Έρπον τριφύλλι φυτό
Το έρπον ή λευκό τριφύλλι (Trifolium repens L.) [1] είναι ευρύτατα διαδεδομένο και απαντάται σε πάρα πολλές χώρες του κόσμου, από τις αρκτικές περιοχές της Ρωσίας και του Καναδά, μέχρι τις υποτροπικές περιοχές της Αυστραλίας και της Ν. Αμερικής. Η περιοχή της Μεσογείου αναφέρεται ως το κέντρο καταγωγής του. Το έρπον τριφύλλι θεωρείται ότι εξελίχθηκε στην περιοχή της Μεσογείου από πρωταρχικούς τύπους τριφυλλιού οι οποίοι κατάγονταν από τη Β. Αμερική και μετανάστευσαν μέσω της Ασίας στη Μεσόγειο. Στη χώρα μας απαντάται ως αυτοφυές, σχεδόν σε όλες τις περιοχές και αποτελεί αξιόλογο συνθετικό φυσικών βοσκοτόπων, δασολίβαδων, χέρσων αγρών, παρυφών δρόμων κ.λπ.
Η σημασία της καλλιέργειας του λευκού τριφυλλιού [2] είναι μεγάλη. Είναι κατάλληλο για βοσκή, για την παραγωγή σανού ή ενσιρωμένης τροφής. Συμμετέχει στους μόνιμους λειμώνες μαζί με τα αγρωστώδη. Συνδυάζεται πολύ καλά με το πολυετές λόγιο. Έχει καλή θρεπτική αξία και είναι πολύ εύγευστο. Είναι χρήσιμο και στη μελισσοκομία. Κατάλληλο είναι επίσης και για χλοοτάπητες.
Βοτανικά χαρακτηριστικά έρποντος τριφυλλιού
Το έρπον τριφύλλι είναι τετραπλοειδές είδος. Έχει πολλούς γενοτύπους, οι οποίοι διαφέρουν σημαντικά ως προς το μέγεθος. Το έρπον τριφύλλι είναι πολυετές φυτό. Το φύτρωμα είναι επίγειο. Η πασσαλώδης ρίζα των νεαρών φυταρίων διατηρείται τα πρώτα 1-2 έτη, ενώ αναπτύσσεται και πλάγιο ριζικό σύστημα. Ο κύριος όγκος του ριζικού συστήματος βρίσκεται σε βάθος μέχρι 30cm. Κατά τη διάρκεια των τεσσάρων πρώτων εβδομάδων τα φυτά αναπτύσσονται σαν μία μορφή ροζέτας και στη συνέχεια εκπτύσσονται βλαστοί (στόλωνες) από οφθαλμούς του κυρίως βλαστού, ο οποίος σταματά να αναπτύσσεται. Με τον τρόπο αυτό ανάπτυξης το έρπον τριφύλλι δεν έχει όρθιους βλαστούς. Οι στόλωνες παρουσιάζουν συνεχή ανάπτυξη, έχοντας ακραίο μερίστωμα, έρπουν και τα γόνατα (οφθαλμοί) που έρχονται σε επαφή με το έδαφος, εάν υπάρχει η κατάλληλη υγρασία, ριζοβολούν. Η ανάπτυξη και η επιβίωση του καθενός εξαρτάται από το δικό του ριζικό σύστημα.
Οι στόλωνες είναι γενετικά όμοιοι, δεν συνδέονται όμως μεταξύ τους. Κάθε στόλωνας μπορεί να σχηματίσει νέους στόλωνες και κατ' αυτόν τον τρόπο θεωρητικά το έρπον τριφύλλι μπορεί να ζει συνέχεια. Η μορφολογία που παρουσιάζει το φυτό εξαρτάται εν μέρει από το γενότυπο. Επηρεάζεται σημαντικά και από τη συχνότητα κοπής ή βόσκησης.
Τα φύλλα αναπτύσσονται κατ' εναλλαγή επάνω στους στόλωνες και είναι σύνθετα με τρία φυλλάρια. Κάθε φυλλάριο έχει ωοειδές σχήμα ή ελαφρά στρογγυλεμένο και συνήθως, όχι πάντα, φέρει χαρακτηριστική κηλίδα σε σχήμα V περισσότερο ή λιγότερο ευδιάκριτη. Ο μίσχος των φύλλων είναι μακρύς. Τα άνθη εκφύονται κατά κεφαλές στην άκρη μακρών αξόνων οι οποίοι βλαστάνουν από τους κόμβους των ερπόντων βλαστών. Από κάθε κόμβο μπορεί να εκπτυχθεί στόλωνας ή ανθοταξία όχι όμως και τα δύο. Τα άνθη είναι μικρού μεγέθους και έχουν χρώμα λευκό, αλλά και αποχρώσεις του ροζ στον άγριο τύπο. Γενικά θεωρείται φυτό μακράς φωτοπεριόδου. Είναι φυτό σταυρογονιμοποιούμενο και πρακτικά αυτόστειρο. Στη σταυρογονιμοποίηση οφείλεται η μεγάλη παραλλακτικότητα μεταξύ των γενοτύπων ως προς τα διάφορα χαρακτηριστικά.
Οι λοβοί είναι μικροί και περιέχουν μέχρι 3-4 σπόρους. Οι σπόροι είναι πολύ μικροί (1.400-1.800 σπόροι/g) με σχήμα στρογγυλό ή ωοειδές και χρώμα αρχικά κίτρινο, στιλπνό, το οποίο με τον καιρό αλλάζει και γίνεται ερυθρό-καφέ. Το ποσοστό σκληρών σπόρων στο έρπον τριφύλλι είναι υψηλό, μέχρι 60%.
Στις Η.Π.Α. ταξινομείται σε τρεις βασικούς τύπους:
- Μικρόσωμος ή άγριος. Φυτά νάνα, με μικρά μεσογονάτια διαστήματα, κοντούς μίσχους, μικρά φυλλάρια και συμπαγείς ταξιανθίες με μικρά άνθη. Κυρίως απαντάται ως αυτοφυές και λόγω της μικρής του παραγωγής σε φυτομάζα, χρησιμοποιείται ελάχιστα στη δημιουργία τεχνητών λειμώνων ή τη βελτίωση λιβαδιών.
- Ενδιάμεσος ή ολλανδικός. Φυτά μετρίου μεγέθους, με βλαστούς, φυλλάρια και άνθη μεγαλύτερα από τον προηγούμενο τύπο. Καλλιεργούνται αρκετές ποικιλίες αυτού του τύπου.
- Μεγαλόσωμος ή γιγάντιος. Έχει μεγαλύτερους βλαστούς, φυλλάρια, άνθη και μεγαλύτερη παραγωγή φυτομάζας από τους δύο προηγούμενους τύπους. Ο τύπος αυτός προήλθε από έναν οικότυπο των αρδευόμενων λειμώνων της Β. Ιταλίας ονομαζόμενο "Ladino Gigante Lodigiano". Από αυτόν τον οικότυπο προήλθε το όνομα Ladino τριφύλλι, το οποίο αρχικά αναφερόταν στο συγκεκριμένο οικότυπο και αργότερα σε όλους τους μεγαλόσωμους τύπους του Τ. repens. Η χρησιμοποίηση όμως του ονόματος Ladino για όλους τους μεγαλόσωμους τύπους δεν είναι σωστή, καθ' όσον οι τελευταίοι που προέκυψαν με τη βελτίωση και καλλιεργούνται, διαφέρουν τελείως από τον αρχικό οικότυπο που προήλθε από την Ιταλία.
Εδαφοκλιματικές συνθήκες έρποντος τριφυλλιού
Ευνοϊκές συνθήκες για την ανάπτυξη του έρποντος τριφυλλιού έχουν οι υγρές και δροσερές περιοχές, στις οποίες η ανάπτυξή του είναι συνεχής. Στις θερμές περιοχές με περιορισμένη υγρασία, η εντονότερη ανάπτυξη του γίνεται κατά τις δροσερές εποχές του έτους. Σε συνθήκες ξηρασίας τα φυτά μειώνουν το μέγεθος των φύλλων και των υπολοίπων οργάνων και η ανάπτυξή τους επιβραδύνεται. Εάν η υγρασία του εδάφους είναι πολύ μικρή το υπέργειο τμήμα ξηραίνεται και τα φυτά πέφτουν σε λήθαργο. Σε αυτές τις περιοχές οι στόλωνες που παράγονται το ένα έτος, συνήθως πεθαίνουν το καλοκαίρι του επόμενου έτους. Έτσι ο πολυετής χαρακτήρας του φυτού είναι το αποτέλεσμα παραγωγής νέων στολώνων παρά μακροζωίας επιμέρους μερών του φυτού. Αντέχει αρκετά στις χαμηλές θερμοκρασίες του χειμώνα και έρευνες έδειξαν ότι μεγαλύτερη ευαισθησία παρουσιάζουν οι παλαιότερες φυτείες σε σχέση με τις νεότερες.
Το έρπον τριφύλλι προσαρμόζεται σε μεγάλη ποικιλία εδαφών. Καλύτερα θεωρούνται τα αργιλώδη ή πηλώδη, πλούσια σε ασβέστιο, φωσφόρο και κάλιο, εδάφη. Παρουσιάζει μεγαλύτερη αντοχή στην οξύτητα του εδάφους σε σύγκριση με τη μηδική, η προσθήκη όμως ασβεστίου στα όξινα εδάφη αυξάνει την παραγωγή χόρτου και την επιβίωση των φυτών. Καταλληλότερο pH θεωρείται το 6,0-6,5.
Πληροφοριακά στοιχεία
| ||||||
|
Ευδοκιμεί στις περιοχές
Σχετικές σελίδες
- Καλλιέργεια έρποντος τριφυλλιού
- Τριφύλλι φυτό
- Εκτροφή μελισσών
- Βοτανικά χαρακτηριστικά έρποντος τριφυλλιού
- Εδαφοκλιματικές συνθήκες έρποντος τριφυλλιού
Βιβλιογραφία
- ↑ "Ειδική γεωργία, Σιτηρά και ψυχανθή", Δέσποινα Παπακώστα-Τασοπούλου, Καθηγήτρια Γεωπονικής Σχολής Α.Π.Θ.
- ↑ "Καλλιεργούμενα φυτά για την εκτροφή σαλιγκαριών στην Ελλάδα", Πτυχιακή εργασία του Αργύριου Καλαϊτζίδη, Αλεξάνδρειο Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Θεσσαλονίκης, Σχολή Τεχνολογίας Γεωπονίας, Τμήμα Φυτικής Παραγωγής, Θεσσαλονίκη 2013.