Θηλωμάτωση του δέρματος
Η Θηλωμάτωση του δέρματος είναι πάθηση μεταδοτική που προσβάλλει όλα τα κατοικίδια ζώα. Χαρακτηρίζεται από το σχηματισμό θηλωμάτων στο δέρμα, δηλαδή όγκων, οι οποίοι δημιουργούνται πάνω στο δέρμα από τον ακανόνιστο πολλαπλασιασμό των κυττάρων της επιδερμίδας. Τα κύτταρα αυτά σχηματίζουν στιβάδες τη μια πάνω στην άλλη και έτσι δημιουργούνται τα θλώματα εμ ακανόνιστη μορφή.
Έχει αποδειχθεί ότι η πάθηση οφείλεται σε ιό, αφού επιτεύχθηκε η μετάδοσή της πειραματικά με το διήθημα θηλωμάτων ύστερα από ενοφθαλμισμό ή υποδόρια έγχυση. Η μετάδοση της νόσου γίνεται από ζώο σε ζώο με τα καπίστρια, τα λουριά και άλλα αντικείμενα που χρησιμοποιούνται από το ένα ζώο στο άλλο. Επίσης η μόλυνση μεταδίδεται με τα εκτοπαράσιτα και τα έντομα.
Τα θηλώματα αρχικά εμφανίζονται σαν επάρματα του δέρματος και σιγά σιγά μεγαλώνουν και προβάλλουν σαν εκβλαστήσεις. Πολλά απ' αυτά συγχωνεύονται μεταξύ τους και σχηματίζουν εμγαλύτερες εκβλαστήσεις, οι οποίες παίρνουν το σχήμα μούρου ή ανθροκράμβης (κουνουπιδιού). Μερικά φτάνουν στο μέγεθος του αυγού ή ακόμη και της γροθιάς.
Η θηλωμάτωση παρουσιάζεται σε όλες τις ηλικίες, αλλά πολύ συχνότερα στα νεαρά άτομα.
Στα βοοειδή προσβάλλει κυρίως το δέρμα του μαστού και εμφανίζεται συχνότερα στα σταβλισμένα ζώα παρά σε εκείνα που βόσκουν. Όταν τα θηλώματα είναι πολυάριθμα πάνω στο δέρμα της θηλής, ακθιστούν πολύ δύσκολη την άμελξη.
Στα ιπποειδή τα θηλώματα παρουσιάζονται στο πρόσωπο, κοντά στα μάτια και πάνω στη μύτη και είναι μικρού μεγέθους (2-10mm).
Εμφανίζονται συνήθως στους πώλους 1-2 ετών και είναι λίγα σε αριθμό ή μερικές φορές πολυάριθμα. Δεν προκαλούν καμιά βλάβη και συνήθως εξαφανίζονται αιφνιδίως. Σπανιότερα στα ιπποειδή κάθε ηλικίας παρουσιάζονται μεγαλύτερα θηλώματα σε διάφορα μέρη του σώματος, όχι βέβαια μεγάλης σημασίας. Αυτά είναι μεμονωμένα και συνήθως μισχωτά.
Η διάγνωση της νόσου είναι εύκολη λόγω της χαρακτηριστικής μορφής των θηλωμάτων. Σε περίπτωση αμφιβολίας, όταν μοιάζουν με όγκους κακοήθους μορφής, γίνεται βιοψία για ιστοπαθολογική εξέταση.
Τα θηλώματα συνήθως μετά ένα ορισμένο χρονικό διάστημαν εξαφανίζονται αυτόματα. Όταν αργεί να γίνει αυτό, προβαίνουμε στην αφαίρεσή τους και στον καυτηριασμό της πληγής που σχηματίζεται με σαλικιλικό οξύ ή θειικό χαλκό για να σταματήσει και η αιμορραγία που προκαλείται κατά την επέμβαση. Τα αντισηπτικά αυτά, ως γνωστό, έχουν αιμοστατικές ιδιότητες. Η αφαίρεση γίνεται εύκολα σε εκείνα τα θηλώματα που είναι μισχωτά στρίβοντάς τα μέχρι να κοπούν. Στα θηλώματα μεγάλου μεγέθους, όταν είναι μισχωτά, εφαρμόζεται ισχυρή περίδεση με μεταξωτή κλωστή στη βάση του μίσχου τους. Έτσι ύστερα από μερικές ημέρες αυτά πέφτουν μόνα τους.
Τα πολυάριθμα θηλώματα διαφόρων μεγεθών δεν είναι δυνατόν να αφαιρεθούν όλα ούτε άλλωστε υπάρχει λόγος να γίνει αυτό. Αφαιρούνται πολλά από τα μεγαλύτερα θηλώματα, γίνεται ο καυτηριασμός και συνήθως τα υπόλοιπα εξαφανίζονται ύστερα από μερικές ημέρες. Πιθανότατα με την αφαίρεση των θηλωμάτων και τον τοπικό ερεθισμό ο ιός εισέρχεται στην κυκλοφορία του αίματος του ζώου και προκαλεί ανοσοποιητική αντίδραση στον οργανισμό με αποτέλεσμα την οριστική θεραπεία.
Αν δεν επιτευχθεί το παραπάνω αποτέλεσμα μπορεί να δοκιμασθούν οι παρακάτω τρόποι θεραπείας:
- Χορήγηση νοβοκαΐνης 0,5% ενδοφλεβίως 100-150 ml και έγχυση μικρής ποσότητας από το ίδιο διάλυμα στη βάση των μεγαλύτερων θηλωμάτων.
- Χορήγηση κολιχικίνης 0.0005 g υποδορίως για 3 ημέρες και συγχρόνως επάλειψη με αλοιφή κολχικίνης 1%.
- Παρασκευή αυτεμβολίου με λειοτρίβηση θηλωμάτων και χρησιμοποίησή του στα πάσχοντα ζώα.