Χρήστης:K kaponi

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Γενικές πληροφορίες για το μάνγκο

Το μάνγκο κατάγεται από την Ινδία και τη Βούρμα. Αναφέρεται ότι στην Ινδία καλλιεργείται πάνω από 4000 χρόνια και ότι καταλαμβάνει έκταση 10.000.000 στρεμμάτων. Η ετήσια παγκόσμια παραγωγή ανέρχεται σε 14.961.000 τόνους (FAO, 1988) με την Ινδία να παράγει το 75% αυτής. Επίσης καλλιεργείται ευρέως στο Πακιστάν, Μπανγκλαντές, Βούρμα, Ταϊλάνδη, Φιλιππίνες, Μαλαισία, Ινδονησία, Βιετνάμ, Σρι Λάνκα, Κίνα, Νότια Αφρική, Αυστραλία, Μεξικό, Βραζιλία, Κένυα, Τανζανία, Αίγυπτο, Κούβα και σε μικρότερη έκταση στη Χαβάη και στη φλόριδα των Η.Π.Α. Στην Ελλάδα δεν καλλιεργείται συστηματικά, αλλά απαντά σποραδικά στην Κρήτη.

Οι ώριμοι καρποί τρώγονται ως επιδόρπιο. Θεωρείται το πιο δημοφιλές φρούτο στην ανατολή και περιγράφεται ως ο βασιλιάς των φρούτων. Οι καρποί των δένδρων, που προήλθαν από σπορόφυτα, είναι ινώδεις, υδαρείς και μη ευχάριστης γεύσης. Αλλά οι καλές ποικιλίες παράγουν μαλακούς κιτρινόσαρκους καρπούς με καλή γεύση. Επίσης οι ώριμοι καρποί χρησιμοποιούνται για την παραγωγή χυμών και οι άγουροι για την παρασκευή τουρσιού. Ακόμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κατεψυγμένος, αποξηραμμένος, κονσερβοποιημένος ή για την παρασκευή μαρμελάδας και μανγκόπιτας. Η σάρκα των ώριμων καρπών περιέχει 15% σάκχαρα, κυρίως σακχαρόζη, είναι πλούσια σε βιταμίνη Α και πτωχή σε βιταμίνες B και C. [1]

Βιβλιογραφία

  1. Ειδική δενδροκομία Τόμος V "Τροπικά φυτά", Ποντίκη Κων/νου, Καθηγητή Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Εκδόσεις Σταμούλη, 2001.



Βοτανικά χαρακτηριστικά μάνγκο

Φύλλο μάνγκο

Το μάνγκο ανήκει στην οικογένεια Lauraceae και το επιστημονικό βοτανικό όνομά του είναι Mangifera indica L. Διακρίνουμε τρία υποείδη:

  1. Των Δυτικών Ινδιών, που καλλιεργείται στην Ινδία, Πακιστάν και Μπανγκλαντές και παράγει έγχρωμους και εκλεκτής γεύσης καρπούς. Είναι είδος μονοεμβρυονικό και πρέπει να αναπαράγεται αγενώς. Οι σπουδαιότερες ποικιλίες του υποείδους αυτού είναι οι Alfonso, Mulgoba, Haden και Tommy Atkins.
  2. Της Ινδοκίνας, που παράγει συγκριτικά με το υποείδος των Δυτικών Ινδιών, μικρότερους σε μέγεθος καρπούς, λιγότερο ελκυστικούς, κιτρινοπράσινου χρωματισμού, με σάρκα χωρίς ίνες και εκλεκτής γεύσης. Το υποείδος αυτό είναι πολυεμβρυονικό και αναπαράγεται γενετικά πιστά με σπόρο. Οι ποικιλίες του υποείδους αυτού είναι γνωστές με την ονομασία της περιοχής απ' όπου προέρχονται, όπως Cambodiana, Carabao και Pico.
  3. Του δυτικού ημισφαιρίου, όπου καλλιεργείται και αποτελείται από σπορόφυτα διαφόρων τύπων και δεν ανήκει στα προηγούμενα υποείδη. Παράγει καρπούς χρώματος κυρίως πράσινου, με κατώτερη γεύση.

Το μάνγκο είναι δένδρο αειθαλές, μεγάλου μεγέθους. Τα φύλλα εκπτύσσονται σε κόκκινες βλαστήσεις, που αργότερα αποκτούν πράσινο χρωματισμό και διατηρούνται στο δένδρο πάνω από ένα χρόνο. Οι ταξιανθίες παράγουν χιλιάδες άνθη, από τα οποία τα περισσότερα είναι αρσενικά, αλλά μερικά είναι ερμαφρόδιτα. Το ποσοστό των τέλειων ανθέων κυμαίνεται από 1-36% (Purseglove, 1968) ή πάνω από το 75%(Chandler, 1958). Η βλάστηση του δένδρου αναπτύσσεται κατά κύματα. Στα καρποφόρα δένδρα, οι βλαστήσεις του πρώτου κύματος παράγονται από τους επάκριους οφθαλμούς βλαστών του προηγούμενου έτους και στερούνται ανθέων, οι του δεύτερου κύματος παράγονται από πλάγιους οφθαλμούς, που επάκρια της βλάστησης σχηματίζουν ταξιανθία, που θα δώσει λίγους ή και καθόλου καρπούς. Ένα τρίτο κύμα βλάστησης παράγεται από πλάγιους οφθαλμούς βλαστών, που ωρίμασαν τους καρπούς και ένα τέταρτο από πλάγιους οφθαλμούς βλαστών που έχουν εξασθενήσει από την τρέχουσα ή την παραγωγή του προηγούμενου χρόνου. Ο καρπός είναι δρύπη και ποικίλλει σε μέγεθος, βάρους από 85 gr έως και 2,5kg και εξαρτάται από την ποικιλία. Οι καρποί κάποιων ποικιλιών έχουν σάρκα ινώδη και κατά συνέπεια είναι δυσκολοφάγωτοι. [1]

Βιβλιογραφία

  1. Ειδική δενδροκομία Τόμος V "Τροπικά φυτά", Ποντίκη Κων/νου, Καθηγητή Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Εκδόσεις Σταμούλη, 2001.