Πυρετός Q των βοοειδών
Ο πυρετός Q οφείλεται σε μία ρικέττσια, την Coxiella burnetii. Η νόσος εντοπίζεται συνήθως σε μέρη όπου εκτρέφονται αγελάδες και αιγοπρόβατα. Κρότωνες της οικογένειας Ixodidae και Argasidae θεωρούνται δεξαμενές του μικροβίου. Η C. Burnetii κατατάσσεται στην οικογένεια των ρικεττσιών. Πρόκειται για ενδοκυτταρικό, gram-αρνητικό βακτήριο, ανθεκτικό στο εξωτερικό περιβάλλον όπου μπορεί να επιβιώσει για εβδομάδες ή και χρόνια. Στο γάλα, η Coxiella καταστρέφεται μόνο μετά από υψηλή παστερίωση (73oC για 15"). Η επιδημιολογία της νόσου είναι σύνθετη δεδομένου ότι εμφανίζοναι δύο κύκλοι μετάδοσής της. Στον έναν κύκλο μετάδοσης, ο μικροοργανισμός κυκλοφορεί μεταξύ των άγριων ζώων και των εκτοπαρασίτων τους κυρίως των κροτώνων. Ο άλλος κύκλος εμφανίζεται στα κατοικίδια μηρυκαστικά ανεξάρτητα από τον κύκλο των άγριων ζώων και αφορά στη μετάδοση του μικροοργανισμού από ζώο σε ζώο με τον αέρα, την άμεση επαφή, τη βρώση εμβρυικών υγρών, ή σπανιότερα μέσω του μολυσμένου γάλακτος, χωρίς να αποκλείεται και η συμμετοχή των κροτώνων. Το μικρόβιο αποβάλλεται με τα εμβρυικά υγρά, τους πλακούντες, τα κολπικά εκκρίματα καθώς επίσης και με το γάλα, τα κόπρανα, τα ούρα και το αίμα. Η σπουδαιότερη οδός μετάδοσης του μικροβίου από τα ζώα στον άνθρωπο είναι με τον αέρα μέσω μολυσμένων σωματιδίων σκόνης. Ο κίνδυνος της μόλυνσης είναι αυξημένος σε εκείνα τα άτομα που έρχονται σε άμεση ή έμμεση επαφή με τα μολυσμένα ζώα (κτηνίατροι. Εργαστηριακοί, εργάτες βιομηχανίας επεξεργασίας κρέατος, εκδοροσφαγείς), για το λόγο αυτό ο πυρετός Q θεωρείται και επαγγελματική νόσος. Η κατανάλωση μη παστεριωμένου μολυσμένου γάλακτος ή γαλακτοκομικών προϊόντων εμπλέκεται εξίσου στη μετάδοση της νόσου.
- Κλινικά ευρήματα και διάγνωση της νόσου στα ζώα.
Η νόσος στα κατοικίδια ζώα είναι συνήθως υποκλινική μπορεί όμως να προκαλέσει ανορεξία και αποβολή στο πρόβατο και την αίγα. Στην αγελάδα, επιστημονικές μελέτες αναφέρουν την C. Burnetii σαν παράγοντα αγονιμότητας και παροδικών αποβολών που συνοδεύονται από κατακράτηση πλακούντα, ενδομητρίτιδα ή τη γέννηση ελλειποβαρούς μόσχου. Μετά τη μόλυνση του ζώου, η C. Burnetii μπορεί να εντοπιστεί στους μαστούς, τους μαστικούς λεμφαδένες, τον πλακούντα, τη μήτρα από όπου μπορεί να αποβάλεται μετά τον τοκετό και τη γαλουχία. Οι παθολογοανατομικές αλλοιώσεις δεν είναι παθογνωμικές της νόσου με αποτέλεσμα στη διαφορική διάγνωση να περιλαμβάνονται όλοι οι λοιμώδεις και μη παράγοντες που μπορεί να προκαλέσουν αποβολή. Συχνά αναφέρεται συνύπαρξη της C. Burnetii με είδη του γένους Chlamydia. Η διάγνωση της νόσου στο εργαστήριο μπορεί να γίνει ορολογικά, μετά από εξέταση αιμοδειγμάτων ή με απομόνωση του βακτηρίου από παθολογικό υλικό. Συνηθέστερες τεχνικές για τον ορολογικό έλεγχο είναι ο έμμεσος ανοσοφθορισμός, η σύνδεση του συμπληρώματος και η ELISA (Enzyme-linked immunosorbent assay). Τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να εφαρμόζεται και η μέθοδος της αλυσιδωτής αντίδρασης της πολυμεράσης (Polymerase Chain Reaction - PCR). Η εφαρμογή της PCR σε σύγκριση με άλλες εργαστηριακές τεχνικές, όπως ο ενοφθαλμισμός εμβρυοφόρων αυγών, η ανάπτυξη σε κυτταροκαλλιέργειες ή η πειραματική μόλυνση ζωικών προτύπων, θεωρείται ταχύτερη και ασφαλέστερη για το προσωπικό των εργαστηρίων. Η απομόνωση του μικροβίου μπορεί να γίνει από παθολογικό υλικό όπως εμβρυϊκοί υμένες, κολπικό έκκριμα, στομαχικό περιεχόμενο αποβληθέντος εμβρύου σπανιότερα δε από γάλα ή πρωτόγαλα. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι λόγω της υψηλής λοιμογόνου δράσης της η Coxiella θεωρείται σαν ένας από τους πλέον επικίνδυνους παράγοντες για το εργαστήριο.
- Θεραπεία, έλεγχος και πρόληψη της νόσου.
Τα μέτρα ελέγχου που θα πρέπει να λαμβάνονται σε μολυσμένες εκτροφές προκειμένου να περιοριστεί η διασπορά του μικροβίου είναι ο διαχωρισμός των εγκύων (ετοιμόγεννων) ζώων, το κάψιμο ή ο ενταφιασμός των εμβρυικών υμένων. Σε ό,τι αφορά τα μέτρα πρόληψης αυτά θα πρέπει να περιλαμβάνουν:
- Ενημέρωση της κοινής γνώμης και ιδιαίτερα των ατόμων που ανήκουν στις ομάδες υψηλού κινδύνου σχετικά με τις πηγές μόλυνσης.
- Διατήρηση των εκτροφών μακρυά από αστικές περιοχές. Περιοδικός έλεγχος των ζώων.
- Καραντίνα των νεοεισαγόμενων, σε μία εκτροφή, ζώων.
- Απομόνωση των ζώων που πρόκειται να γεννήσουν σε κλειστό κατά προτίμηση χώρο, κατάλληλη διαχείριση των εμβρυϊκών υμένων, της στρωμνής και λοιπών υλικών καθώς και των αποβαλόμενων εμβρύων (υγειονομική ταφή, κάψιμο), απολυμάνσεις των χώρων.
- Περιορισμός των νεογέννητων με τις μητέρες τους για 14 τουλάχιστον μέρες μετά τη γέννηση.
- Συχνές απολυμάνσεις των σταυλικών εγκαταστάσεων και του εξοπλισμού.
- Το προσωπικό που κουρεύει τα πρόβατα θα πρέπει να φορά προστατευτικές μάσκες, το δε μαλλί να διατηρείται σε κλειστό χώρο μέχρι τη συλλογή του.
- Μετά το κούρεμα τα ζώα να υποβάλλονται σε αντιπαρασιτικό λουτρό για προστασία από τα εκτοπαράσιτα.
- Αυστηρή τήρηση των κανόνων ατομικής υγιεινής, πλύσιμο των χεριών μετά από τους χειρισμούς στα ζώα.
- Απαγόρευση της κατανάλωσης τροφής, νερού και καπνίσματος κατά τη διάρκεια χειρισμών στα ζώα.
- Παστερίωση του γάλακτος.