Ασθένειες των πτηνών
Γρίπη των πτηνών
Η γρίπη των πτηνών [1] είναι µια πολύ µεταδοτική ασθένεια πτηνών. Η ασθένεια εµφανίζεται σε όλο τον κόσµο. Όλα τα είδη πτηνών θεωρούνται ευάλωτα και οι εκθέσεις δείχνουν ότι εµφανίσθηκε σε περισσότερα από 140 είδη. Πολλά είδη άγριων και υδρόβιων πτηνών (ειδικά χήνες, πάπιες και κύκνοι) φέρουν τον ιό, αλλά γενικά δεν παρουσιάζουν συµπτώµατα της ασθένειας. Εντούτοις, µπορούν να µολύνουν άλλα πτηνά και πουλερικά µε τα οποία έρχονται σε επαφή.
Τα συµπτώµατα της γρίπης πτηνών ποικίλλουν και εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες, συµπεριλαµβανοµένης της σφοδρότητας της ασθένειας, του είδους και της ηλικίας του πτηνού, υπαρχουσών ασθενειών και του περιβάλλοντος. Το πρόβληµα µε την γρίπη πτηνών είναι ότι µπορεί να µοιάζει µε πολλές άλλες ασθένειες. Η προφανέστερη ένδειξη είναι ο ξαφνικός θάνατος πτηνών. Άλλα κοινά συµπτώµατα για τα οποία πρέπει να επαγρυπνούµε περιλαµβάνουν ανακατωµένο φτέρωµα, ασυνήθιστη στάση κεφαλιού ή λαιµού, ανικανότητα να περπατήσει ή να σταθεί, απροθυµία να κινηθεί, να φάει ή να πιεί, κατηφιασµένη εµφάνιση, αναπνευστική δυσκολία, διάρροια, πρησµένο κεφάλι, πτώση στην παραγωγή αυγών.
Γενικά, o άνθρωπος δεν προσβάλλεται, αλλά η µεταλλαγή H5N1 µπορεί να µολύνει τους ανθρώπους που έρχονται σε στενή επαφή µε µολυσµένα πτηνά. Η µόλυνση µεταδίδεται στον άνθρωπο κυρίως αγγίζοντας ζωντανά µολυσµένα πτηνά ή στενής επαφής µε αυτά ή τα περιττώµατά τους.
Εάν διατηρούμε στην αυλή μας κότες ή άλλα πτηνά δεν διατρέχουμε κάποιο κίνδυνο, αλλά προκύπτει η υποχρέωση, να διατηρούμε τα πτηνά σε περιορισμένο χώρο, κατά τρόπο που να αποτρέπεται η οποιαδήποτε επαφή τους με άγρια πτηνά. Σε καμία περίπτωση δε θα πρέπει να κυκλοφορούν ελεύθερα.
Ο άνθρωπος δεν µολύνεται µε κατανάλωση κατάλληλα µαγειρευµένου κρέατος ή αυγών πουλερικών. Πρέπει πάντα να γίνεται καλή πλύση χεριών µετά από την επαφή µε τέτοια ακατέργαστα προϊόντα.
Η ασθένεια µεταδίδεται µε µετακίνηση ζωντανών πτηνών, επαφή των ζώων, δαγκώµατα και αµυχές. Ο αέρας, τα περιττώµατα, η ενδυµασία, τα υποδήµατα, το δέρµα, η βλέννα, η ζωοστρωµνή, τα δοχεία τροφής και νερού, τα κλουβιά, τα οχήµατα και ο εξοπλισµός, όλα µπορούν να φέρουν και να µεταδώσουν την ασθένεια. Επίσης, το µολυσµένο κρέας και τα αυγά µεταδίδουν την ασθένεια. Τα άγρια πτηνά και τα ζώα παρασίτων µπορεί να φέρουν ασθένειες και να αποτελέσουν κίνδυνο. Τα νοµαδικά άγρια πτηνά και ζώα που αναµιγνύονται µε οικόσιτα πτηνά και πουλερικά µπορούν να µεταδώσουν ταχέως την ασθένεια. Η γρίπη πτηνών µπορεί να διατηρηθεί µεταδοτική στο λίπασµα, το νερό και τα σφάγια για πολλές ηµέρες ή κι εβδοµάδες, ανάλογα µε τη θερµοκρασία. Η κατάψυξη των µολυσµένων πουλερικών δεν σκοτώνει την ασθένεια.
Στο σύνδεσμο που ακολουθεί παρατίθεται συνοπτικό εγχειρίδιο ενεργειών για την αντιμετώπιση της γρίπης των πτηνών. Εγχειρίδιο ενεργειών για την αντιμετώπιση της γρίπης των πτηνών
Βιβλιογραφία
Σαλμονέλλωση ορνίθων
Η σαλμονέλλα είναι ένα βακτηρίδιο με παγκόσμια εξάπλωση που κατοικεί στο έντερο θερμόαιμων και ψυχρόαιμων ζώων και έχει αναγνωρισθεί ως ένας σημαντικός ζωονοσογόνος παράγοντας (παράγοντας δηλαδή που προκαλεί νόσο που μεταδίδεται από τα ζώα στον άνθρωπο) με σημαντικές οικονομικές επιπτώσεις στα ζώα και στους ανθρώπους. Όσον αφορά τις ζωονοσογόνους σαλμονέλλες, αυτές δηλαδή που μεταδίδονται από τα ζώα στον άνθρωπο, πηγή μόλυνσης αποτελούν τα προϊόντα ζωικής προέλευσης που προέρχονται από μολυσμένα με σαλμονέλλα ζώα και κυρίως τα αυγά και το κρέας των πουλερικών και κατά δεύτερο λόγο το κρέας του χοίρου και το βοδινό κρέας, το γάλα και προϊόντα του, καθώς και όλα τα τρόφιμα που επιμολύνονται κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας ή συντήρησής τους (όταν δεν τηρούνται οι κατάλληλες θερμοκρασίες αποθήκευσης των τροφίμων ή στις περιπτώσεις που τα τρόφιμα δεν έχουν μαγειρευτεί επαρκώς), τα ασθενή άτομα και οι φορείς, το μολυσμένο νερό και τα μολυσμένα αντικείμενα.
Ο άνθρωπος μπορεί να προστατευθεί από τη σαλμονέλλωση [1] με τους εξής τρόπους:
- Τήρηση των κανόνων υγιεινής κατά τον χειρισμό των τροφίμων (πλύσιμο χεριών, καλό πλύσιμο αντικειμένων που χρησιμοποιούνται στην
επεξεργασία των τροφίμων (μαχαίρια κ.ά.),
- Σωστός τρόπος μαγειρέματος του κρέατος και των αυγών (καλό ψήσιμο–μαγείρεμα),
- Σωστός τρόπος συντήρησης των τροφίμων (ψυγείο, προστασία από επιμολύνσεις) και
- Αποφυγή βρώσης τροφίμων που περιέχουν νωπά αυγά.
Στα ζώα η σαλμονέλλωση μεταδίδεται κυρίως από τα άρρωστα ζώα, από τις μολυσμένες ζωοτροφές και το νερό, τα μολυσμένα τρωκτικά και τα άγρια πτηνά, αλλά και από τα έντομα και τα εξωπαράσιτα, τα οποία μπορεί να μεταφέρουν μηχανικά το βακτήριο.
Οι όρνιθες προσβάλλονται τόσο από τις προσαρμοσμένες σε αυτές ακίνητες σαλμονέλες (S.Gallinarum και S.Pullorum), οι οποίες προκαλούν τη Λευκή διάρροια και τον Τύφο των ορνίθων, όσο και από τις μη προσαρμοσμένες κινητές σαλμονέλες (ζωονοσογόνες σαλμονέλλες, όπως οι S. Enteritidis, S.Typhimurium,), οι οποίες προκαλούν τον παράτυφο των πτηνών και έχουν μεγάλη σημασία για τη δημόσια υγεία. Ο τύφος των ορνίθων χαρακτηρίζεται από ανορεξία, κατήφεια, αιφνίδιους θανάτους, αναπνευστικά ενίοτε συμπτώματα κ.ά. στην οξεία και υπεροξεία μορφή σε αναπτυσσόμενα και ενήλικα πτηνά, ενώ στις χρόνιες μορφές χαρακτηρίζεται από ήπια συμπτώματα και σημαντική μείωση της παραγωγής. Η λευκή διάρροια των νεοσσών χαρακτηρίζεται από υψηλή θνησιμότητα, διάρροια, κατήφεια, έντονη δίψα και νευρικά συμπτώματα. Οι ζωονοσογόνες σαλμονέλλες (S. Τyphimurium, S.Εnteritidis , S. Ιnfantis , S. Dublin , S. Virchow κ.α. ) προκαλούν στα πτηνά συνήθως ασυμπτωματικές λοιμώξεις, είναι όμως δυνατό να προκαλέσουν και οξείες σηψαιμικές καταστάσεις και θανάτους, ιδίως στα νεαρά πτηνά, ιδιαίτερα όταν συνυπάρχουν με επιβαρυντικούς παράγοντες (στρες, κακή διατροφή, παρασιτώσεις του εντέρου κ.ά.)
Στο σύνδεσμο που ακολουθεί παρατίθενται ΦΕΚ με τα προγράμματα ελέγχου της σαλμονέλλωσης αλλά και εγχειρίδια οδηγιών εφαρμογής των επίσημων ελέγχων του προγράμματος ελέγχου της σαλμονέλλωσης. Σαλμονέλλωση στις Όρνιθες. Τέλος στην διδακτορική διατριβή που ακολουθεί γίνεται αναφορά στις έρευνες που σχετίζονται με την αντιμετώπιση της μόλυνσης του κρέατος των ορνιθίων κρεοπαραγωγής από παθογόνα βακτήρια όπως είναι η σαλμονέλλα. Βιοπροστασία του ορνίθειου κρέατος και των προϊόντων του από παθογόνους μικροοργανισμούς
Βιβλιογραφία
- ↑ Ελληνική Δημοκρατία, Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Γενική Διεύθυνση Κτηνιατρικής, Διεύθυνση Υγείας των Ζώων, Τμήμα Ζωοανθρωπονόσων, Ενημερωτικό φυλλάδιο για τη σαλμονέλλα
Ψευδοπανώλη
Η ψευδοπανώλης των πτηνών είναι γνωστή και ως "ασθένεια του Νιούκαστλ". Όταν λέμε "ψευδοπανώλη των πτηνών" εννοούμε την οξεία ίωση των πτηνών, ταχύτατης εξάπλωσης, χαρακτηριζόμενη από νευρικά και αναπνευστικά συμπτώματα.
Αυτή η αρρώστια [1] "χτυπάει" μαζικά τα πτηνά, έχει μεγάλο ποσοστό θνησιμότητας και είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη για πτηνά νεαρής ηλικίας. Αφορά περιστέρια, κοτόπουλα, φασιανούς, γαλοπούλες, περδίκια, πάπιες, κλπ. Η ψευδοπανώλη μεταδίδεται στον άνθρωπο από κατανάλωση μολυσμένου νερού, αυγών ή κρέατος, με επαφή φτερών κλπ. Η ασθένεια αυτή δεν είναι θανατηφόρα για τον άνθρωπο, όμως με αυτή την άποψη δεν συμφωνούν οι Κτηνίατροι. Το μικρόβιο που προκαλεί αυτή την ασθένεια μπορεί να επιβιώσει σε θερμοκρασίες ψύξης από 6-8 μήνες, ενώ σε θερμοκρασίες περιβάλλοντος για 1-2 χρόνια. Η τελευταία φορά που εκδηλώθηκε η ασθένεια της ψευδοπανώλης ήταν το 1977 στην Κύπρο, όπου είχε αντιμετωπιστεί με προσπάθεια των Κτηνιατρικών Υπηρεσιών (εμβολιασμός πτηνών). Επιπλέον, το 1992 η ίδια ασθένεια εντοπίστηκε στο Δημόσιο Κήπο δίπλα από τη Βουλή, αλλά τότε περιορίστηκε μόνο εκεί.Η ψευδοπανώλη ανακαλύφθηκε στις Ανατολικές Ινδίες το 1926, αλλά ονομάζεται κατόπιν Νιουκάστλ-απόν-Τάιν, Αγγλία, όπου ανακαλύφθηκε πάλι ένα έτος αργότερα το 1927.
Ο αιτιώδης παράγοντας, είναι ο Ιός ψευδοπανωλών (NDV). Η μετάδοση εμφανίζεται από την έκθεση στα περιττώματα από τα μολυσμένα πουλιά, και μέσω της επαφής με τη μολυσμένη τροφή, το νερό, τον εξοπλισμό και τον ιματισμό.
Η έκθεση των ανθρώπων στα μολυσμένα πουλιά (παραδείγματος χάριν στις εγκαταστάσεις επεξεργασίας πουλερικών) μπορεί να προκαλέσει ήπια επιπεφυκίτιδα και γρίπη, αλλά ο NDV δεν θέτει κανέναν κίνδυνο στην ανθρώπινη υγεία.
Τέλος στον σύνδεσμο που ακολουθεί (με τίτλο Ψευδοπανώλη) παρατίθεται το ΦΕΚ με τη θέσπιση μέτρων για την καταπολέμηση της ψευδοπανώλης των πτηνών σε συμμόρφωση προς την οδηγία 92/66/ΕΟΚ του Συμβουλίου. Ψευδοπανώλη
Βιβλιογραφία
- ↑ Ιστοσελίδα Canarybreeder, Ψευδοπανώλη των πτηνών
- ↑ Ψευδοπανώλη (Newcastle Disease), Δρ. Ευτυχία Ξυλούρη-Φραγκιαδάκη, Κτηνίατρος-Υγιεινολόγος. Αναπλ. Καθηγήτρια Υγιεινής Αγρ. Ζώων, Τμήμα Επιστήμης Ζωικής Παραγωγής και Υδατοκαλλιεργειών, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Νεκρωτική εντερίτιδα
Η οξεία ή χρόνια εντεροτοξιναιμία (νεκρωτική εντερίτιδα) [1] είναι μια νόσος που παρατηρείται σε κοτόπουλα, γαλοπούλες και πάπιες σε παγκόσμιο επίπεδο και έχει ως αίτιο το Clostridium perfringens ( gram+μικροοργανισμός). Χαρακτηρίζεται από ινιδώδη-νεκρωτική εντερίτιδα , προσβάλει συνήθως το μέσο τμήμα του λεπτού ενέρου ενώ η θνησιμότητα ποικίλλει από 5-50% με μια μέση τιμή στο 10%. Οι σπόροι του παθογόνου μικροοργανισμού είναι ιδιαίτερα ανθεκτικοί στο περιβάλλον ενώ παράγοντες που προδιαθέτουν στην εμφάνιση της νόσου είναι η κοκκιδίαση (κλινική-υποκλινική ), απότομες αλλαγές στην διατροφή, υψιπρωτεϊνικό σιτηρέσιο κ.ά.
Τα κλινικά συμπτώματα που παρατηρούνται είναι τα εξής:
- Κατάπτωση,
- Ανορθωμένο πτέρωμα,
- Ανορεξία,
- Κλειστοί οφθαλμοί,
- Ακινησία,
- Σκούρα και πολλές φορές αιματηρή διάρροια και
- Αιφνίδιοι θάνατοι καλών σε ανάπτυξη πτηνών.
Οι νεκροτομικές αλλοιώσεις που παρατηρούνται είναι:
- Διάταση και λέπτυνση τοιχώματος λεπτού εντέρου,
- Παρουσία διφθεριτικών μεμβρανών στο βλεννογόνο του εντέρου,
- Το εντερικό περιεχόμενο μπορεί να έχει σκούρο καφέ χρώμα μαζί με νεκρωτικό περιεχόμενο του εντέρου,
- Παλινδρόμηση του περιεχομένου της χολής στον εντερικό σωλήνα και
- Έντονη αφυδάτωση και ταχεία σήψη των προσβεβλημένων πτηνών.
Η αρχική διάγνωση της νόσου μπορεί να επιτευχθεί με βάσει τα κλινικά συμπτώματα και τις νεκροτομικές αλλοιώσεις. Η επιβεβαίωση μπορεί να έρθει με τα κατάλληλα επιχρίσματα (δεν γίνεται συνήθως στην πράξη) αλλά και από την άμεση ανταπόκριση στη θεραπεία.
Η οικογένεια των Πενικιλλινών ( και ειδικότερα η αμοξυκιλλίνη), προσδίδει εξαιρετικά και άμεσα αποτελέσματα (χορήγηση στο νερό). Επίσης πολύ καλά αποτελέσματα δίνει και η Βακιτρακίνη. Η θεραπεία στο νερό συνήθως δίνει άμεσα αποτελέσματα και διαρκεί 3 ημέρες και σε εξαιρετικά δύσκολες περιπτώσεις έως 5 ημέρες. Θα πρέπει να σημειωθεί πως η αντίστοιχη θεραπεία στις πάπιες δεν έχει πολύ καλά αποτελέσματα και κάποιοι κάνουν χρήση νεομυκίνης και ερυθρομυκίνης.
Για την πρόληψη της νόσου πρέπει να τηρούμε σωστά συστήματα απολύμανσης και καθαρισμού του θαλάμου, όχι απότομες αλλαγές στο σιτηρέσιο, έλεγχο της κοκκιδίασης (αντικοκκιδιακά στην τροφή, προληπτική θεραπεία κ.ά) και καλές συνθήκες υγρασίας και αερισμού στο μικροπεριβάλλον του θαλάμου.
Η απότομη αλλαγή συμπεριφόράς των πτηνών ή η εμφάνιση αιφνιδίων θανάτων θα πρέπει να είναι λόγοι επίσκεψης από τον κτηνίατρο της μονάδας.
Συμπερασματικά λοιπόν η νεκρωτική εντερίτιδα αποτελεί ένα νόσημα με σημαντικές οικονομικές επιπτώσεις το οποίο εκτός από την επίδραση στην υγεία και την ευζωία των πτηνών αποτελεί κίνδυνο και για τη δημόσια υγεία. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα κάθε παράγοντας που επηρεάζει της εκδήλωση της ΝΕ να αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Η επίδραση των παραγόντων καταπόνησης, όπως του φυσικού περιορισμού της διατροφής, της αυξημένης φόρτισης δαπέδου, της θερμικής καταπόνησης, της καταπόνησης λόγω ψύχους και του εμβολιασμού με ΕΛΔ αντικοκκιδιακό εμβόλιο στην παθογένεια της ΝΕ δεν έχει διερευνηθεί. Στο pdf που ακολουθεί γίνεται λόγος για την εκτίμηση της επίδρασης των παραγόντων καταπόνησης στην παθογένεια της νεκρωτικής εντερίτιδας στα κρεοπαραγωγά ορνίθια. Εκτίμηση της επίδρασης των παραγόντων καταπόνησης στην παθογένεια της νεκρωτικής εντερίτιδας στα κρεοπαραγωγά ορνίθια.
Βιβλιογραφία
Λοιμώδης Βρογχίτις
Οξεία μεταδοτική νόσος σε ορνίθια με αναπνευστικά συμπτώματα, αλλά και με προσβολή νεφρών με οξεία ή χρόνια νεφρίτιδα. Παθογόνο αίτιο είναι ο ιός RNA. Καλλιεργείται σ εμβρυοφόρα αυγά (ενοφθαλμισμός σε αλλαντοϊκή κοιλότητα εμβρύου ηλικίας 9–11 ημερών, αναισθητοποίηση εμβρύων και θάνατος σε 3 διόδους στη σειρά) και σε τραχειακές κυτταρικές σειρές (με ακινησία βλεφαρίδων).
Παράγοντες μόλυνσης είναι ο συνωστισμός στις εντατικές εκτροφές ορνιθίων, οι αμμωνιακές αναθυμιάσεις από απεκκρίσεις και ο κακός αερισμός. Στην οξεία αναπνευστική μορφή της νόσου η μετάδοση γίνεται με τις ρινικές εκκρίσεις, ενώ σε άλλη χρονική περίοδο η μετάδοση γίνεται με τα κόπρανα. Προσβολή τραχείας, πνευμόνων, αεροφόρων σάκων (οξεία αναπνευστική μορφή) και νεφρών (ουραιμική μορφή οξείας και χρόνιας νεφρίτιδας).
Η περίοδος επώασης της νόσου [1] είναι 1 με 4 ημέρες και διαρκεί 7–15 ημέρες. Απλό κρυολόγημα ως σοβαρές επιπλοκές από άλλους ιούς και βακτήρια (E. coli). Σε μεγαλύτερης ηλικίας πτηνά, έχουμε ατελή ανάπτυξη ωαγωγού, μείωση ωοπαραγωγής, κακής ποιότητας αυγά και κελύφη. Σε σμήνη αναπαραγωγής, μειωμένη ωοπαραγωγή και εκκολαψιμότητα αυγών.
Σε εκτρεφόμενα ορνίθια το πιο συχνό σύμπτωμα είναι ο αναπνευστικός συριγμός (χαρακτηριστικός αναπνευστικός θόρυβος). Πταρμός, χάσμα στοματικής κοιλότητας, κίνηση κεφαλής. Ελαφρύς βήχας–έναρξη βακτηριακών επιπλοκών. Άνιση κατανομή των πτηνών στο χώρο εκτροφής ταυτόχρονα με κίνηση της κεφαλής. Επιδείνωση με οφθαλμικές εκκρίσεις, ρινικές εκκρίσεις και αυξημένη θνησιμότητα. Δευτερογενείς μολύνσεις από άλλους ιούς ή βακτήρια καλύπτουν τα συμπτώματα της απλής νόσου.
Σε ανώριμα θηλυκά πτηνά έχουμε διαταραχές στην ανάπτυξη ωαγωγού με μείωση ή παύση της ωοπαραγωγής. Σε ενήλικα ωοτόκα πτηνά έχουμε μαζική μείωση ωοπαραγωγής με αποκατάσταση σε εβδομάδες και παραγωγή κακής ποιότητας αυγών με αλλοιώσεις στο κέλυφος (αποχρωματισμό), παράξενο σχήμα και υδαρές λεύκωμα. Σε σμήνη αναπαραγωγής έχουμε μείωση αριθμού παραγόμενων αυγών, κακή ποιότητα αυγών, μειωμένη εκκολαψιμότητα.
Για την πρόληψη της ασθένειας υπάρχουν κατάλληλα προγράμματα εμβολιασμών, ζωντανά και νεκρά εμβόλια. Χορήγηση ζωντανών εμβολίων με εκνέφωση, με το πόσιμο νερό και με οφθαλμικές σταγόνες (νεοσσούς 1–4 ημερών και κρεοπαραγωγά ορνίθια 12–15 ημερών) και νεκρών εμβολίων ενδομυϊκά (4 εβδομάδες πριν την έναρξη ωοπαραγωγής). Στη βιβλιογραφία που ακολουθεί παρατίθενται περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με την ασθένεια καθώς και τα μέτρα αντιμετώπισής της.
Βιβλιογραφία
- ↑ Λοιμώδης Βρογχίτιδα (Infectious Bronchitis), Δρ. Ευτυχία Ξυλούρη-Φραγκιαδάκη, Κτηνίατρος-Υγιεινολόγος. Αναπλ. Καθηγήτρια Υγιεινής Αγρ. Ζώων, Τμήμα Επιστήμης Ζωικής Παραγωγής και Υδατοκαλλιεργειών, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Λαρυγγοτραχειίτις
Μία πολύ μεταδοτική ασθένεια [1] από ιό των ορνίθων και των φασιανών. Χαρακτηρίζεται από σοβαρή αναπνευστική δυσκολία και αιμορραγούντα έλκη της τραχείας, που εμφανίζεται συνήθως σε πτηνά μεγαλύτερα από 14 εβδομάδες. Τα πτηνά που αναρρώνουν παραμένουν φορείς του ιού για μεγάλο διάστημα.
Μεταδίδεται από πτηνό σε πτηνό, από επαφή με μολυσμένους χώρους, από μολυσμένα ρούχα, παπούτσια κ.λ.π. Τα αρχικά συμπτώματα είναι καταρροή από τα μάτια, ακολουθεί μειωμένη κινητικότητα λόγω δυσκολίας στην αναπνοή, βήχας, φτάρνισμα και κούνημα του κεφαλιού για να απομακρύνουν τα έλκη από την αναπνευστική οδό. Τα πτηνά τεντώνουν τον λαιμό προσπαθώντας να αποφράξουν την τραχεία και να διευκολύνουν την αναπνοή δημιουργώντας έναν χαρακτηριστικό συριγμό (σφύριγμα). Με το βήξιμο αποβάλλουν ματωμένους θρόμβους από την τραχεία. Πολλά πτηνά ψοφάνε από ασφυξία.
Η θεραπεία είναι πολύ δύσκολη. Χορηγούμε αντιβιοτικά και εμβολιάζουμε τα μη προσβληθέντα πτηνά.
Βιβλιογραφία
Αλλαντίαση
Η αλλαντίαση [1] είναι δηλητηρίαση από την τοξίνη του Clostridium botulinum, το οποίο αναπτύσσεται και πολλαπλασιάζεται στις τροφές των ζώων. Η αλλαντίαση δεν είναι λοίμωξη, αλλά τοξίκωση, γιατί οφείλεται στη βρώση της τροφής, μέσα στην οποία υπάρχει η τοξίνη του βακτηριδίου Clostridium botulinum. Το βακτηρίδιο αυτό είναι αναερόβιο και σπορογόνο και απαντάται στο έδαφος και στα έντερα και τα κόπρανα των ζώων.
Υπάρχουν 8 τύποι και υποτύποι του Cl.botulinum, οι οποίοι διακρίνονται μεταξύ τους βάσει της ορολογικής ειδικότητας της τοξίνης τους και είναι οι εξής: A, B, Ca, Cb, D, E, F, G. Ο καθένας απ' αυτούς τους τύπους έχει βρεθεί ότι προσβάλλει ορισμένο είδος ζώου ή τον άνθρωπο, όπως φαίνεται παρακάτω:
- A, B και E τον άνθρωπο
- Ca τις αγριόπαπιες, τους φασιανούς και τις όρνιθες
- Cb Τα μινκ, τα βοοειδή και τα ιπποειδή
- D τα βοοειδή
- F Τον άνθρωπο
- G Απομονώθηκε μόνο από το έδαφος
Οι τοξίνες όλων των τύπων του Cl.botulinum είναι πρωτεΐνες και έχουν ισχυρότατη τοξικότητα. Καθαρή τοξίνη 1mg του τύπου A ισοδυναμεί προς 40.000.000 θανατηφόρες δόσεις ποντικού.
Τα βακτηρίδια και τα σπόριά τους εισέρχονται με τις τροφές στο πεπτικό σύστημα των ζώων, χωρίς να δημιουργούν κανένα πρόβλημα κατά τη διέλευσή τους απ' αυτό. Όταν τα ζώα αποθνήσκουν, τα σπόρια του μικροβίου βλαστάνουν μέσα στους αποσυντιθέμενους ιστούς και εκκρίνεται η τοξίνη. Έτσι όταν οι ζωοτροφές ρυπαίνονται από σάρκες νεκρών μικρών ζώων, όπως ποντικών, ερπετών διαφόρων ειδών κ.λπ. υπάρχει ενδεχόμενο να περιέχουν αλλαντοτοξίνη πολύ επικίνδυνη για τα ζώα που θα καταναλώσουν τις ζωοτροφές αυτές.
Στον άνθρωπο η αλλαντίαση μπορεί να προκληθεί ύστερα από βρώση κονσερβών ή αλλάντων, που περιέχουν την τοξίνη. Λόγω πλημμελούς αποστείρωσης κατά την παρασκευή τους τα τυχόν υπάρχοντα σπόρια του μικροβίου βλαστάνουν και εκκρίνουν την τοξίνημέσα στον αναερόβιο χώρο της κονσέρβας ή του αλλαντικού.
Η τοξίνη απορροφάται από το έντερο, εισέρχεται στην κυκλοφορία και διασπείρεται στους ιστούς του σώματος. Αναστέλλει τη σύνθεση ή την απελευθέρωση της ακετυλοχολίνης στις τελικές κινητικές πλάκες με αποτέλεσμα τη διακοπή της νευρικής ώσης από τα νεύρα στις μυϊκές ίνες, δηλαδή με άλλα λόγια δρα στο περιφερειακό νευρικό σύστημα. Το αποτέλεσμα αυτής της δράσης της αλλαντοτοξίνης είναι η μυϊκή παράλυση του ζώου.
Η περίοδος επώασης διαρκεί 2-10 ημέρες και η όλη διάρκεια της νόσου είναι από λίγες ώρες έως 5 ημέρες.
Τα πρώτα συμπτώματα είναι αταξία στο βάδισμα και κατόπιν πάρεση Στη συνέχεια παρατηρείται αδυναμία μάσησης και κατάποσης και βαθμιαία γενίκευση της παράλυσης μέχρι το θάνατο.
Η διάγνωση μπορεί να γίνει με τη διαπίστωση της ειδικής τοξίνης στις ζωοτροφές ή στο πεπτικό σύστημα του προσβεβλημένου ζώου. Αυτό επιτυγχάνεται με τη δίοδο εκχυλίσματος τροφών ή εντερικού περιεχομένου από ποντικούς, οι οποίοι σε θετική περίπτωση αποθνήσκουν μέσα σε 2 ημέρες. Η απομόνωση του Cl.botulinum από τις ζωοτροφές ή το γαστροεντερικό σωλήνα δεν έχει καμιά σημασία, γιατί έτσι κι αλλιώς το μικρόβιο μπορεί να υπάρχει σ' αυτά κανονικά σε κατάσταση μη βλάστησης.
Η αλλαντίαση αντιμετωπίζεται με τη χορήγηση ειδικής αντιτοξίνης. Υπάρχει και πολυδύναμη αντιτοξίνη, η οποία καλύπτει περισσότερους του ενός τύπους του μικροβίου. Εννοείται ότι η θεραπεία πρέπει να γίνεται έγκαιρα, δηλαδή στην αρχή της εκδήλωσης της νόσου.
Εκεί που υπάρχει ενζωοτία χορηγείται αντιτοξίνη στα ζώα, για να εξασφαλισθεί η προστασία τους από την προσβολή. Εξάλλου πρέπει να δίνεται μεγάλη προσοχή στη διατροφή των ζώων, Να απορρίπτονται οι τροφές που έχουν ρυπανθεί από πτώματα μικρών ζώων.
Βιβλιογραφία
- ↑ "Υγιεινή και στοιχεία παθολογίας των αγροτικών ζώων" Αποστόλου Μ. Ζαφράκα
M. Gallisepticum (MG)
Μεταδοτική νόσος ορνίθων, θηραματικών πτηνών, περιστεριών και στρουθόμορφων κάθε ηλικίας που επηρεάζει περισσότερο τα νεαρά πτηνά. Μεταδίδεται άμεσα με την επαφή μεταξύ πτηνών και έμμεσα από σταγονίδια κατά την εκπνοή (έμμεση επαφή). Τα κλινικά συμπτώματα περιλαμβάνουν ρινική καταρροή, αφρώδη έκκριση στα μάτια, και πρησμένα ιγμόρεια. Τα μολυσμένα πτηνά παρουσιάζουν αναπνευστικό ρόγχο, φταρνίσματα και γύρισμα του κεφαλιού τους.
Mπορεί η μετάδοση της νόσου [1] να είναι πολύ αργή στο υπόλοιπο κοπάδι ή οξεία. Τα θεραπευμένα πτηνά παραμένουν φορείς της νόσου.
Η θεραπεία είναι η χορήγηση ερυθρομυκίνης, τυλοζίνης, σπεκτινομυκίνης και λινκομυκίνης στην τροφή, στο νερό ή ενέσιμα.
Βιβλιογραφία
Φυματίωση (Avian Tuberculosis)
Φυματίωση (Avian Tuberculosis)
Νόσος Gumboro ή λοιμώδης Θυλακίτιδα
Η νόσος προκαλείται από RNA ιό μέλος του γένους Avibirnavirus της οικογένειας Birnaviridae.
Πρώτη φορά εμφανίσθηκε στις ΗΠΑ το 1962 και αμέσως μετά εξαπλώθηκε σε Αγγλία και Δυτική Ευρώπη. Παρά τις παρατηρημένες μολύνσεις σε γαλοπούλες, πάπιες, στρουθοκάμηλους, κλινικά προσβάλλονται τα ορνίθια. Σοβαρή οξεία νόσος εμφανίζεται σε πτηνά ηλικίας 3-6 εβδομάδων με υψηλή θνησιμότητα. Ωστόσο, λιγότερο οξεία και υποκλινική νόσος είναι γνωστή σε πτηνά ηλικίας 0-3 εβδομάδων. Συνδέεται με δευτερογενείς μολύνσεις εξαιτίας της προσβολής του θύλακα του Fabricius. Απομόνωση του ιού γίνεται δύσκολα σε κυτταρικές σειρές ή εμβρυοφόρα αυγά. Υπάρχουν δύο ορότυποι, από τους οποίους ο ορότυπος 1 είναι ο πιο λοιμογόνος.
Η έλλειψη υγειονομικών μέτρων στις εκτροφές αποτελεί βασικό παράγοντα εξάπλωσης της νόσου σε νεαρά πτηνά, ιδιαίτερα κρεοπαραγωγής και μάλιστα με εντόπιση στα αρσενικά πτηνά.
Η νόσος [1] μεταδίδεται με μολυσμένα περιττώματα, μολυσμένο εξοπλισμό και μολυσμένη οργανική ύλη και πιθανόν στρωμνή στην εκτροφή.
Πέρα από την οξεία μορφή με την υψηλή θνησιμότητα στα νεαρά πτηνά κυρίως κρεοπαραγωγής, στις 2 πρώτες εβδομάδες της ζωής τους χαρακτηριστική είναι η κένωση του λεμφοειδούς ιστού στο θύλακα του Fabricius, που οδηγεί στην κατάρρευση της χυμικής ανοσοποιητικής ανταπόκρισης.
Τα προσβεβλημένα νεαρά πτηνά, κυρίως κρεοπαραγωγά, εμφανίζουν υψηλή θνησιμότητα και μετά αν επιβιώσουν εμφανίζουν καθυστέρηση στην ανάπτυξη και είναι μειωμένης παραγωγικής ικανότητας. Τα προσβεβλημένα πτηνά εμφανίζουν ανορεξία, κατάπτωση, απομόνωση και συνωστισμό με άλλα άρρωστα πτηνά, εξοίδηση έδρας, διάρροια, τρόμο και έλλειψη συντονισμού.
Η πιο χαρακτηριστική μεταθανάτια αλλοίωση είναι η έντονη φλεγμονή του θύλακα του Fabricius. Στην αρχή είναι μεγάλος και διογκωμένος, μετά την περίοδο της φλεγμονής ο θύλακας καθίσταται μικρός και συρρικνωμένος. Στην αλλοίωση αυτή στηρίζεται η καταστολή της χημικής ανοσοποιητικής ανταπόκρισης που οδηγεί σε δευτερογενείς μολύνσεις.
Τις δυσκολίες απομόνωσης του ιού σε κυτταρικές σειρές και εμβρυοφόρα αυγά συμπληρώνουν οι εργαστηριακές εξετάσεις. Αυτές περιλαμβάνουν τις ορολογικές μεθόδους εξουδετέρωσης του ιού με αντισώματα, της ανίχνευσης του ιϊκού αντιγόνου στο θύλακα του Fabricius, με ανοσοδιάχυση σε άγαρ γέλης, ανοσοφθορισμό και ELISA. Η ταυτοποίηση του ιού αυτού γίνεται εμ τη μοριακή μέθοδο RT-PCR.
Καθώς ο ιός μπορεί να ξεφύγει τα υγειονομικά μέτρα καθαρισμού και απολυμάνσεων στο χώρο εκτροφής, ο εμβολιασμός είναι η κύρια μέθοδος πρόληψης. Υπάρχουν ζωντανά εξασθενημένα εμβόλια και αδρανοποιημένα εμβόλια για τη νόσο.
Τα ζωντανά εμβόλια χρειάζεται να χρησιμοποιούνται σε νεαρά ορνίθια μετά την εξαφάνιση της μητρικής ανοσίας. Χορηγούνται με ενδομϋική έγχυση, με εκνέφωση και στο πόσιμο νερό. Χορηγείται η δεύτερη δόση σε ηλικία 10-14 ημερών και τρίτη δόση 7 ημέρες αργότερα στα κρεοπαραγωγά ορνίθια για πρόληψη της νόσου.
Μπορεί να χορηγηθεί ζωντανό εμβόλιο στην ηλικία 8 εβδομάδων και να ακολουθεί νεκρό εμβόλιο σε ηλικία 16-20 εβδομάδων. Η μέοδος χορήγησης είναι ενδομυϊκά στο μηρό σε πτηνά αναπαραγωγής αντικατάστασης σε μονάδες κρεοπαραγωγής.
Ο ιός δεν εντοπίζεται στον άνθρωπο και δεν αποτελεί κίνδυνο για τη Δημόσια Υγεία.
Τέλος, σε βιολογικές εκτροφές πτηνών η ασθένεια αντιμετωπίζεται με καθαρισμούς και απολυμάνσεις μεταξύ σμηνών εκτροφής, με έλεγχο μετακινήσεων των ανθρώπων, του εξοπλισμού και των οχημάτων στην εκτροφή καθώς και με ολοκληρωμένα προγράμματα βιοασφάλειας.
Βιβλιογραφία
- ↑ "Νόσος Gumboro ή λοιμώδης θυλακίτιδα (infectius bursal disease) (Μόλυνση θύλακου Fabricius)", Εργαστήριο Ανατομίας και φυσιολογίας Αγροτικών Ζώων, Τμήμα Ζωικής παραγωγής, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2008.
Localized Pasteurellosis
Χρόνια μεταδοτική ασθένεια [1] των ορνίθων που προκαλείται από ένα βακτήριο. Χαρακτηρίζεται από φλεγμονή του προσώπου και του λειριού. Η μετάδοση γίνεται από πτηνό σε πτηνό και από επαφή με μολυσμένο περιβάλλον (συνήθως μετά από ξέσπασμα fowl cholera).
Η μόλυνση συνήθως εισέρχεται στους ιστούς του πτηνού μέσω των βλεννωδών μεμβρανών του φάρυγγα ή της άνω αναπνευστικής οδού, αλλά μπορεί επίσης να εισέλθει μέσω επιφανειακών τραυμάτων. Γάτες και άλλα μικρά ζώα συντηρούν pasteurella στο στόμα τους και μολύνουν τα οικόσιτα πτηνά. Η ασθένεια μεταδίδεται αργά με πολύ μικρή θνησιμότητα και μικρή μείωση ωοπαραγωγής.
Τα μολυσμένα πτηνά παρουσιάζουν πρησμένο πρόσωπο ή λειρί, ρινική καταρροή, δυσκολία στην αναπνοή και εάν η μόλυνση είναι στο μέσο ους, αστάθεια. Η θεραπεία είναι με sulfadimethoxine (SDM), sulfamerazine, sulfamethazine και sulfaquinoxaline.
Βιβλιογραφία
Avian Encephalomyelitis
Βασικά πρόκειται για ιογενή μόλυνση ορνίθων, γαλόπουλων και φασιανών. Ο ιός αναπτύσσεται στον κρόκο του αυγού και στον εγκέφαλο των εμβρύων μέσα στο αυγό. Πιο συνήθης είναι σε κοτόπουλα μεταξύ ηλικίας 1 και 6 εβδομάδων. Μολυσμένα κοτόπουλα ηλικίας μεγαλύτερης των 5 εβδομάδων συνήθως αναπτύσσουν αντισώματα, χωρίς εμφανή κλινικά συμπτώματα την στιγμή της μόλυνσης.
Η μόλυνση από τη νόσο [1] μπορεί να γίνει όλο τον χρόνο, αλλά συνηθέστερα από τον Ιανουάριο μέχρι τον Ιούνιο. Ο συνηθέστερος τρόπος μετάδοσης είναι από την μητέρα μέσω του αυγού στον νεοσσό, αλλά και επαφή με άμεση επαφή μεταξύ μολυσμένων νεοσσών με υγιείς ή έμμεση με την επαφή με μολυσμένη στρωμνή, τροφή ή νερό. Ο ιός μπορεί να επιζήσει τουλάχιστον 4 εβδομάδες στα περιττώματα.
Τα κλινικά συμπτώματα παρουσιάζονται μεταξύ της ηλικίας της 7ης και 10ης ημέρας. Tρεμουλιάσματα του κεφαλιού υποδηλώνουν την μόλυνση του κοπαδιού.
Τα μολυσμένα πτηνά αρχικά παρουσιάζουν μια απαθή έκφραση στα μάτια, ακολουθεί προοδευτικός αποσυντονισμός κινήσεων, λυγισμός των ποδιών (κάθισμα), τρεμούλιασμα του κεφαλιού και του λαιμού και τελικά παράλυση ή γενική κατάπτωση. Η διάγνωση μπορεί να επιβεβαιωθεί εργαστηριακά με έλεγχο αντισωμάτων.
Δεν υπάρχει θεραπεία σε οξεία ξεσπάσματα της ασθένειας. Ο έλεγχος είναι μέσω προφύλαξης μόνο. Τα προσβεβλημένα πτηνά θα πρέπει να θανατώνονται και να αποτεφρώνονται. Ως μέτρο προφύλαξης θα πρέπει τα προς εκκόλαψη αυγά να προέρχονται από γονείς με ανοσία που επιτυγχάνεται με τον κατάλληλο εμβολιασμό.
Βιβλιογραφία
Egg drop Syndrome
Η ασθένεια [1] Egg drop syndrome είναι μεταδοτική νόσος των ωοπαραγωγικών ορνίθων και την χαρακτηρίζει το πολύ λεπτό κέλυφος των αυγών ή και η έλλειψη κελύφους. Δεν υπάρχει επιτυχής φαρμακευτική θεραπεία, παρά μόνο αποφυγή μετάδοσης με την απολύμανση των εκκολαπτικών μηχανών. Μετά την επόμενη πτερόρροια συνήθως η αυγοπαραγωγή αποκαθίσταται.
Βιβλιογραφία
Equine Encephalitis in Birds
Μεταδοτική ασθένεια [1] των πτηνών, θηλαστικών, ίππων και ανθρώπων προκαλούμενη από ιό. Φορείς του ιού είναι τα μολυσμένα με τον ιό κουνούπια. Τα συμπτώματα είναι ανορεξία, δυσκολία στην βάδιση και παράλυση. Απαιτείται εμβολιασμός των πτηνών σε ηλικία μεγαλύτερη των 6 εβδομάδων.
Βιβλιογραφία
Infectious Bursal Disease
Οξεία μεταδοτική ασθένεια [1] νεαρών ορνίθων που χαρακτηρίζεται από ήπια αναπνευστικά συμπτώματα, λευκά και υδαρή περιττώματα, δυσανεξία και φλεγμονή του στήθους. Μεταδίδεται από πτηνό σε πτηνό ή από επαφή με μολυσμένο περιβάλλον. Δεν υπάρχει αποτελεσματική θεραπεία της νόσου παρά μόνο πρόληψη με τον κατάλληλο εμβολιασμό.
Βιβλιογραφία
Avian lymphoid Leukosis
Νεοπλασματική ασθένεια [1] των ορνίθων που χαρακτηρίζεται από τον σχηματισμό μεταστατικών όγκων σε ιστούς και ζωτικά όργανα. Ο ιός έχει μεγάλη περίοδο επώασης και γι' αυτό τον λόγο παρατηρείται μετά την ηλικία των 16 εβδομάδων. Η ασθένεια προκαλεί προοδευτική αδυναμία, κάμψη και χλόμιασμα του λειριού, πρησμένη κοιλιά και θάνατο. Στα τελικά στάδια εμφανίζεται πρασινωπή διάρροια. Δεν υπάρχει θεραπεία.
Βιβλιογραφία
Marek's Disease
Ιογενής νεοπλασματική ασθένεια [1] των ορνίθων που χαρακτηρίζεται από σχηματισμούς όγκων στο νευρικό σύστημα, τα ζωτικά όργανα, τους μύες και τους ιστούς.
Προσβάλλει κοτόπουλα μεταξύ ηλικίας 2 με 16 εβδομάδων. Κατάλληλος εμβολιασμός προφυλάσσει από τον σχηματισμό όγκων αλλά όχι από την μόλυνση. Μολυσμένα πτηνά είναι μόνιμοι φορείς. Δεν υπάρχει θεραπεία της νόσου.