Λιστερίωση

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Η λιστερίωση είναι λοιμώδες σποραδικό νόσημα που προσβάλλει διάφορα ζώα και τον άνθρωπο και χαρακτηρίζεται από εγκεφαλίτιδα, σηψαιμία και αποβολές. Πιο συχνά η νόσος παρατηρείται στις αίγες.

Η νόσος οφείλεται στη Listeria monocytogenes, η οποία είναι μικρό, ακίνητο, μη σπορογόνο, πολύ ανθεκτικό βακτήριο θετικό κατά Gram. Είναι αρκετά διαδεδομένο σ' ολόκληρο τον κόσμο και έχει βρεθεί σε πολλά είδη ζώων και πτηνών, στο νερό, στις ζωοτροφές και στο έδαφος.

Το μικρόβιο εισβάλλει από το φάρυγγα. Στην εγκεφαλίτιδα φαίνεται ότι το μικρόβιο οδεύει κατά μήκος των τριδύμων νεύρων. Στη χώρα μας έχει παρατηρηθεί ότι παρουσιάζεται εγκεφαλίτιδα στις αίγες κυρίως κατά το χειμώνα, οπότε τα ζώα τρώνε πουρνάρι. Με τα μικρά αγκάθια του πληγώνεται ο βλεννογόνος του στόματος και του φάρυγγα κι έτσι δημιουργούνται οι πύλες εισόδου του μικροβίου στον οργανισμό του ζώου. Έχει παρατηρηθεί ακόμη ότι κατά τη διάρκεια της χορήγησης ενσιρωμένης τροφής παρουσιάζονται κρούσματα λιστερίωσης, τα οποία σταματούν, όταν παύει η χορήγηση του ενσιρώματος. Το φαινόμενο αυτό δεν έχει εξηγηθεί επαρκώς. Πάντως η καλά ενσιρωμένη τροφή είναι ακίνδυνη. Ο πολλαπλασιασμός του βακτηριδίου ευνοείται, όταν το pH είναι πάνω από 5.

Στα μηρυκαστικά (βοοειδή, αιγοπρόβατα) η νόσος εμφανίζεται μετη μορφή της εγκεφαλίτιδας και προσβάλλει ζώα όλων των ηλικιών και συνήθως τα καλύτερα του κοπαδιού. Η διαδρομή της νόσου είναι σύντομη και ιδιαίτερα στα αιγοπρόβατα ο θάνατος επέρχεται σε 4-48 ώρες. Τα άρρωστα ζώα μένουν τελευταία στο κοπάδι, βαδίζουν στα τυφλά σκοντάφτοντας πάνω σε οποιοδήποτε εμπόδιο ή βαδίζουν κυκλικά άσκοπα ή πέφτουν κάτω και αδυνατούν να ανεγερθούν. Συνήθως προσβάλλεται το 30% σε ένα κοπάδι αιγών ή προβάτων και το 10% των βοοειδών μιας εκτροφής. Αν και η νοσηρότητα είναι χαμηλή, η θνησιμότητα είναι μεγάλη.

Η σηψαιμική μορφή της λιστερίωσης παρατηρείται συχνότερα στα μονογαστρικά ζώα, το χοίρο, το σκύλο, τη γάτα και σε πολλά άγρια ζώα, τα οποία παίζουν σημαντικό ρόλο στη μετάδοση της νόσου. Από τα μηρυκαστικά παρατηρείται κυρίως στους μόσχους και τους αμνούς και τα ερίφια, δηλαδή σε ηλικία που η μεγάλη κοιλία δεν λειτουργεί ακόμη κανονικά. Κατά τη σηψαιμική μορφή παρατηρούνται ηπατικές νεκρώσεις.

Οι αποβολές από L. monocytogenes παρατηρούνται σε πολλά είδη ζώων και συχνότερα στα αιγοπρόβατα και τα βοοειδή. Ακόμη μπορεί να παρατηρηθούν γεννήσεις νεκρών ή θνησιγενών νεογνών. Δυστυχώς τα συμπτώματα της νόσου δεν είναι επαρκή για να οδηγήσουν σε ασφαλή διάγνωση. Στα αιγοπρόβατα γίνεται σύγχυση με την εντεροτοξιναιμία και την τοξιναιμία εγκυμοσύνης, ενώ στα βοοειδή με τη λύσσα. Από τις αρρώστιες συτές πρέπει να γίνεται διαφορική διάγνωση. Επειδή και οι νεκροτομικές αλλοιώσεις δεν είναι χαρακτηριστικές απολύτως για τη νόσο αυτή, η διάγνωση στηρίζεται μόνο στην απομόνωση και ταυτοποίηση του μικροβίου.

Στα αιγοπρόβατα συνήθως δεν υπάρχουν χρονικά περιθώρια για θεραπεία, ενώ στα βοοειδή η νόσος αντιμετωπίζεται με τη χορήγηση μιας τετρακυκλίνης.

Για την πρόληψη λαμβάνονται υγεινομικά μέτρα για τη μείωση της μόλυνσης του περιβάλλοντος των ζώων από τη L. monocytogenes και ιδιαίτερα, όταν έχουν εμφανισθεί κρούσματα της νόσου. Η λιστερίωση μπορεί να μεταδοθεί από τα ζώα ή από το περιβάλλον τους και στους ανθρώπους που ασχολούνται με την περιποίησή τους. Στον άνθρωπο εκδηλώνεται με αποβολές, μηνιγγίτιδα, μηνιγγοεγκεφαλίτιδα, λεμφαδενίτιδα κ.λπ.