Διαχείριση των Αλατούχων Εδαφών
Η αποτελεσματική διαχείριση των αλατούχων εδαφών στοχεύει στην κατά το δυνατό καλύτερη αξιοποίηση τους με εφαρμογή ειδικών πρακτικών και τεχνικών, οι οποίες αμβλύνουν τις εκ της αλατότητας συνέπειες σε βάρος των φυτών. Η αρδευόμενη γεωργία εφαρμόζεται στις περιοχές εκείνες όπου επικρατούν χαμηλές βροχοπτώσεις και υψηλές θερμοκρασίες. Ωστόσο, ακόμη και στις ξηροθερμικές περιοχές οι βροχοπτώσεις είναι περίπου επαρκείς, δηλαδή πλησιάζουν το ύψος της εξατμισοδιαπνοής, τότε οι αρδευόμενες εκτάσεις υπόκεινται σε μικρό κίνδυνο εναλάτωσης, δεδομένου ότι τα άλατα που συσσωρεύονται από τα νερά άρδευσης εκπλύνονται με τα νερά της βροχόπτωσης . Αντίθετα, σε περιοχές όπου οι βροχοπτώσεις είναι χαμηλές, δηλαδή ανεπαρκείς, τότε τα άλατα που προστίθενται μέσω της άρδευσης στο έδαφος αυξάνουν με την πάροδο του χρόνου, δηλαδή συμπυκνώνονται και τα προβλήματα σε βάρος των φυτών οξύνονται. Μάλιστα η τυχόν ύπαρξη υψηλής υπόγειας στάθμης αυξάνει ακόμη περισσότερο τον εκ της αλατότητας κίνδυνο. Επομένως, θα πρέπει να εφαρμοστούν ειδικοί τρόποι μείωσης των συνεπειών της υψηλής αλατότητας, όπως π.χ. εφαρμογή κατά την άρδευση του επιπλέον κλάσματος έκπλυσης (Lr). Βασικός στόχος των εφαρμοζόμενων πρακτικών κατά την ορθολογική διαχείριση των αλατούχων εδαφών είναι η διατήρηση του νερού του εδάφους σε επίπεδο υδατοϊκανότητας. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η αραίωση των αλάτων του εδάφους. Το γεγονός αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, κυρίως κατά το αρχικό στάδιο του φυτρώματος των σπόρων, όπου τα φυτάρια είναι πολυ ευαίσθητα στην αλατότητα. Η διατήρηση του νερού σε επίπεδο της υδατοϊκανότητας, πέραν της αραίωσης των αλάτων, συμβάλλει και στη μείωση της τοξικής δράσης τους σε βάρος των φυτών και στην άμβλυνση των συνεπειών της υψηλής ωσμωτικής πίεσης. Η μέθοδος της διατήρησης της υδατοϊκανότητας έχει ιδιαίτερη αποτελεσματικότητα, όταν τα εδάφη αρδεύονται ελαφρά με τεχνητή βροχή, σε τρόπο ώστε τα φυτάρια να μπορούν να ξεπεράσουν τον κίνδυνο της αλατότητας κατά το ευαίσθητο στάδιο του φυτρώματος, ενώ μπορούν αργότερα κατά το στάδιο της ωρίμανσης να επιβιώνουν επιτυχώς, καθώς είναι πιο ανθεκτικά στην αλατότητα. Επίσης με εφαρμογή συχνότερων αρδεύσεων αποφεύγεται η δημιουργία ιζημάτων και επιταχύνεται η έκπλυση. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι στη διάρκεια των ξηρικών μηνών δημιουργούνται ιζήματα π.χ. γύψου ή ανθρακικού ασβεστίου ή ανθρακικού μαγνησίου, τα οποία έχουν χαμηλή διαλυτότητα και επομένως παύουν να ενεργούν ως διαλυτά άλατα. Επιπλέον τα ιζήματα αυτά του Ca και Mg αυξάνουν την αναλογία του Na+ στο εδαφικό διάλυμα και επομένως δημιουργούν την αλκαλίωση. Με την αύξηση της συχνότητας των αρδεύσεων μπορούμε να αποφύγουμε τις δυσμενείς αυτές καταστάσεις και ιδιαίτερα την αλκαλίωση, που δημιουργείται από την αύξηση του Na+, υπο τον όρο της ύπαρξης επαρκούς στράγγισης. Αν οι συχνές αρδεύσεις δεν είναι εφικτές λόγω της ανεπαρκούς ύπαρξης του νερού, μια περιορισμένη έκπλυση μπορεί να γίνεται πρίν από τη σπορά, διότι συνήθως κατά την περίοδο αυτή υπάρχει διαθέσιμο νερό, ώστε αργότερα η χρήση ελαφράς άρδευσης, π.χ. με τεχνητή βροχή μετά τη σπορά, θα μπορούσε να βοηθήσει τα φυτά να ξεπεράσουν τον κίνδυνο της αλατότητας κατά το πρώιμο στάδιο του φυτρώματος, διότι με το ελαφρό αυτό πότισμα επιταχύνεται η μερική έκπλυση των αλάτων στην περιοχή της ριζόσφαιρας. Αργότερα, όταν η αλατότητα αυξηθεί λόγω της τριχοειδούς κίνησης του νερού προς τις επιφανειακές εδαφικές στρώσεις, τα φυτά ήδη θα βρίσκονται σε ωριμότερο στάδιο και θα είναι πιο ανθεκτικά στα άλατα. Από σχετικά πειράματα βρέθηκε ότι με τη μέθοδο εφαρμογής του νερού με τεχνητή βροχή μετά τη σπορά αυξήθηκε το ποσοστό του φυτρώματος του μαρουλιού μέχρι 20%. Η μέθοδος χρήσης της άρδευσης μετά τη σπορά θα πρέπει να εφαρμόζεται σε εδάφη που δε δημιουργούν επιφανειακή κρούστα, η οποία, ως γνωστόν, εμποδίζει το φύτρωμα.