Καλλιέργεια δαμασκηνιάς
Περιεχόμενα
Εγκατάσταση
Το έδαφος, που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για την εγκατάσταση ενός βερυκοκκεώνα, οργώνεται πριν απ' τη φύτευση σε βάθος 30-40cm. Το όργωμα αποσκοπεί στην καταστροφή των πολυετών ζιζανίων και στην αφρατοποίηση του εδάφους, που είναι απαραίτητη για την καλύτερη ανάπτυξη του ριζικού συστήματος των δένδρων. Πριν απ' το όργωμα λαμβάνονται δείγματα εδάφους και γίνονται αναλύσεις και ανάλογα με τα αποτελέσματα της ανάλυσης καθορίζεται το είδος και η ποιότητα των χημικών λιπασμάτων, που είναι απαραίτητα για την ανάπτυξη των δέντρων. Αν η εξεύρεση κοπριάς είναι εύκολη, τότε ενδείκνυται η προσθήκη 2-3 τόννων κατά στρέμμα για τη βελτίωση της γονιμότητας του εδάφους. Μετά το όργωμα και κατά μήκος των γραμμών φύτευσης των δένδρων, το έδαφος απολυμαίνεται συνήθως με χλωροπικρίνη.
Πριν απ' τη φύτευση γίνεται η επισήμανση των θέσεων φύτευσης των δένδρων, η διάνοιξη των λάκκων, διαστάσεων 45 x 45cm και ακολουθεί η φύτευση των δένδρων. Κατά τη φύτευση τα δενδρύλλια φυτεύονται στο ίδιο βάθος, που ήταν στο φυτώριο, και το επιφανειακό χώμα ρίχνεται στη βάση του ριζικού συστήματος των δενδρυλλίων. Κατά την προσθήκη του χώματος πιέζεται ελαφρά αυτό μέχρι της πλήρους πληρώσεως των λάκκων, αποφεύγοντας να προξενηθεί ζημιά στο ριζικό σύστημα. Τα δενδρύλλια φυτεύονται γυμνόριζα. Μετά τη φύτευση ακολουθεί το πότισμα των δενδρυλλίων και η προσθήκη μικρής ποσότητας κοπριάς γύρω απ' το δενδρύλλιο, που αποσκοπεί στη μη εκβλάστηση των ζιζανίων και στη διατήρηση της. [1]
Καλλιέργεια εδάφους
Η καλλιέργεια του εδάφους του δαμασκεώνα αποσκοπεί στην αύξηση ή διατήρηση της περιεκτικότητας του σε χούμο, την αποθήκευση νερού, στη διατήρηση της γονιμότητας του και στην ποσοτική και ποιοτική αύξηση της παραγωγής. Διενεργείται με μηχανικά ή χημικά μέσα. Τα ζιζανιοκτόνα, που χρησιμοποιούνται σε βερυκοκκεώνες χωρίζονται σε δυο κατηγορίες: (α) προφυτρωτικά (προστίθενται στο έδαφος προτού φυτρώσουν τα ζιζάνια) και (β) μεταφυτρωτικά (παρέχονται στο φύλλωμα των ζιζανίων). Τα συνήθως χρησιμοποιούμενα είναι απ' τα προφυτρωτικά η simazine, το casoron, το diuron κ.ά. και απ' τα μεταφυτρωτικά το roundup, το paraguat (γκραμοξόν) κ.ά., σύμφωνα πάντοτε με τις οδηγίες χρήσης, που αναγράφονται πάνω στα μέσα συσκευασίας των ιδιοσκευασμάτων. [1]
Συστήματα φύτευσης
Η δαμασκηνιά φυτεύεται κατά τετράγωνα, κατ' ορθογώνια παραλληλόγραμμα ή γραμμές, γιατί τα άλλα δημιουργούν δυσκολίες κατά την εκτέλεση των διάφορων καλλιεργητικών φροντίδων. Η απόσταση φύτευσης εξαρτάται από τη ζωηρότητα της ποικιλίας και του υποκειμένου και τη γονιμότητα του εδάφους. Συνήθως κυμαίνονται από 6-7m για τα ελεύθερα σχήματα μόρφωσης και 3-4m για τα γραμμοειδή σχήματα μόρφωσης. Με τη χρησιμοποίηση του Pixy εφαρμόζεται άνετα το σύστημα της πυκνής φύτευσης (100-200 δέντρα ανά στρέμμα). Η φύτευση των δενδρυλλίων γίνεται απ' το Νοέμβρη, μόλις συμπληρωθεί η φυλλόπτωση, μέχρι τις αρχές της άνοιξης, προτού εκπτυχθούν οι οφθαλμοί και πάντοτε με ευνοϊκές εδαφικές και κλιματικές συνθήκες. [1]
Άρδευση
Η δαμασκηνιά, για να αναπτύξει καλή βλάστηση και δώσει ικανοποιητική παραγωγή, χρειάζεται συνέχεια υγρασία στο έδαφος καθόλη τη βλαστική περίοδο από βροχή ή πότισμα. Ιδιαίτερα απαιτητική είναι κατά τους μήνες Ιούνιο, Ιούλιο και Αύγουστο. Οι δαμασκηνεώνες, που δεν ποτίζονται επαρκώς ή καθόλου, παράγουν καρπούς μικρούς, στυφούς και υπόξινους και [[Παρενιαυτοφορία φιστικιάς |παρενιαυτοφορούν]]. Όσον αφορά τη συχνότητα των ποτισμάτων θα πρέπει να ποτίζονται, όταν το 50 έως 70% της ολικής διαθέσιμης υγρασίας έχει απορροφηθεί ή εξατμιστεί από τη ριζόσφαιρα των δένδρων. Η έλλειψη νερού συνήθως κατά τα τέλη Μαίου με αρχές Ιουνίου προκαλεί έντονη καρπόπτωση, που διορθώνεται με την παροχή νερού. Πρέπει να γνωρίζουμε ότι το πότισμα συνδέεται και με το σχίσιμο των καρπών. Συνήθως παρατηρούνται σχισίματα πλευρικά και επάκρια στους καρπούς. Περισσότερες πληροφορίες στον σύνδεσμο που ακολουθεί:
Λίπανση
Η δαμασκηνιά η Ιαπωνική ανταποκρίνεται στις μεγάλες παροχές αζώτου με αύξηση της βλάστησης και του μεγέθους των καρπών της, ενώ η δαμασκηνιά η Ευρωπαϊκή φαίνεται ότι χρειάζεται λιγότερο άζωτο, αλλά, αντίθετα με τη δαμασκηνιά την Ιαπωνική, ανταποκρίνεται καλά στις καλιούχες λιπάνσεις σε μερικά εδάφη. Η εμπειρική λίπανση κατά στρέμμα είναι της τάξης 10-15 μονάδες για το άζωτο (σαν θειϊκή αμμωνία 50-75Kg λιπάσματος), 5-10 μονάδες για το φώσφορο (σαν υπερφωσφορικό 25-50Kg λιπάσματος) και 15-20 μονάδες για το κάλιo (σαν θει'ίκό κάλι 30-40Kg λιπάσματος) και κάθε 2 χρόνια για το φώσφορο και κάλιo, όταν τα εδαφικά αποθέματα είναι ανεπαρκή. Η προσθήκη των λιπαντικών στοιχείων συνιστάται να γίνεται χρονικά, όπως στη βερυκοκκιά.
Οι ανάγκες της δαμασκηνιάς σε θρεπτικά στοιχεία μπορεί να προσδιοριστούν επαρκώς με ανάλυση φύλλων, αν και διάφοροι παράγοντες μπορεί να επηρεάσουν την περιεκτικότητα του φύλλου σε κάποιο στοιχείο. Η σύσταση των φύλλων κατά τη διάρκεια της βλαστικής περιόδου ποικίλλει σημαντικά. Η πιο κατάλληλη περίοδος για την παραλαβή φύλλων, γι’ ανάλυση, είναι ο μήνας Ιούλιος. Ως πιο κατάλληλα για δειγματοληψία φύλλα είναι τα φύλλα των λογχοειδών, που δε φέρουν καρπούς, γιατί δίνουν πιο σταθερές τιμές. Η ανάλυση εδάφους έχει πολύ μικρή σημασία στον προσδιορισμό των αναγκών της δαμασκηνιάς σε θρεπτικά στοιχεία. [1]
Αραίωμα καρπών
Οι πιο πολλές ποικιλίες δαμασκηνιας δε χρειάζονται αραίωμα, αλλά πολλές χρονιές μερικές απ' αυτές που υπερκαρποφορούν, όπως οι πιο πολλές ποικιλίες της δαμασκηνιας της Ιαπωνικής, χρειάζονται αραίωμα για την παραγωγή καρπών ικανοποιητικού μεγέθους. Συνήθως αφήνεται ένας καρπός κάθε 10-15cm. Παλιότερα το αραίωμα γίνονταν με το χέρι, με ειδικά όργανα τύπου τσουγκράνας, με χημικά μέσα και με καλοκαιρινά κλαδέματα. Συνηθίζεται να διενεργούνται καλοκαιρινά κλαδέματα, όπως αφαίρεση βλαστών με πολλούς καρπούς, προς αποφυγή σπασιμάτων κλάδων ή βραχιόνων, αλλά η επέμβαση αυτή δε βελτιώνει το μέγεθος και την ποιότητα των καρπών. Τελευταία χρησιμοποιούνται δονητές για το αραίωμα των δαμασκηνών και μάλιστα εκείνων που προορίζονται για αποξήρανση, γιατί προσφέρονται σ' αυτό καλύτερα απ' οποιοδήποτε άλλο είδος οπωροφόρου δένδρου, και ο λόγος είναι ότι τα ροδάκινα, επιτραπέζια δαμάσκηνα, βερύκοκκα, μήλα, κ.ά. για να είναι εμπορεύσιμα πρέπει να έχουν κάποιο αποδεκτό μέγεθος, ενώ τα ξηρά δαμάσκηνα πωλούνται με βάση τον αριθμό των καρπών κατά kg. Οπωσδήποτε οι μεγαλύτεροι καρποί είναι ακριβότεροι, αλλά οι καρποί στο σύνολο τους (ανεξάρτητα μεγέθους) είναι ευκολοπούλητοι. Το αραίωμα των δαμασκηνών με το χέρι θα πρέπει να γίνεται αμέσως μετά τη φυσική καρπόπτωση του Ιουνίου. Η χρησιμοποίηση δινιτροενώσεων για αραίωμα ανθέων, (όταν το 70 έως 80% των ανθέων είναι ανοικτά), σε συγκέντρωση 62ml σε 100 λίτρα νερό, έχει δώσει μέτρια ικανοποιητικά αποτελέσματα. Επίσης μέτρια αποτελέσματα έχει δώσει και η χρησιμοποίηση του Elgetol (όταν το 70-80% των ανθέων είναι ανοικτά) σε συγκέντρωση 90ml σε 100 λίτρα νερό. Το χημικό αραίωμα, αν και δε συνιστάται, πρέπει να γίνεται με μεγάλη προσοχή, γιατί μπορεί να έχει μη επιθυμητά αποτελέσματα (υπερβολικό αραίωμα, κλπ.).[1]
Κλάδεμα
Στη καλλιέργεια της δαμσκηνιάς τα πιο επικρατέστερα σχήματα μόρφωσης των δένδρων, ανεξάρτητα αν πρόκειται για τη δαμασκηνιά την Ευρωπαϊκή ή την Ιαπωνική, είναι το κυπελλοειδές και η αμφίπλευρη παλμέττα. Αναλυτικά με όλες τις λεπτομέρειες για το κλάδεμα της βερυκοκκιάς στον παρακάτω σύνδεσμο:
Ωρίμανση
Τα δαμάσκηνα, που προορίζονται για νωπή κατανάλωση, είναι ώριμα, όταν ο φλοιός και η σάρκα των καρπών αποκτήσουν τον τυπικό χρωματισμό της ποικιλίας. Σαν κριτήριο ωριμότητας μπορεί να χρησιμοποιηθούν σε συνδυασμό τα διαλυτά στερεά (18%) και η συνεκτικότητα της σάρκας. Για τα δαμάσκηνα, που προορίζονται για αποξήρανση, χρησιμοποιούνται ως κριτήρια ωριμότητας το χρώμα, τα διαλυτά στερεά και η συνεκτικότητα της σάρκας, πάντοτε σε συνδυασμό. Τα κριτήρια ωριμότητας παρατίθενται αναλυτικά στον παρακάτω σύνδεσμο:
Συγκομιδή
Η συγκομιδή των δαμάσκηνων γίνεται με το χέρι ή με δονητές. Με το χέρι συγκομίζονται τα δαμάσκηνα, που προορίζονται για νωπή κατανάλωση, ενώ με δονητές εκείνα που προορίζονται για αποξήρανση. Συνήθως η συλλογή διενεργείται σε 2-4 χέρια, κατά προτίμηση τις πρωϊνές ώρες και με μεγάλη προσοχή, ώστε να διατηρηθεί ο ποδίσκος του καρπού και το χνούδι.[1]