαλώδες ριζικό σύστημα που εισχωρεί σε αρκετά μέτρα βάθος. Το ύψος του κυμαίνεται από 1,5 - 4,2m. Τα στελέχη του είναι ακανθώδη, με υψηλή περιεκτικότητα σε κυτταρίνη και λιγνίνη και χαρακτηρίζονται από ευθυτενή ανάπτυξη χωρίς διακλαδώσεις. Τα φύλλα είναι έμμισχα, εκφυόμενα κατ’ εναλλαγή και φέρουν λοβούς. Τα άνθη είναι μασχαλιαία, μονήρη και φέρουν 5 σέπαλα, 5 πέταλα και στήμονες ενωμένους στη βάση τους. Η ωοθήκη του φυτού είναι επιφυής. Ο καρπός του φυτού είναι κάψα και φέρει μεγάλο αριθμό σπόρων (20-25). Το βάρος 1000 κόκκων είναι περί τα 25gr. Είναι φυτό μικρής φωτοπεριόδου και ταχυαυξές σε όλη την περίοδο μέχρι την άνθιση. Περισσότερο ευαίσθητη είναι η περίοδος μετά τη σπορά, οπότε λαμβάνει χώρα η ανάπτυξη του ριζικού συστήματος. Η βλάστηση των σπόρων πραγματοποιείται σε 3-6 ημέρες μετά τη σπορά. Η ανάπτυξη του φυτού ολοκληρώνεται με το σχηματισμό του καρπού.[1]
Κλιματικές συνθήκες
Το φυτό παρουσιάζει καλή προσαρμοστικότητα σε διάφορες κλιματικές συνθήκες, αλλά προτιμά τα υποτροπικά και τροπικά κλίματα. Η βέλτιστη θερμοκρασία ανάπτυξης του φυτού κυμαίνεται από 15-27oC.[1]
Εδαφικές συνθήκες
Το κενάφ μπορεί να καλλιεργηθεί σε μεγάλη ποικιλία εδαφών. Σπάνια αποκλείεται η καλλιέργειά του για λόγους ακαταλληλότητας εδάφους. Η χαµηλή σύσταση του εδάφους εκτός από τη συµβολή της στη γονιµότητα να αποβεί κάποτε και περιοριστικός παράγοντας αν η περιεκτικότητα σε ορισµένα συστατικά υπερβαίνει τα επιτρεπτά όρια. ∆εν μπορεί να ευδοκιµεί σε παθογενή αλκαλικά ή όξινα εδάφη. Το κατάλληλο pH είναι 7 και 8 μπορεί όµως να καλλιεργηθεί και μεταξύ 5,5 - 8,5. ∆εν αποδίδει ικανοποιητικά σε συνεκτικά εδάφη πολύ υγρά που δεν στραγγίζουν εύκολα. Κατάλληλα για την καλλιέργεια εδάφη είναι τα καλά στραγγιζόμενα, αμμοπηλώδη, με ουδέτερη αντίδραση και υψηλή περιεκτικότητα σε χούμο.[1]
Ποικιλίες
Υπάρχει ικανοποιητικός αριθμός διαθέσιμων ποικιλιών κενάφ στο εμπόριο. Η επιλογή της κατάλληλης ποικιλίας εξαρτάται από την περιοχή καλλιέργειας και την τελική χρήση του συγκομιζόμενου προϊόντος. Ποικιλίες που γενικά ενδείκνυνται για καλλιέργεια σε περιοχές της Νότιας Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης και της χώρας μας, είναι οι PI 3234923, PI 318723, PI 3234923 για πρώιμη και οι Everglades 71, JT1 για όψιμη σπορά. Επίσης, οι Guatemala 4, Tainung-1, C-108, 15-2, RS-10, 111-2 και Cubano είναι ποικιλίες αρκετά υποσχόμενες για υψηλές αποδόσεις. Από το μέχρι τώρα πειραματισμό (ΚΑΠΕ, ΠΘ) οι πλέον κατάλληλες για παραγωγή βιομάζας στη χώρα μας είναι οι ποικιλίες Tainung 2 και Everglades 41.[1]
Ασθένειες
Μία από τις σοβαρότερες μυκητολογικές ασθένειες για την καλλιέργεια του κενάφ είναι η ριζοκτονίαση (Rhizoctonia solani). Σημαντική απειλή για την καλλιέργεια επίσης αποτελεί η προσβολή από τους μύκητες Botrytis cinerea που προσβάλλει τα στελέχη και Pythium spp. που προκαλεί σηψιριζίες, ιδιαίτερα σε εδάφη που κατακρατούν νερό. Η καταπολέμηση μπορεί να γίνει με επιλογή ανθεκτικών ποικιλιών, καταστροφή των υπολειμμάτων της καλλιέργειας και αμειψισπορά. Στις χώρες καλλιέργειας του κενάφ έχουν αναφερθεί επίσης προσβολές από διάφορα βακτήρια όπως του γένους Pseudomonas, Xanthomonas και Erwinia.
Εχθροί
Οι βασικότεροι εντομολογικοί εχθροί της καλλιέργειας είναι οι σιδηροσκώληκες (τρέφονται από το σπόρο και τους νεαρούς βλαστούς), οι αγροτίδες, οι θρίπες (προσβάλλουν τα νεαρά φύλλα), οι αφίδες (δημιουργούν υπερπλασίες στα όργανα), το πράσινο σκουλήκι (τρέφεται από όλα τα μέρη του φυτού) και οι νηματώδεις του γένους Meloidogyne (προσβάλλουν κυρίως τη ρίζα). Η καταπολέμηση τους πραγματοποιείται είτε χημικά με την εφαρμογή οργανοφωσφορικών και την απολύμανση εδάφους, είτε με αμειψισπορά και χρήση ανθεκτικών ποικιλιών.
Πληροφοριακά στοιχεία
Ευδοκιμεί στις περιοχές
|