Αντίδι φυτό
Περιεχόμενα
Γενικά στοιχεία
Το αντίδι είναι φυτό ιδιαίτερα γνωστό στις χώρες της Μεσογείου και με πιθανή χώρα καταγωγής την Ινδία (ανατολικές περιοχές της Ινδίας). Ήταν γνωστό στους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους. Ο Διοσκουρίδης το αναφέρει με το όνομα "Σέρις ο ήμερος". Το όνομα του το οφείλει στη λατινική λέξη endivia ή εντύβιον στα ελληνικά και με παραφθορά της λέξης προέκυψε το αντίδι. Για το αντίδι υπάρχουν δύο τύποι ανάλογα μα το σχήμα των φύλλων. Ο πρώτος είναι το κλασσικό αντίδι με τις «κατσαρές» ποικιλίες οι οποίες έχουν στενά και βαθιά σχισμένα φύλλα και ο δεύτερος είναι ο τύπου «σκαρόλα» που περιλαμβάνει ποικιλίες με ελαφρώς οδοντωτά όχι σχισμένα φύλλα. Τα φύλλα αντιδιού καταναλώνονται μαγειρεμένα (βρασμένα, κοκκινιστά, σε πίττα) ή χρησιμοποιούνται για την παραγωγή καταψυγμένων προϊόντων. Στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες καταναλώνεται ως νωπό λαχανικό, όπως το μαρούλι.[1]
Βοτανικά χαρακτηριστικά
Το φυτό είναι χαμηλής ανάπτυξης (ύψος 10-15 cm) και σχηματίζει μια βαθιά κεντρική ρίζα και μεγάλο αριθμό πλαγίων ριζών κοντά στην επιφάνεια του εδάφους. Τα φύλλα είναι σαρκώδη, με λεία ή κυματοειδή επιφάνεια (ανάλογα με την ποικιλία) και σχηματίζονται πολύ πυκνά, πάνω σε ένα υποτυπώδη μη ανεπτυγμένο βλαστό. Κατά το δεύτερο στάδιο της ανάπτυξης, ο βλαστός επιμηκύνεται και σχηματίζεται το ανθικό στέλεχος, που φέρει λεπτά επιμήκη και οξύληκτα φύλλα. Το ανθικό στέλεχος μπορεί να φτάσει το 1m και πάνω στις ταξιανθίες του σχηματίζονται τα άνθη. Το κάθε φυτό μπορεί να έχει μόνο αρσενικά ή θηλυκά άνθη (δίοικο φυτό) και η γύρη μεταφέρεται κυρίως με τον άνεμο. Ο σχηματιζόμενος καρπός είναι σκληρός, περικλείει ένα μόνο σπόρο και μπορεί να έχει ακανθωτή ή λεία επιφάνεια. Σήμερα όλες οι χρησιμοποιούμενες ποικιλίες ανήκουν στη δεύτερη κατηγορία (λεία επιφάνεια καρπού).[1]
Κλιματικές συνθήκες
Το αντίδι είναι φυτό ψυχρής εποχής και ευδοκιμεί σε περιοχές με χαμηλές θερμοκρασίες. Ημέρες με μεγάλη διάρκεια φωτός (μεγάλη φωτοπεριόδου) μπορεί να προκαλέσουν εκπτύξη του ανθικού στελέχους, αφού όμως προηγουμένως όμως τα φυτά έχουν δεχθεί την επίδραση των χαμηλών θερμοκρασιών. Τα φυτά μπορούν ακόμα να καλλιεργηθούν και ως ανοιξιάτικα με την προϋπόθεση όμως ότι δε θα στερηθούν καθόλου το νερό.[1]
Εδαφικές συνθήκες
Το έδαφος πρέπει να είναι μέσης σύστασης, γόνιμο, πλούσιο σε οργανική ουσία και άζωτο, να διαθέτει υγρασία και στραγγίζει καλά. Σε περιοχές με υψηλό βροχομετρικό ύψος, προτιμούνται τα αμμώδη εδάφη για καλύτερη στράγγιση. Εάν όμως το έδαφος συγκρατεί αρκετή υγρασία, τότε η καλλιέργεια γίνεται σε αναχώματα. Το pH του εδάφους έχει άριστη τιμή 6-6,8.[1]
Πολλαπλασιασμός
Ο πολλαπλασιασμός του αντιδιού γίνεται αποκλειστικά με σπορά απευθείας στο χωράφι (τελικές θέσεις), καθώς η μεταφύτευση δεν εφαρμόζεται. Οι αποστάσεις μεταξύ των φυτών πάνω στη γραμμή σποράς είναι 30cm, ενώ μεταξύ των γραμμών η απόσταση είναι 40-50 cm. Η καλλιέργεια μπορεί ακόμα να γίνει πάνω σε σαμαράκι, όταν το έδαφος συγκρατεί αρκετή υγρασία.[1]
Ποικιλίες
Οι διάφορες ποικιλίες, που χρησιμοποιούνται στο εμπόριο, μπορεί να διαφέρουν ως προς την ανθεκτικότητα τους στην πρόωρη άνθηση και τα χαρακτηριστικά των φύλλων (σχήμα και χρώμα). Οι σπόροι που χρησιμοποιούνται προέρχονται από ποικιλίες συμβατικής καλλιέργειας μετά από σχετική άδεια παρέκκλισης ή πρόκειται για εισαγόμενους βιολογικούς σπόρους. Ακόμα μπορεί να προέρχονται από σποροπαραγωγή των ίδιων των βιοκαλλιεργητών. Οι σημαντικότερες ποικιλίες αντιδιού αναγράφονται στον παρακάτω σύνδεσμο:
Ασθένειες
Το αντίδι προσβάλλεται από πολλές μυκητολογικές κυρίως ασθένειες όπως τον περονόσπορο, το ωΐδιο, τη σκληροτίνια, κ.ά. Αναλυτικά οι ασθένειες του αντιδιού καθώς και οι τρόποι καταπολέμησής τους αναλύονται στον παρακάτω σύνδεσμο:
Εχθροί
Τα κυριότερα έντοµα που προκαλούν προβλήµατα στην καλλιέργεια είναι οι αφίδες, ο αλευρώδης, οι θρίπες, τα σαλιγκάρια και τα έντομα εδάφους (κρεμμυδοφάγος, μύγα καραφατμέ, σιδηροσκώληκας). Αναλυτικά όλοι οι εχθροί και οι τρόποι καταπολέμησής τους αναφέρονται λεπτομερώς στον σύνδεσμο που ακολουθεί:
Πληροφοριακά στοιχεία
Ευδοκιμεί στις περιοχές
|