Κατακράτηση του πλακούντα
Κατακράτηση πλακούντα θεωρείται, όταν αυτός δεν απορρίπτεται αυτόματα μετά τον τοκετό μέσα σε ορισμένα φυσιολογικά χρονικά όρια ανάλογα με το είδος του ζώου. Τα όρια αυτά στην αγελάδα είναι 4-5 ώρες και μπορεί να φθάσουν μέχρι τις 12 ώρες το ανώτερο. Στη φοράδα είναι 1 ώρα, στα μικρά μηρυκαστικά 6 ώρες και στο χοίρο 5-6 ώρες μετά τη γέννηση του τελευταίου χοιριδίου.
Τα αίτια της κατακράτησης του πλακούντα είναι πρωτογενή και δευτερογενή.
Τα πρωτογενή αίτια είναι μάλλον σκοτεινά και όχι σαφώς καθορισμένα. Τέτοια είναι ορισμένες ορμονικές ανωμαλίες, η εσφαλμένη διατροφή, η αδράνεια της μήτρας, ορισμένες αλλεργικές καταστάσεις (κνίδωση, υποδερμάτωση κ.λπ.) και η κληρονομική προδιάθεση. Όταν δεν υπάρχει καμιά κληρονομική προδιάθεση στη μήτρα, για να εξηγηθεί η μη αποκόλληση του πλακούντα από τις κοτυληδόνες, το αίτιο θα βρίσκεται προφανώς μεταξύ των προαναφερθέντων.
Τα δευτερογενή αίτια της κατακράτησης του πλακούντα [1] είναι τα συχνότερα και διαπιστώνονται εύκολα. Κυρίως είναι οι μολύνσεις της μήτρας και σπάνια ορισμένα μηχανικά αίτια. Οι μολύνσεις είτε γίνονται κατά την κυοφορία με την κυκλοφορία του αίματος δημιουργώντας πλακουντίτιδα είτε κατά τη διάρκεια του τοκετού. Συχνή μόλυνση είναι η βρουκέλλωση και άλλες ενδομητρικές μολύνσεις, όπως οι οφειλόμενες σε κολιβακίλλους, κόκκους κ.λπ.
Μηχανικά αίτια είναι η περιτύλιξη ενός τμήματος του πλακούντα γύρω από ένα πλακούντιο και η πρόωρη παλινδρόμηση του τραχήλου.
Όσον αφορά στα συμπτώματα και τη διάγνωση, συνήθως ένα έστω και μικρό τμήμα του πλακούντα προβάλλει από τα χείλη του αιδοίου. Όταν δεν συμβαίνει αυτό και υπάρχει υποψία κατακράτησης του πλακούντα, το ζώο εξετάζεται με την εισαγωγή του χεριού μέσα στη μήτρα, αφού τηρηθούν οι όροι ασηψίας και αντισηψίας. Σε μερικές περιπτώσεις κατακράτησης του πλακούντα μπορεί να παρατηρηθεί πυρετός λόγω της μόλυνσης, που είναι και η αιτία της κατακράτησης.
Η πρόγνωση είναι ευνοϊκή, όταν εφαρμόζεται έγκαιρα η θεραπεία. Σε περίπτωση που δεν γίνει καμιά θεραπεία, δεν κινδυνεύει πάντοτε και άμεσα η ζωή του ζώου. Ο πλακούντας αποσυντίθεται μέσα στη μήτρα και αποβάλλεται κατά τμήματα για πολλές ημέρες μαζί με δύσοσμο πυώδες έκκριμα. Η γενική κατάσταση του ζώου επηρεάζεται σημαντικά λόγω απορρόφησης τοξινών. Το ζώο παρουσιάζει ανορεξία διαφόρων βαθμών, απίσχνανση και υπάρχει ο κίνδυνος μελλοντικά να παρουσιάσει αγονιμότητα.
Για τη θεραπεία της κατακράτησης, στην αγελάδα μετά 48 ώρες από τον τοκετό γίνεται προσπάθεια να αποκολληθεί ο πλακούντας. Η επέμβαση δεν πρέπει να γίνεται νωρίτερα, γιατί στο διάστημα αυτό λόγω της αυτόλυσης των ιστών ελαττώνεται σημαντικά η συνοχή του πλακούντα προς τις κοτυληδόνες, η οποία πολλές φορές είναι ισχυρότατη λόγω πλακουντίτιδας. Έτσι διευκολύνεται αρκετά η αποκόλληση του πλακούντα και η απομάκρυνσή του και αποφεύγονται οι λύσεις της συνέχειας του ενδομητρίου και οι αιμορραγίες.
Ο πλακούντας εξάγεται προσεκτικά με την εισαγωγή του χεριού μέσα στη μήτρα, ενώ τηρούνται οι όροι ασηψίας και αντισηψίας. Με τα δάκτυλα ανάμεσα στους υμένες του πλακούντα και της καθεμιάς κοτυληδόνας γίνεται η αποκόλληση μέχρι να απελευθερωθεί, αν είναι δυνατό, ολόκληρος. Σε μερικές περιπτώσεις δεν είναι δυνατό να εξαχθεί ολόκληρος ο πλακούντας, αλλά παραμένουν μερικά τμήματά του κολλημένα γερά στις κοτυληδόνες.. Αυτά θα αποβληθούν σιγά σιγά τις επόμενες ημέρες και δεν δημιουργούν κανένα πρόβλημα, γιατί έτσι κι αλλιώς στην αγελάδα μετά την εξαγωγή του πλακούντα γίνεται τοπική και γενική θεραπεία με αντιβιοτικά και σουλφοναμίδες. Μέσα στη μήτρα τοποθετούνται υπόθετα που περιέχουν αυτά τα φάρμακα και για 4-6 ημέρες τα ίδια φάρμακα χορηγούνται παρεντερικώς.
Για την καλύτερη αποκατάσταση του γεννητικού σωλήνα και την εξασφάλιση της γονιμότητας μετά 40 περίπου ημέρες από τον τοκετό στις αγελάδες αυτές γίνεται ενδομήτρια έγχυση διαλύματος Lugol.
Στη φοράδα ο πλακούντας πρέπει να εξάγεται σύντομα, 3-6 ώρες από τον τοκετό, γιατί υπάρχει κίνδυνος να παρουσιασθεί κολικός. Η εξαγωγή του είναι πολύ ευκολότερη από ό,τι στην αγελάδα, γιατί δεν υπάρχουν τα πλακούντια, όπως στην αγελάδα. Έτσι το χέρι οδηγείται ανάμεσα από τον πλακούντα και το ανδομήτριο και με κάποια μικρή προσπάθεια, αλλά προσεκτικά, γίνεται η αποκόλληση. Η παραπέρα θεραπευτική αγωγή είναι η ίδια, όπως παραπάνω.
Στα αιγοπρόβατα και το χοίρο η θεραπεία γίνεται όπως στην αγελάδα, αλλά μόνο στα μεγαλόσωμα άτομα, στο γεννητικό σωλήνα των οποίων μπορεί να εισαχθεί το χέρι ανθρώπου.
Βιβλιογραφία
- ↑ "Υγιεινή και στοιχεία παθολογίας των αγροτικών ζώων" Αποστόλου Μ. Ζαφράκα