Η βιολογία της όρνιθας

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Γενικά

Σκελετός πτηνών
Το δεξιό πόδι του πετεινού

Οι όρνιθες είναι θερμόαιμοι οργανισμοί, υψηλού ρυθμού μεταβολισμού και επίσης χαρακτηρίζονται από το ότι η ανάπτυξη των απογόνων γίνεται εκτός του σώματος της μητέρας.

Από ανατομική άποψη κατατάσσονται μεταξύ των πλέον εξειδικευμένων σπονδυλωτών με προσαρμογή του οργανισμού για περιορισμένη πτήση. Η κάλυψή τους με φτερά τα κατατάσσει σε χωριστή τάξη από άλλα είδη ζώων.

Η θερμοκρασία του σώματος των πτηνών είναι λίγο ανώτερη από τα άλλα κατοικίδια ζώα με μέση τιμή περίπου 41-50oC. Κυμαίνεται μεταξύ 40,5oC και 43oC κατά τη διάρκεια του 24ώρου με χαμηλότερη κατά το μεταμεσονύκτιο.

Η όρνιθα χαρακτηρίζεται σαν οργανισμός από υψηλή πίεση αίματος και των καρδιακών παλμών. Οι μικρόσωμες φυλές έχουν γύρω στους 300 παλμούς το λεπτό ενώ οι βαρύσωμες γύρω στους 250 ανά λεπτό. Ξαφνικές διαταραχές προκαλούν αύξηση των παλμών μέχρι 500-550 ανά λεπτό και η κατάσταση αυτή αργεί να αποκατασταθεί.

Πτέρωμα

Τα φτερά των ορνίθων, μικρά και μεγάλα χρησιμεύουν για να προστατεύουν τα πτηνά από εξωτερικές δυσμενείς συνθήκες και για να διατηρούν το σώμα τους θερμό. Η ετήσια ανανέωση του πτερώματος αποτελεί ένα σοβαρό φυσιολογικό κόστος για την όρνιθα, διότι το βάρος του πτερώματος ανέρχεται σε 4-9% του ζωντανού βάρους του πτηνού αναλόγως του φύλου και της ηλικίας του πτηνού. Τα φτερά παρόλο ότι καλύπτουν ολόκληρο το σώμα των πτηνών εν τούτοις εκφύονται από ορισμένες μόνο περιοχές του σώματος. Κάθε φτερό αποτελείται από το στέλεχος και τον ιστό. Το τμήμα του στελέχους που φέρει τον ιστό λέγεται ράχη, το ελέυθερο λέγεται καλάμη. Η καλάμη στα νεαρά φτερά είναι μαλακή με ρόδινο χρωματισμό, στα παλαιά είναι σκληρή και πρασινωπή. Ο ιστός αποτελείται από ίνες που συμπλέκονται μεταξύ τους, ώστε να δημιουργείται μια συμπαγής και λεπτή επιφάνεια. Οι πρώτες ίνες λέγονται γένεια. Στα νεαρά πτερά ο ιστός είναι συμπαγής και στιλπνός. Τα φτερά διακρίνονται σε 4 κατηγορίες:

  • Μεγάλα φτερά ευμεγέθη και δύσκαμπτα, τα οποία είναι δύο ειδών, τα διευθυντήρια ή πηδαλιώδη τα οποία είναι 14, που φύονται στην ουρά και τα ερετικά που φύονται στις πτέρυγες,
  • Τα καλυπτήρια που είναι λιγότερο δύσκαμπτα και καλύπτουν όλο το σώμα του πτηνού,
  • Τα πτίλα εύκαμπτα και βρίσκονται κάτω απ' τα καλυπτήρια και
  • Τα τριχόπτερα που αφθονούν στη χώρα του τραχήλου και της κοιλιάς.

Το δέρμα

Οι όρνιθες έχουν σχετικά λεπτό δέρμα, ελεύθερο από εκκριτικούς αδένες. Η μόνη εξαίρεση είναι ο ουροπηγαίος αδένας που βρίσκεται στο ανώτερο τμήμα της ουράς. Εξαρτήματα του δέρματος είναι το λοφίο, οι παρωτίδες, τα κάλλαια (λειρί), το ράμφος, οι φολίδες (λέπια), τα πλήκτρα και τα νύχια των ποδιών. Το μέγεθος και το χρώμα του λοφίου και των λειριών συνδέονται στενά με την ανάπτυξη των γονάδων και στα δύο φύλα. Στις όρνιθες χρησιμοποιούνται σαν στοιχεία βοηθητικά για τη διάκριση καλών και κακών ωοτόκων ορνίθων. Οι απλοί χρωματισμοί του δέρματος είναι λευκός, κίτρινος και ο μελανός, που είναι σπάνιος και δεν συναντάται σε εκτρεφόμενες φυλές. Ο κίτρινος χρωματισμός του δέρματος και της κνήμης οφείλεται σε χρωστικές τροφικής προέλευσης σε συνδυασμό με την απουσία μελανίνης. Οι προτιμήσεις των καταναλωτών είναι για κίτρινο χρωματισμό δέρματος γι' αυτό και η ειλογή γίνεται προς αυτή την κατέυθυνση στη κρεοπαραγωγή. Τα συνήθη σχήματα λοφίου στις όρνιθες είναι το απλό που απαντάται στις περισσότερες φυλές, ρόδου, πίσου και καρύου. Ο χρωματισμός των παρωτίδων δεν οφείλεται σε χρωστική αλλά στην αφθονία των αιμοφόρων αγγείων.

Ο σκελετός

Ο σκελετός της όρνιθας είναι συμπαγής, ελαφρός και πολύ στερεός. Οι σπόνδυλοι του λαιμού και της ουράς μπορούν να κινούνται. Οι σπόνδυλοι του σώματος είναι σταθεροί και συμφύονται σε μία γερή κατασκευή η οποία δίνει τη δυνατότητα να συγκρατούνται οι πτέρυγες. Χαρακτηριστικό των πτηνών είναι ότι πολλά από τα οστά τους είναι πνευματικά ή αεροφόρα, δηλαδή είναι κοίλα και συνδέονται με το αναπνευστικό σύστημα, έτσι ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν για αναπνοή εάν είναι κλεισ΄τη η τραχεία. Επίσης πολλά από τα οστά είναι μυελώδη δηλαδή η κοιλότητα του μυελού είναι πλήρης από λεπτά κοκκία τα οποία και αποτελούν μια ευκόλως διαθέσιμη πηγή Ca για το κέλυφος των αυγών όταν η πρόσληψη του Ca είναι περιορισμένη. Τέτοια οστά είναι η κνήμη, ο μηρός, τα ηβικά οστά, το στέρνο, οι πλευρές, η ωλένη, τα δάκτυλα και η ωμοπλάτη. Περίπου 12% των οστών μιας ώριμης όρνιθας είναι μυελώδη. Όμως οι ποσότητες Ca που αποθηκεύονται στο σκελετό των ορνίθων είναι επαρκείς για το κέλυφος πολύ περιορισμένου αριθμού αυγών.

Το μυϊκό σύστημα

Υπάρχουν τρία κύρια είδη μυών:

  • Λείοι μύες (αγγεία αίματος, έντερα κ.ά.),
  • Καρδιακοί μύες και
  • Σκελετικοί μύες. Οι σκελετικοί μύες είναι υπεύθυνοι για τις ελεγχόμενες κινήσεις των πτηνών και αποτελούν το μεγαλύτερο εδώδιμο μέρος του σφαγίου της όρνιθας. Το στήθος, ο μηρός, η κνήμη είνια τα κύρια μυϊκά συστήματα στο σώμα του πτηνού. Ειδικά οι μύες του στήθους αποτελούν ένα εξαιρετικά μεγάλο τμήμα. Οι όρνιθες και οι γαλοπούλες έχουν λευκούς και ερυθρούς μύες. Οι ερυθροί περιέχουν περισσότερη χρωστική απ' ό,τι οι λευκοί.

Το αναπνευστικό σύστημα

Το αναπνευστικό σύστημα αποτελείται από τους πνεύμονες και όλες τις ατραπούς που οδηγούν στους πνεύμονες (άνω λάρυγγας, τραχεία, σύραγγες, κάτω λάρυγγας, αεροφόροι σάκοι). Οι πνεύμονες είναι προσκολλημένοι στις πλευρές στο ανώτερο τμήμα της θωρακικής κοιλότητας και αποτελούν μάλλον συμπαγή κατασκευή, η οποία δεν αλλάζει σχεδόν διαστάσεις κατά την αναπνοή. Η διαφορά πιέσεως μέσα στους αεροφόρους σάκους προκαλεί την είσοδο και έξοδο του αέρα από τους πνεύμονες. Η όρνιθα έχει 4 ζεύγη αεροφόρων σάκκων, τοποθετουμένων από του τραχήλου μέχρι της κοιλίας. Οι αεροφόροι σάκοι επικοινωνούν με τους πνεύμονες και με τις κοιλότητες των περισσότερων οστών του σώματος, είναι πολύ ευαίσθητες κατασκευές με τοιχώματα πολύ λεπτά. Οι αεροφόροι σάκοι διευκολύνουν επίσης την πτήση και την ισορροπία του πτηνού κατά την πτήση.

Η όρνιθα στερείται ιδρωτοποιών αδένων, έτσι οι πνεύμονες και οι αεροφόροι σάκοι θεωρούνται οι κυριότεροι παράγοντες εξατμίσεως, για την εξουδετέρωση των δυσμενών επιδράσεων των υψηλών θερμοκρασιών. Μελέτες πανεπιστημίου δίνουν μεγαλύτερη βαρύτητα στο ρόλο του λοφίου και των λειριών γιατί διαπιστώθηκε ότι το 40% της θερμότητας που χάνεται προέρχεται από την περιοχή της κεφαλής. Γι' αυτό η αποκοπή μέρους του λοφίου που εφαρμόζεται στην πράξη στις όρνιθες πρέπει να εξετάζεται με επιφύλαξη.

Η φωνή των πτηνών παράγεται αποκλειστικά στον σύριγγα, που βρίσκεται στο κατώτερο σημείο του λάρυγγα όπου η τραχεία διακλαδίζεται στους δύο βρόγχους. Είναι το ίδιο στα αρσενικά και στα θηλυκά, ο ανώτερος λάρυγγας εξυπηρετεί για τη ρύθμιση της φωνής. Η κανονική θηλυκή όρνιθα δεν λαλεί γιατί στερείται του ψυχολογικού αιτίου. Εάν της προκληθεί πειραματικά, με επαρκή ένεση αρσενικών ορμονών, θα μπορούσε να λαλεί.

Το πεπτικό σύστημα

Η ανάπτυξη και η ανατομική κατασκευή του πεπτικού συστήματος κατά κύριο λόγο καθορίζει και τον τύπο της τροφής που ταιριάζει σε κάθε είδος. Τα σαρκοφάγα έχουν πολύ μικρό πεπτικό χώρο ενώ στα φυτοφάγα το μήκος του είναι σχετικά μεγάλο. Η σχέση του μήκους του σώματος προς το μήκος του πεπτικού συστήματος στην όρνιθα είναι 1:4. Η όρνιθα έχει ένα απλό πεπτικό σύστημα, στο οποίο τον κύριο λόγο για τη διάσπαση της τροφής δεν έχουν οι μικροοργανισμοί αλλά διάφορα ένζυμα που εκκρίνονται από κατάλληλα τμήματα του πεπτικού συστήματος. Το πεπτικό σύστημα των πτηνών αποτελείται από τα εξής μέρη:

  • στόμα,
  • οισοφάγος,
  • πρόλοβο,
  • αδενώδη στόμαχο,
  • μυώδη στόμαχο,
  • δωδεκαδάκτυλο,
  • λεπτό έντερο,
  • παχύ έντερο. Μεταξύ του λεπτού και του παχέως εντέρου βρίσκεται το τυφλό έντερο. Το πεπτικό σύστημα συνοδεύεται από το πάγκρεας και το ήπαρ.

Στόμα

Το κύριο χαρακτηριστικό του στόματος των πτηνών είναι η απουσία δοντιών και χειλέων. Αυτά αντικαθίστανται από δύο κερατινώδεις σιαγόνες που σχηματίζουν το ράμφος. Η κατασκευή της γλώσσας και οι σιελογόνοι αδένες διευκολύνουν το πέρασμα της τροφής προς τον οισοφάγο.

Οισοφάγος

Ο οισοφάγος χαρακτηρίζεται από μεγάλο μήκος. Μια διεύρυνση αυτού, ο πρόλοβος, χρησιμεύει για την αποθήκευση της τροφής.

Αδενώδης στόμαχος

Παρουσιάζεται σαν μια μεγέθυνση στο τέλος του οισοφάγου. Έχει ατρακτοειδές σχήμα και ενώνεται απ' ευθείας με τον μυώδη στόμαχο. Η τροφή παραμένει πολύ λίγο στο χώρο αυτό, περιβάλλεται όμως από HCI και πεψίνη κατά την διέλευσή της.

Μυώδης στόμαχος

Ο μυώδης στόμαχος έχει σχήμα ωοειδές. Αποτελείται από δυο ζεύγη ερυθρών, χονδρών, ισχυρών μυών που καλύπτονται εσωτερικά με ένα κεράτινο επιθήλιο. Όταν είναι κενός από τροφή δεν κινείται, αλλά μόλις διέρχεται τροφή κινείται ρυθμικά και με πολύ μεγάλη δύναμη. Η κύρια λειτουργία του είναι το άλεσμα, σπάσιμο της τροφής. η οποία όταν πρόκειται ειδικά για σπόρους ολόκληρους είναι τελείως απαραίτητος για την πέψη αυτών. Το άλεσμα διευκολύνεται με την παρουσία μικρών χαλικιών που παίρνονται κατά την πρόσληψη της τροφής.

Έντερο

Το έντερο διακρίνεται στο δωδεκαδάκτυλο και στο λεπτό έντερο. Στο λεπτό έντερο εκκρίνονται ένζυμα που συμπληρώνουν την υδρόλυση των τροφών από το παγκρεατικό υγρό. Έτσι οι πρωτεΐνες αποδομούνται σε πεπτίδια και οι δισακχαρίτες σε απλά σάκχαρα. Το επιθήλιο που καλύπτει το λεπτό έντερο έχει μια τρομερή επιφάνεια ώστε γίνεται ταχύτατα η απορρόφηση των συστατικών. Σχεδόν όλα τα συστατικά, τα απαραίτητα από έναν οργανισμό πέπτονται και απορροφώνται από το λεπτό έντερο. Μια όρνιθα μπορεί να πέψει και να απορροφήσει ένα πλήρες γεύμα σε λιγότερο από τρεις ώρες.

Πάγκρεας

Παράλληλα προς το δωδεκαδάκτυλο βρίσκεται εγκλωβισμένο το πάγκρεας που εκκρίνει το παγκρεατικό υγρό στο κατώτερο τμήμα του δωδεκαδάκτυλου. Το υγρό αυτού εξουδετερώνει την έκκριση των οξέων του αδενώδους στομάχου, περιέχει ένζυμα που υδρολύουν πρωτεΐνες, άμυλο και λίπη.

Ήπαρ (συκώτι)

Η χολή είναι απαραίτητη για την κατάλληλη απορρόφηση των λιπών από το λεπτό έντερο. Παράγεται στο συκώτι και μεταφέρεται στο κατώτερο τμήμα του δωδεκαδάκτυλου από δυο χοληφόρους αγωγούς. Ο ένας στο δεξιό λοβό του συκωτιού έχει μεγέθυνση και σχηματίζει την χοληδόχο κύστη, όπου συγκεντρώνεται και αποθηκεύεται η χολή. Η απρουσία τροφής στο δωδεκαδάκτυλο προκαλεί συστολές στην χοληδόχο κύστη που αδειάζει στο λεπτό έντερο.

Τυφλό έντερο

Στο σημείο που ενώνεται το λεπτό έντερο με το παχύ έντερο υπάρχουν δυο τυφλά τμήματα εντέρου, που είναι πλήρη από υλικό κοπριάς. Με τα μοντέρνα σιτηρέσια υψηλής πεπτικότητας η σημασία του τυφλού εντέρου στην πέψη είναι περιορισμένη. Στα πτηνά όμως που τρέφονται με σιτηρέσια πλούσια σε ινώδεις ουσίες, κάποια πέψη των ινών γίνεται στο τμήμα αυτό με τη βοήθεια μικροοργανισμών.

Παχύ έντερο

Το παχύ έντερο είναι πολύ μικρού μήκους και αποτελείται από το απηυθυσμένο και την αμάρα. Η αμάρα είναι κοιλότητα κοινή του ουρογεννητικού συστήματος και του πεπτικού συστήματος και επικοινωνεί με τον πρωκτό.

Το ουροποιητικό σύστημα

Το ουροποιητικό σύστημα περιλαμβάνει τους δυο νεφρούς που βρίσκονται πίσω από τους πνεύμονες και τους ουρητήρες. Τα ούρα αποβάλλονται δια των ουρητήρων στην αμάρα και εξέρχονται μαζί με τα περιττώματα. Το λευκό πολτώδες υγρό στην όρνιθα είναι κυρίως ουρικό οξύ. Στα πτηνά το μεγαλύτερο τμήμα του N που αποβάλλουν είναι υπό μορφή ουρικού οξέως ενώ στα θηλαστικά υπό μορφή ουρίας. Τα νεφρά φιλτράρουν το αίμα καθώς διέρχεται από τους σωλινίσκους. Παίζουν βασικό ρόλο στην ισορροπία οξέων και βάσεων του οργανισμού και διατήρηση της ωσμοτικής ισορροπίας των υγρών του σώματος.

Το κυκλοφορικό σύστημα

Η καρδιά της όρνιθας έχει 4 χώρους, δύο κόλπους και δύο κοιλίες, που επιτρέπουν επαρκή κυκλοφορία προς τους πνεύμονες για να εξασφαλίζεται επαρκής ανταλλαγή O2 και CO2 για έναν έντονο μεταβολισμό. Το αίμα στην όρνιθα αποτελεί το 5-6% του βάρους του και περιέχει πλάσμα, ερυθρά κύτταρ, λευκοκύτταρα, άλατα. Τα ερυθροκύτταρα των πτηνών περιέχουν πυρήνα σε αντίθεση με των θηλαστικών. Ο ρυθμός της καρδιάς σε μια μικρόσωμη όρνιθα είναι περίπου 350 χτύποι το λεπτό. Σε μεγαλόσωμα πτηνά γύρω στους 250 χτύπους το λεπτό. Η σπλήνα βρίσκεται κοντά στο μυώδη στόμαχο, αποτελεί μια αποθήκη ερυθροκυττάρων, εκεί σχηματίζει ερυθρά και λευκά αιμοσφαίρια και αδειάζει το περιεχόμενό της στο κυκλοφορικό σύστημα. Η λειτουργία του αίματος συνίσταται:

  • Στη μεταφορά του O2 στα κύτταρα και απομάκρυνση του CO2,
  • Στην απορρόφηση θρεπτικών στοιχείων από τον πεπτικό σωλήνα και προώθηση προς τους ιστούς,
  • Στη ρύθμιση της θερμοκρασίας και απομάκρυνση των άχρηστων ουσιών και
  • Στη μεταφορά ορμονών από ορισμένους ενδοκρινείς αδένες στα διάφορα τμήματα του σώματος.

Το νευρικό σύστημα

Το νευρικό σύστημα ρυθμίζει και τη λειτουργία του σώματος. Τα κύρια στοιχεία του νευρικού συστήματος είναι τα νευρικά κύτταρα και οι απολήξεις τους. Το κύριο μέρος των νευρικών κυττάρων βρίσκεται συγκεντρωμένο στον εγκέφαλο, καθώς επίσης στο νωτιαίο μυελό και στα γάγγλια. Συνήθως το νευρικό σύστημα διακρίνεται σε δύο τμήματα, το σωματικό ή εγκεφαλονωτιαίο που είναι υπεύθυνο για την εκούσια λειτουργία του σώματος και το αυτόνομο τμήμα που είναι υπεύθυνο για την ακούσια λειτουργία οργάνων, όπως έντερα, αγγεία αίματος και αδένων.

Η όρνιθα έχει ένα πολυ μικρό εγκεφαλικό φλοιό συγκριτικά με τα ζώα. Ο υποθάλαμος είναι καλά αναπτυγμένος όπως σε πολλά θηλαστικά. Είναι υπεύθυνος για τη ρύθμιση της τροφής και την πρόσληψη νερού, τη ρύθμιση των εκκρίσεων πρόσθιου λοβού υποφύσεως, για την επιθετικότητα και τη σεξουαλική συμπεριφορά.

Η όραση είναι καλά αναπτυγμένη, η όρνιθα ανήκει στους οπτικούς οργανισμούς. Τα μάτια αποτελούν, αναλογικά προς το κεφάλι μεγαλύτερο τμήμα απ' ό,τι στα θηλαστικά. Φανερά μπορεί να διακρίνει χρώματα, διαφορές στο σχήμα και στο μέγεθος. Η ακοή επίσης είναι πολύ καλά αναπτυγμένη. Η κλώσσα όρνιθα και οι νεοσσοί της βρίσκονται σε μια επικοινωνία από τους ήχους μεταξύ τους. Το αυτί της όρνιθας είναι καλά αναπτυγμένο. Η όσφρηση δεν είναι σαν αίσθηση καλα αναπτυγμένη αν και νευροανατομικώς υπάρχει υποδομή γι' αυτό. Έτσι δεν μπορεί να διακρίνει γεύσεις ή οσμές, αν και η γεύση δεν είναι καθοριστικός παράγοντας για την αποδοχή τροφής. Γενικώς η όρνιθα έχει περιορισμένη εφυΐα.

Το ενδοκρινικό σύστημα

Το ενδοκρινικό σύστημα μαζί με το νευρικό ρυθμίζουν και ελέγχουν διάφορες λειτουργίες και διαδικασίες του σώματος. Συνίσταται από πολλούς αδένες που εκκρίνουν διάφορες ορμόνες. Από τον πεπτικό και τον εντερικό σωλήνα εκκρίνονται επίσης διάφορες ορμόνες. Ένας απ' τους αδένες η υπόφυση, ρυθμίζει σχεδόν τη λειτουργία των άλλων αδένων. Υπάρχει στενή σχέση μεταξύ νευρικού και ενδοκρινικού συστήματος. Τα ερεθίσματα λαμβάνονται από τους δέκτες του νευρικού συστήματος, μεταφέρονται στον υποθάλαμο που εκκλύει τους hormone-release παράγοντες, οι οποίοι με τη σειρά τους ενεργοποιούν την υπόφυση. Η επίδραση του φωτός στον αναπαραγωγικό κύκλο των πτηνών είναι ένα ενδεικτικό παράδειγμα της αλληλεπιδράσεως του νευρικού συστήματος και των ενδοκρινών αδένων. Οι ορμόνες του πεπτικού σωλήνα ρυθμίζουν την έκκριση των γαστρικών υγρών στον αδενώδη στόμαχο και στο πάγκρεας. Η ινσουλίνη και το γλυκογόνο που παράγονται στις νησίδες του Langerhans και τα βήτα κύτταρα στο πάγκρεας ρυθμίζουν τον μεταβολισμό των υδατανθράκων. Ο παραθυροειδής αδένας και το ultimobranchial σώμα έχουν σχέση με την εναπόθεση Ca και την ενεργοποίησή του από τα οστά και αναμφιβόλως είναι πολύ σημαντικά για την παραγωγή στερεού κελύφους των αυγών.

Πληροφορίες για το αναπαραγωγικό σύστημα υπάρχουν στη σελίδα: Αναπαραγωγή όρνιθας

Στο pdf που ακολουθεί με τίτλο "Ανατομία-φυσιολογία αγροτικών ζώων" υπάρχουν αναλυτικές πληροφορίες για το σκελετό των πτηνών. Ανατομία-φυσιολογία αγροτικών ζώων