Ποικιλία-1-Αννόνα
Annona muricata (soursop) Το είδος Annona muricata L. είναι το σπουδαιότερο απ' όλα τα είδη του γένους Annona και το πιο τροπικό. Ανήκει στην οικογένεια Annonaceae. Απαντά σ' όλες τις τροπικές χώρες και οι καρποί του είναι πολύ δημοφιλείς στην Κούβα. Είναι δένδρο ορθόκλαδο μικρού μεγέθους (ύψους 4.5-6 μέτρα) και αειθαλές στις τροπικές περιοχές. Οι ψυχροί άνεμοι, οι θερμοκρασίες πλησίον σ' αυτές του παγετού και η υπερβολική ξηρασία προκαλούν φυλλόπτωση και κατά συνέπεια το δένδρο συμπεριφέρεται ως φυλλοβόλο. Στη Φλόριδα των Η.Π.Α. παραμένει χωρίς φύλλα γι' αρκετές εβδομάδες κατά τους χειμερινούς μήνες. Τα φύλλα είναι βαθυπράσινα, γυαλιστερά και δερματώδη, μήκους 12.5-20 cm και αναδίδουν ισχυρή και μη ευχάριστη μυρωδιά κατά το τρίψιμό τους. Τα άνθη είναι μονήρη, μήκους 2.5-5cm, με παχιά πέταλα και σχηματίζονται κυρίως σε παλιό ξύλο. Ο καρπός είναι σύνθετος και μεγάλου μεγέθους (βάρους συνήθως 2-2.5kg). Έχει σχήμα ωοειδές ή καρδιοειδές. Ο φλοιός είναι πρασινοκίτρινος κατά την ωρίμανση και φέρει πολυάριθμα μαλακά αγκάθια με κατεύθυνση προς την κορυφή του καρπού. Όταν κάποια ωάρια του άνθους δεν γονιμοποιηθούν, τότε ο καρπός αποκτά ανώμαλο σχήμα. Η σάρκα είναι λευκή, χυμώδης, μαλακή, αρωματική και περιέχει πολλούς επίπεδους σπόρους, χρώματος καφετί και μήκους περίπου 2 cm. Η πολτοποιημένη σάρκα, έχει μια ευδιάκριτη, ευχάριστη, όξινη γεύση και χρησιμοποιείται κυρίως για τον αρωματισμό των παγωτών και ως δροσιστικό των ποτών. Η ωρίμανση των καρπών λαμβάνει χώρα το καλοκαίρι και φθινόπωρο και μπορεί να συνσυπάρχουν στο δένδρο άνθη και ώριμοι καρποί. Ο καρπός συνίσταται από νερό 81%, πρωτεΐνη 1.7%, λίπος 0.8%, σάκχαρα 12%, άμυλο 1.1%, κελλουλόζη 1.8%, οξέα 0.9% και τέφρα 0.7%. Η αννόνα χαρακτηρίζεται από το φαινόμενο της διχογαμίας και κατά συνέπεια η σταυρεπικονίαση κρίνεται αναγκαία και εξασφαλίζεται με τη συγκαλλιέργεια διαφόρων ποικιλιών συνανθουσών και συμβιβαστών. Η τεχνητή επικονίαση αυξάνει το ποσοστό της καρπόδεσης και βελτιώνει την ανάπτυξη των καρποφύλλων, γι' αυτό κρίνεται ως ανγακαία. Η αννόνα πολλάπλασιάζεται με σπόρο και αγενώς με εμβολιασμό (ενοφθαλμισμό, εγκεντρισμό) και μοσχεύματα. Ο εμβολιασμός γίνεται σε υποκείμενα σπορόφυτα του ιδίου είδους ή άλλων ειδών και ακόμα σε σπορόφυτα των αγρίων ειδών A. glabra και A. montana. Ως ποικιλίες καλλιεργούνται επιλεγμένα σπορόφυτα, τα οποία χαρακτηρίζονται από ικανοποιητική παραγωγή και καλής ποιότητας καρπούς. Η αννόνα είναι πολύ ευαίσθητη στο ψύχος και θα πρέπει να καλλιεργείται σε περιοχές απαλλαγμένες από παγετούς και ψυχρούς ανέμους. Είναι απαιτητική σε υγρασία, αλλά κατά την περίοδο της ανθοφορίας οι ξερικές συνθήκες ευνοούν την καρπόδεση. Θέλει εδάφη βαθιά, γόνιμα καλοαποστραγγιζόμενα, με πολύ μικρή περιεκτικότητα σε ασβέστιο. Μπορεί να καλλιεργηθεί με επιτυχία σε αμμώδη εδάφη, στα οποία έχουν ενσωματωθεί κοπριά και χημικά λιπάσματα. Επειδή είναι δένδρο επιπολαιόριζο, η εφαρμογή εδαφικού επιστρώματος και τα συχνά ποτίσματα κατά το καλοκαίρι κρίνονται αναγκαία. Κατάλληλα είναι και τα αμμοπηλώδη και από ιλύ εδάφη, ως και τα αργιλώδη με καλή αποστράγγιση και αερισμό. Το pH πρέπει να είναι 5.5.-6.5. Η απόσταση φυτεύσεως των δένδρων κυμαίνεται από 5-6 μέτρα και ο αριθμός αυτών ανά στρέμμα ανέρχεται σε 28-40. Τα δένδρα μπαίνουν σε καρποφορία από το τρίτο έτος της ηλικίας τους και από της άνθισης μέχρι της συγκομιδής των καρπών απαιτούνται 2-6 μήνες. Είναι δένδρο απαιτητικό σε άζωτο, φώσφορο και κάλιο. Το κλάδεμα συνίσταται στη διαμόρφωση θαμνώδους κυπελλοειδούς σχήματος και στην απομάκρυνση των ξερών και προσβεβλημένων κλάδων. Ο καρπός είναι ώριμος όταν αποκτήσει πρασινοκίτρινο χρωματισμό. Οι καρποί τοποθετούνται στο ψυγείο μέχρι ο φλοιός τους αποκτήσει χρώμα καφετί και τότε είναι κατάλληλοι για φάγωμα. Είναι πλούσιος σε βιταμίνες B και C.[1]
Βιβλιογραφία
- ↑ Ειδική δενδροκομία Τόμος V "Τροπικά φυτά", Ποντίκη Κων/νου, Καθηγητή Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Εκδόσεις Σταμούλη, 2001.