Παραφυματίωση αιγοπροβάτων
Πρόκειται για χρόνια εντερίτιδα των μηρυκαστικών η οποία χαρακτηρίζεται από διάρροια και προοδευτική απίσχναση. Οφείλεται στο Mycobacterium paratuberculosis, το οποίο εντοπίζεται και δρα στο εντερικό βλεννογόνο. Η ασθένεια είναι πολύ διαδεδομένη και προκαλεί οικονομικές απώλειες τόσο από το θάνατο όσο και από τη μειωμένη παραγωγή των μολυσμένων ζώων κατά το υποκλινικό στάδιο του νοσήματος. Το Mycobacterium μεταδίδεται με τα κόπρανα. Τα μολυσμένα ζώα αποβάλουν το μικρόβιο κατά το υποκλινικό στάδιο αλλά σε μεγαλύτερο αριθμό μόλις εμφανιστούν τα συμπτώματα. Η μόλυνση γίνεται κυρίως από το στόμα, αλλά έχει αναφερθεί και μετάδοση μέσω του πλακούντα. Μετά την κατάποση του μικροβίου, με το νερό ή την τροφή, εισβάλει, εγκαθίσταται και πολλαπλασιάζεται στα επιθηλιακά κύτταρα του εντερικού βλεννογόνου. Ο χρόνος επώασης είναι 1-2 έτη και προκαλείται χρόνια υπερτροφική εντερίτιδα (ο υποβλεννογόνιος ιστός και ο βλεννογόνος παρουσιάζουν πτύχωση). Η απίσχναση οφείλεται στη διαταραχή της εντερικής λειτουργίας. Η εξέλιξη της νόσου εξαρτάται από το μικροβιακό φορτίο που έλαβε το ζώο αλλά και από την ανοσολογική αντίδραση του οργανισμού στον εισβολέα. Τα ζώα που μολύνονται από μικρά εμφανίζουν πιο εύκολα κλινικά συμπτώματα σε σχέση με αυτά που μολύνονται σε μεγάλη ηλικία.
Κλινική εικόνα Τα συμπτώματα εμφανίζονται σε ενήλικα αιγοπρόβατα μεγαλύτερα του έτους, λόγω του μεγάλου χρόνου επώασης, συνήθως μετά τον τοκετό. Το κύριο σύμπτωμα είναι η διαλείπουσα ή σταθερή διάρροια. Η όρεξη και η θερμοκρασία είναι φυσιολογικές. Το άρρωστο ζώο χάνει βάρος, αδυνατίζει και το τρίχωμα του είναι ανορθωμένο.
Διάγνωση Η διάγνωση της παραφυματίωσης εκτός από την παρατήρηση της κλινικής εικόνας θα πρέπει να γίνεται και εργαστηριακά. Σήμερα δύο κατηγορίες διαγνωστικών δοκιμών εφαρμόζονται για την παραφυματίωση. Η πρώτη αποσκοπεί στην ανίχνευση του παθογόνου αιτίου και η δεύτερη στην ανίχνευση της ανοσολογικής απάντησης του ζώου (εύρεση αντισωμάτων). Στην πρώτη κατηγορία εφαρμόζουμε την εξέταση επιχρισμάτων. Αυτά γίνονται από κόπρανα ζωντανών ζώων ή από εντερικό βλεννογόνο πτωμάτων. Τα επιχρίσματα βάφονται με χρώση Ziehl - Neelsen. Το αρνητικό αποτέλεσμα δεν σημαίνει και απουσία του νοσήματος, απαιτείται επανάληψη. Μια στις τρείς περιπτώσεις ανιχνεύεται με την πρώτη προσπάθεια (στο 33% των περιπτώσεων ανιχνεύεται στο πρώτο δείγμα εξέτασης. Για την ανίχνευση αντισωμάτων στο αίμα εφαρμόζουμε την ELISA. Θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι λόγω της φύσης της νόσου, η ευαισθησία της δοκιμής που εφαρμόζουμε κάθε φορά εξαρτάται από το στάδιο του νοσήματος. Για παράδειγμα, μεγαλύτερη αποβολή μυκοβακτηριδίων στα περιττώματα έχουμε πριν την φάση ανίχνευσης αντισωμάτων με ELISA (Sweeney et al 2006). Επίσης η ELISA παρουσιάζει μεγαλύτερη ακρίβεια σε ζώα που έχουν μολυνθεί με μεγάλο μικροβιακό φορτίο (Whitlock et al 2000). Η εφαρμογή της PCR σε μολυσμένα κόπρανα ή σε προσβεβλημένο ιστό (έντερο) δίνει πολύ καλά αποτελέσματα για την ανίχνευση του Mycobacterium paratuberculosis.
Πρόληψη Δεδομένου ότι δεν υπάρχει θεραπεία για την παραφυματίωση, η προσοχή μας θα πρέπει να εντοπίζεται στο να μην εισβάλει το νόσημα στην εκτροφή ή εάν υπάρχει, πώς θα περιοριστεί. Η τακτική του κλειστού τύπου εκτροφής είναι ένα σημαντικό όπλο για τον κτηνοτρόφο. Ζώα που έχουν δοκιμαστεί εργαστηριακά-ορολογικά και είναι θετικά θα πρέπει να απομακρύνονται αμέσως από το κοπάδι. Το ίδιο και οι απόγονοί τους, γιατί ενδέχεται να έχουν μολυνθεί με τα κόπρανα των μητέρων τους ή κατά την ενδομήτρια φάση της ζωής τους. Η χρήση εμβολίων αποτελεί πολλές φορές τη μόνη λύση.