Άρδευση μηδικής
Τα μορφολογικά και φυσιολογικά χαρακτηριστικά της μηδικής της επιτρέπουν να αναπτύσσεται σε διάφορες συνθήκες υγρασίας στο έδαφος. Σε έλλειψη υγρασίας έχει την ικανότητα να απορροφά νερό από τα βαθύτερα στρώματα του εδάφους ή να πίπτει σε λήθαργο και να αναλαμβάνει όταν η υγρασία στο έδαφος αποκατασταθεί. Η μηδική όμως δεν αντέχει στην κατάκλυση του εδάφους με νερό η οποία μπορεί να προέλθει από υπερβολική άρδευση ή από μειωμένη διηθητικότητα του εδάφους. Κατάκλυση σε συνδυασμό με υψηλές θερμοκρασίες προκαλεί σοβαρό αραίωμα των φυτών, μέχρι το σημείο να καταστραφεί ο μηδικεώνας. Οι αποδόσεις της μηδικής είναι σχεδόν ανάλογες με το νερό που χρησιμοποιούν τα φυτά. Κατά τη διάρκεια μιας βλαστικής περιόδου η μηδική καταναλώνει από 400 έως 1900mm νερού, ανάλογα κυρίως με τη θερμοκρασία και το μήκος της βλαστικής περιόδου της κάθε περιοχής. Στη χώρα μας όπου το νερό των βροχοπτώσεων δεν επαρκεί, η άρδευση αυξάνει σημαντικά τις αποδόσεις.
Άρδευση κατά τη διάρκεια του χειμώνα, πριν από την ανοιξιάτικη σπορά της μηδικής, συνιστάται όταν δεν έχουν σημειωθεί αρκετές βροχοπττώσεις, οπότε η προετοιμασία των αγρών για σπορά παρουσιάζει προβλήματα και το φύτρωμα προβλέπεται αμφίβολο. Η ποσότητα του νερού πρέπει να είναι τόση ώστε το έδαφος να κορεσθεί σε βάθος 100-150cm. Μία ελαφρά άρδευση αμέσως μετά τη σπορά και μία δεύτερη σε σύντομο χρονικό διάστημα, εάν διαπιστωθεί ανάγκη, επιταχύνει το φύτρωμα. Η επόμενη άρδευση γίνεται συνήθως περίπου τρεις εβδομάδες αργότερα. Σε ορισμένες περιοχές ή σε χρονιές με ξηρασία, ίσως χρειασθεί και μία επιπλέον άρδευση μέχρι την πρώτη κοπή.
Στην εγκατεστημένη χορτοδοτική καλλιέργεια συνιστώνται 1-2 αρδεύσεις μεταξύ δύο κοπών. Η δεύτερη άρδευση συνήθως είναι απαραίτητη κατά τους θερινούς μήνες, λόγω της αυξημένης εξατμισοδιαπνοής. Η άρδευση γίνεται αμέσως μετά την απομάκρυνση του χόρτου ώστε να αρχίσει γρήγορα η αναβλάστηση των φυτών. Το νερό της άρδευσης πρέπει να φτάσει μέχρι 80-100cm βάθος, όπου βρίσκεται το 80% περίπου του ριζικού συστήματος. Ανάλογα με τη μηχανική σύσταση του εδάφους η ποσότητα του νερού ανά άρδευση κυμαίνεται από 80 έως 120 m3/στρ.
Οι μεγαλύτερες αποδόσεις σπόρου από τη σποροπαραγωγική καλλιέργεια λαμβάνονται όταν με την ακολουθούμενη πρακτική άρδευσης τα φυτά δεν στερούνται νερού, αλλά παρουσιάζουν μία αργή, συνεχή ανάπτυξη καθ' όλη τη διάρκεια της αναπαραγωγικής περιόδου. Υπερβολική άρδευση η οποία οδηγεί σε μεγάλη βλαστική ανάπτυξη ή στέρηση νερού που περιορίζει τη βλαστική ανάπτυξη, μειώνουν την απόδοση σε σπόρο. Τη μεγαλύτερη απόδοση δίνουν τα φυτά που έχουν μέτρια, κανονική ανάπτυξη. Άρδευση πρέπει να γίνεται μέχρι το στάδιο σχηματισμού των ταξιανθιών και ποτέ κατά την άνθηση. Κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης των σπόρων συνιστάται άρδευση μόνο όταν υπάρχει πραγματική ανάγκη και με μικρή ποσότητα νερού, για να μην προκληθούν ανεπιθύμητες αναβλαστήσεις, οι οποίες δυσκολεύουν τη συγκομιδή. Η άρδευση μπορεί να γίνει με καταιονισμό και κατάκλυση. Η τεχνητή βροχή πλεονεκτεί σε σχέση με τους άλλους τρόπους άρδευσης. Η ωριαία παροχή και η διάρκεια ρυθμίζονται ανάλογα με τον τύπο του εδάφους ώστε να μην κατακλύζεται ο αγρός με νερό. Όσο βαρύτερα είναι τα εδάφη τόσο μικρότερη πρέπει να είναι η ωριαία παροχή και τόσο μεγαλύτερη η διάρκεια.