Βοτανικά χαρακτηριστικά δεσπολιάς
Η δεσπολιά είναι δένδρο αειθαλές, µικρής ανάπτυξης, πλαγιόκλαδο και µακρόβιο.Τα φύλλα είναι απλά κατ’ εναλλαγή, µεγάλα (15-25 cm), ελλειπτικά έως επιµήκη,οδοντωτά, βαθυπράσινα στην πάνω επιφάνεια, χνουδωτά στην κάτω και βαθύµισχα µε παράφυλλα. Τα άνθη είναι µικρά εύοσµα, λευκά και φέρονται σε επάκριες σύνθετες βοτρυώδεις ανθοταξίες. Κάθε άνθος αποτελείται από τον κάλυκα που µε τη σειρά του αποτελείται από 5 σέπαλα, τη στεφάνη που αποτελείται από 5 πέταλα, τους στήµονες, περίπου 20 στον αριθµό, και τον ύπερο. Ο ύπερος αποτελείται από την ωοθήκη και από δύο έως πέντε στύλους. Η ωοθήκη είναι υπόγυνη, δίχωρη έως πεντάχωρη, µε δύο σπερµοβλάστες σε κάθε χώρο. Η δεσπολιά έχει το χαρακτηριστικό ιδίωµα να ανθίζει αργά το φθινόπωρο ή ακόµα και µέσα στο χειµώνα. Είναι εντοµόφιλο είδος και η µεταφορά της γύρης γίνεται κυρίως µε τη βοήθεια των µελισσών. Οι περισσότερες ποικιλίες είναι αυτογόνιµες ωστόσο η σταυρογονιµοποίηση οδηγεί συχνά σε µεγαλύτερες αποδόσεις. Ο καρπός έχει σχήµα σφαιρικό έως ωοειδές, ο φλοιός έχει χρώµα υποκίτρινο έως πορτοκαλόχρωµο, η σάρκα είναι χυµώδης µε υπόξινη γεύση και περιέχει ένα έως πέντε καστανόχρωµα σπέρµατα, ενώ σε σπάνιες περιπτώσεις ακόµη και µέχρι δέκα.[1]
Βιβλιογραφία
- ↑ Επίδραση διαφόρων μεταχειρίσεων στη βλαστική ικανότητα σπερμάτων δεσπολιάς, πτυχιακή μελέτη του Παναγιωτάκη Γεώργιου, Ηράκλειο 2010.