Αγελαδινό γάλα
Το αγελαδινό γάλα είναι μία πλήρης τροφή, που καλύπτει σχεδόν όλες τις ανάγκες που έχει ο ανθρώπινος οργανισμός. Για την ακρίβεια, αποτελείται από πρωτεΐνες, λακτόζη, τριγλυκερίδια, φώσφορο, ασβέστιο και βιταμίνες (B2, A και κυρίως D). Τονίζουμε την πλούσια περιεκτικότητά του σε ασβέστιο, φωσφόρο και λυσίνη, ένα αμινοξύ που συχνά λείπει από τις φυτικές πρωτεΐνες. Επιπλέον, το γάλα της αγελάδας περιέχει κατά μέσο όρο 4% λιπίδια στα 100ml, με τη συντριπτική πλειονότητα να είναι κορεσμένα λιπαρά. Το αγελαδινό γάλα, όμως, υστερεί σε λινολεϊκό οξύ συγκριτικά με το μητρικό γάλα, το οποίο είναι 50 φορές πιο πλούσιο. Επιπλέον, το αγελαδινό γάλα περιέχει 5% γλυκίδια, και κυρίως υπό τη μορφή λακτόζης. Η κατανάλωσή του είναι πολύ σημαντική για τα παιδιά, διότι θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες ανάπτυξης του σκελετού και διατήρησης της πεπτικής γαλακτικής χλωρίδας. Επιπρόσθετα, ευνοεί την απορρόφηση του ασβεστίου. Εντούτοις, έχει παρατηρηθεί αρκετές φορές δυσανεξία στη λακτόζη, εξαιτίας της έλλειψης λακτάσης στους ενήλικες. Το γάλα αγελάδας είναι πλούσιο και σε μεταλλικά στοιχεία, με κυρίαρχο το ασβέστιο και το φώσφορο, που ευνοούν την απορρόφησή του από τον οργανισμό. Περιέχει όλες τις βιταμίνες, με εξαίρεση τη βιταμίνη Β12, ενώ περιέχει 0,1 έως 0,2mg βιταμίνης D και 2mg βιταμίνης C.
Φρέσκο Αγελαδινό γάλα
Διαχωρίζεται, σύμφωνα με την περιεκτικότητά του σε λίπος, σε τρεις (3) κατηγορίες:
- πλήρες, με όλα τα λιπαρά (τουλάχιστον 3,25%),
- με χαμηλά λιπαρά (2% ή λιγότερο)
- χωρίς λιπαρά.
Τα θετικά του είναι ότι μπορεί κανείς να βρει και τις 3 κατηγορίες φρέσκου αγελαδινού γάλακτος με προσθήκη επιπλέον ασβεστίου, με προσθήκη λιπαρών Ω-3 ή με βιταμίνη D και E. Tο φρέσκο αγελαδινό γάλα μικρής διάρκειας μπορεί να κρατήσει μέχρι και πέντε μέρες από την ημερομηνία εμφιάλωσης και παστεριώνεται στους 71,7oC για 15 δευτερόλεπτα τουλάχιστον. Δεν έχει ιδιαίτερα έντονη οσμή.
Τα αρνητικά του είναι ότι έχει λιγότερο ασβέστιο σε σχέση με άλλα γάλατα (πρόβειο και κατσικίσιο) και χαμηλότερη περιεκτικότητα σε νιασίνη (Β3), Β6 και βιταμίνη C, ενώ λόγω της περιεκτικότητάς του σε λακτόζη δεν είναι ανεκτό από άτομα που δεν διαθέτουν το ένζυμο λακτάση (υπολακτασία) που διασπά τον εν λόγω δισακχαρίτη.