Καλλιέργεια λούπινου
Το λούπινο καλλιεργείται κυρίως για:
- ζωοτροφή, κυρίως ως καρπός και λιγότερο ως χορτομάζα,
- κατανάλωση του σπόρου από τον άνθρωπο λόγω της υψηλής του περιεκτικότητας σε πρωτεΐνη και
- χρησιμοποίηση ως χλωρά λίπανση.
Η πρώτη είναι η κυριότερη χρήση του φυτού παγκοσμίως. Οι καρποί του λούπινου περιέχουν διάφορους αντιθρεπτικούς παράγοντες, όπως αλκαλοειδή, ολιγοζαχαρίτες, φυτικό οξύ και πολυφαινόλες. Επίσης τα λούπινα προκαλούν μία μυκοτοξίνωση η οποία καλείται λουπίνωση. Αυτή, υπάρχει κίνδυνος να εμφανισθεί σε πολλά είδη ζώων, όταν τραφούν με βλαστικά τμήματα του φυτού (κυρίως μετά τη συγκομιδή του καρπού), τα οποία έχουν προσβληθεί από τον μύκητα Diaporthe toxica (παλαιότερη ονομασία Phomopsis leptostromiformis). Ο μύκητας εκλύει τοξίνες, τις φομοψίνες, οι οποίες προκαλούν βλάβες κυρίως στο συκώτι του ζώου και σε προχωρημένη κατάσταση μπορεί να επιφέρουν και το θάνατό του.
Με τη βελτίωση δημιουργήθηκαν στα κυρίως καλλιεργούμενα είδη ποικιλίες με μικρή περιεκτικότητα σε αλκαλοειδή που ονομάζονται «γλυκά» λούπινα σε αντιδιαστολή με τις ποικιλίες υψηλής περιεκτικότητας σε αλκαλοειδή, τα «πικρά» λούπινα. Οι σπόροι των "γλυκών" λούπινων μπορούν να καταναλωθούν από τους ανθρώπους και τα ζώα χωρίς προβλήματα.
Το λούπινο καλλιεργείται σήμερα σε πολλές χώρες του κόσμου, με τη μεγαλύτερη ποσότητα παραγομένων σπόρων στην Αυστραλία. Ακολουθούν η Χιλή, η Γαλλία, οι χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, το Μαρόκο, η Ισπανία, η Πολωνία, το Περού. Στην πλειονότητα καλλιεργούνται τα «γλύκα» λούπινα. Η Αυστραλία είναι και η κυριότερη χώρα εξαγωγής λούπινων στην Ευρώπη και την Αμερική. Στις άλλες χώρες όπου καλλιεργούνται λούπινα, δεν υπάρχουν οργανωμένες εξαγωγές. Στη χώρα μας οι εκτάσεις που καταλαμβάνει το λουπινο είναι περιορισμένες και εντοπίζονται κυρίως στις νότιες περιοχές (Πελοπόννησος, Κρήτη).
Σχετικές σελίδες
Βιβλιογραφία
- ↑ "Ειδική γεωργία, Σιτηρά και ψυχανθή", Δέσποινα Παπακώστα-Τασοπούλου, Καθηγήτρια Γεωπονικής Σχολής Α.Π.Θ.