Χρήστης:K kaponi
Η χρήση του λιναριού ως τρόφιμο
Η Λατινική ονομασία του λιναρόσπορου είναι αρκετή για να αναγνωρισθεί η μεγάλη αξία του λιναριού. Καταρχήν ανήκει στην οικογένεια των Λινωδών, και η λατινική του ονομασία είναι Linum Usitissimum, το οποίο σημαίνει "πολύ χρήσιμος".
Αυτό από μόνο του περιγράφει τις πολλαπλές χρήσεις του λιναριού και την μεγάλη θρεπτική του αξία. Ο σπόρος του είναι λίγο μεγαλύτερος από αυτόν του σησαμιού και έχει πιο σκληρό περίβλημα. Το χρώμα του σπόρου ποικίλλει ανάλογα από το αν προέρχεται από την κίτρινη (χρυσή) ή καστανή ποικιλία. Προέρχεται από την Μεσοποταμία αλλά το φυτό είναι γνωστό από την Παλαιολιθική εποχή. Πρώτες αναφορές για την μαγειρική χρήση του λιναριού, υπάρχουν στην Αρχαία Ελλάδα. Στην Ελλάδα και στα Βαλκάνια φαίνεται να χρησιμοποιείται πριν από το 5000π.Χ. Ο Ιπποκράτης σύστηνε τον λιναρόσπορο για τις φλεγμονές των βλεννογόνων. Οι Ρωμαίοι, ήταν κι αυτοί ένας λαός που δεν έμεινε αδιάφορος στις ωφέλιμες ιδιότητες του λιναρόσπορου. Μετά την πτώση της Ρώμης περιορίστηκε η καλλιέργεια και η χρήση του. Αρχισε να ξαναχρησιμοποιείται όταν ο Καρλομάγνος τον 8o αιώνα ανακάλυψε τις θεραπευτικές ιδιότητες του λιναριού. Με νομοθεσία επέβαλλε όχι μόνο την καλλιέργεια αλλά και την κατανάλωσή του, προκειμένου να εξασφαλίσει όσο γίνεται περισσότερο την καλή υγεία των υπηκόων του.[1]
Βιβλιογραφία
Διαθρεπτική αξία του λιναριού
Aπό διατροφική άποψη, το λινέλαιο έχει ένα χαρακτηριστικό που το κάνει μοναδικό. Mε εξαίρεση το ελαιόλαδο (που περιέχει πολλά αντιοξειδωτικά, αλλά καθόλου ω λιπαρά οξέα), τα περισσότερα έλαια είναι πλούσια σε ω-6 και κάποια από αυτά (έλαιο ελαιοκράμβης, κανναβέλαιο, έλαια ξηρών καρπών) περιέχουν και κάποια ω-3. Aντίθετα, το λινέλαιο, που αποτελείται κατά 55% από α-λινολενικό οξύ, ένα πολυακόρεστο λιπαρό οξύ που ανήκει στην ομάδα των ω-3 λιπαρών οξέων, και ο λιναρόσπορος αποτελούν την πιο πλούσια φυτική πηγή των δυσεύρετων στη φύση ω-3, ενώ παράλληλα διαθέτουν μόνο ίχνη από ω-6. Aυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την υγεία μας, καθώς έχει αποδειχτεί ότι το πλεόνασμα των ω-6 προκαλεί οξειδωτικές και φλεγμονώδεις αντιδράσεις σε όλο σχεδόν τον οργανισμό. Όλες οι σοβαρές χρόνιες αρρώστιες, όπως τα καρδιαγγειακά νοσήματα, ο καρκίνος, η αρθρίτιδα, το Aλτσχάιμερ και ενδεχομένως ο διαβήτης, επιδεινώνονται από τέτοιες φλεγμονώδεις αντιδράσεις. H εξισορρόπηση των ω-3 στον οργανισμό μας, λοιπόν, μας προστατεύει από όλα αυτά.
Eπιπλέον, οι σπόροι του λιναριού και το λάδι τους είναι πλούσιες φυσικές πηγές των αντιοξειδωτικών ουσιών λίγκνανς, οι οποίες απαντώνται στο λινάρι σε συγκέντρωση 80 φορές μεγαλύτερη από ό,τι στα παχιά ψάρια (σολομό, πέστροφα, ρέγκα, τόνο, σαρδέλες, σκουμπρί), στο σπανάκι και στην αντράκλα. Kαι αυτά τα αντιοξειδωτικά προστατεύουν την καρδιά, μετριάζουν τα συμπτώματα φλεγμονωδών νόσων και πιθανώς προστατεύουν από το διαβήτη. Tο λινάρι περιέχει, επίσης, και ορισμένα φυτοοιστρογόνα, που λειτουργούν προληπτικά απέναντι στον καρκίνο ή καθυστερούν την εξέλιξή του, μειώνουν τη χοληστερίνη και ενισχύουν το ανοσοποιητικό σύστημα. Aκόμα, το λινάρι είναι πλούσιο σε ασβέστιο, βιταμίνη E και πρωτεΐνες. Έχει χαμηλή περιεκτικότητα σε νάτριο, ενώ δεν περιέχει γλουτένη, με αποτέλεσμα το αλεύρι που παράγεται από αυτό να είναι πιο εύπεπτο και ιδιαίτερα κατάλληλο για άτομα με γαστρεντερικά προβλήματα. Λόγω της υψηλής περιεκτικότητάς του σε φυτικές ίνες, προστατεύει τον οργανισμό από τη δυσκοιλιότητα και δρα προληπτικά για τις κακοήθειες του εντέρου. Παράλληλα, η κατανάλωσή του ανακουφίζει από το άσθμα, τους πόνους της περιόδου, τα συμπτώματα της εμμηνόπαυσης και το σύνδρομο του ευερέθιστου εντέρου. Tέλος, πρόσφατες έρευνες παρουσιάζουν ενθαρρυντικά αποτελέσματα ως προς τη θεραπευτική του δράση σε ψυχιατρικά και νευρολογικά προβλήματα, όπως η κατάθλιψη και η διπολική διαταραχή. [1]