Γένεση των αλατούχων εδαφών
Αν και τα άλατα προέρχονται κυρίως από την αποσάθρωση των πετρωμάτων και των ορυκτών, η συσσώρευσή τους σπανίως πραγματοποείται στον τόπο της παραγωγής τους. Κατά συνέπεια, τα αλατούχα εδάφη ουδέποτε σχεδόν δημιουργούνται εκεί όπου παράγονται τα άλατα, δηλαδή σπανίως έχουμε αυτόχθονα αλατούχα εδάφη. Αντίθετα, επειδή τα άλατα μεταφέρονται εν διαλύσει στο νερό, τα αλατούχα εδάφη δημιουργούνται κυρίως εκεί όπου εφαρμόζεται τελικώς το νερό για την άρδευση των καλλιεργειών. Στη γένεσή τους συμβάλλουν τα μέγιστα οι ξηροθερμικές συνθήκες, οι οποίες χαρακτηρίζονται από περιορισμένη βροχόπτωση και αυξημένη εξατμισοδιαπνοή, γεγονός που ευνοεί ιδιαίτερα τη συσσώρευση των αλάτων στο έδαφος. Η εξάτμιση του νερού από την επιφάνεια του εδάφους ευνοεί τη συμπύκνωση των αλάτων και κατ' επέκταση οδηγεί, με την πάροδο του χρόνου, στη συσσώρευση και εναλάτωση του. Οι υψηλές θερμοκρασίες και οι χαμηλές βροχοπτώσεις που επικρατούν σε πολλές περιοχές του πλανήτη, συμπεριλαμαβανόμενης και της χώρας μας καθιστούν απαραίτητη και εξόχως αναγκαία την άρδευση. Το γεγονός αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των αναγκών σε νερό , το οποίο δυστυχώς τα τελευταία χρόνια έχει καταστεί αγαθό εν ανεπαρκεία. Ως εκ τούτου, πολλοί αγρότες, πιεζόμενοι από την ανάγκη εξεύρεσης νερού, προσφεύγουν στη χρήση νερών κακής ποιότητας, δηλαδή νερών υψηλής περιεκτικότητας σε άλατα (υφάλμυρα), με συνέπεια την αύξηση του κινδύνου εναλάτωσης των εδαφών. Τα νερά άρδευσης ούτως ή άλλως περιέχουν πάντοτε εν διαλύσει άλατα, τα οποία μεταφέρονται κατά την άρδευση στο έδαφος, όπου συσσωρεύονται στο βαθμό που οι σχετικές εδαφοκλιματικές συνθήκες το επιτρέπουν. Βασική πηγή αλάτων, διά των οποίων εμπλουτίζονται τα νερά, είναι η παρουσία των πρωτογενών ορυκτών. Η αποσάθρωση αυτών επιτυγχάνεται διά της διεργασίας της υδρόλυσης, ενυδάτωσης, διάλυσης, οξείδωσης και εξανθράκωσης. Η αποσάθρωση δε αποτελεί την κύρια πηγή εφοδιασμού των νερών με άλατα. Κατά τη μεταφορά τους τα άλατα ανακατανέμονται στο έδαφος με τη βοήθεια του νερού και συμπυκνώνονται σε σημεία ή περιοχές, όπου ευνοείται η συγκέντρωση και συσσώρευση τους, με αποτέλεσμα την πρόκληση της εναλάτωσης του εδάφους. Ειδικότερα, καθώς το νερό κινείται από υγρές σε ξηρές περιοχές, η συμπύκνωση των αλάτων λαμβάνει τέτοιες τιμές, που κάποια στιγμή τα εν διαλύσει κατιόντα κατακρημνίζονται ως ιζήματα αλάτων χαμηλής διαλυτότητας. Επιπλέον της κατακρήμνισης, τα κατιόντα υπόκεινται επίσης στην επίδραση και άλλων διεργασιών, όπως π.χ. της ιοντοανταλλαγής, της προσρόφησης και εκρόφησης, καθώς και της διαφορικής κινητικότητας με τελικό αποτέλεσμα την αύξηση της συγκέντρωσης του Na+ και CI- στα υπόγεια νερά. Ως διαλυτά άλατα θεωρούνται εκείνα των οποίων η διαλυτότητα είναι μεγαλύτερη της αντίστοιχης της γύψου, ήτοι: > 0.241 g / 100ml νερού σε 00C