Κλιματικές συνθήκες κερασιάς

Από GAIApedia
Αναθεώρηση της 11:31, 23 Ιουνίου 2015 υπό τον P chasapis (Συζήτηση | συνεισφορές)

(διαφορά) ←Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεώτερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Η κερασιά είναι δένδρο απαιτητικό στις κλιματικές συνθήκες. Ευδοκιμεί σε περιοχές που εξασφαλίζονται αρκετό χειμερινό ψύχος (600-1300 ώρες ψύχους κάτω από 7oC), ευνοϊκές καιρικές συνθήκες κατά την περίοδο της άνθησης και δροσερό καλοκαίρι. Η κερασιά, όταν βρίσκεται σε πλήρη λήθαργο, αντέχει σε χαμηλές θερμοκρασίες, αλλά είναι πολύ ευαίσθητη στον παγετό, πριν τα δένδρα μπουν σε πλήρη λήθαργο. Αναφέρονται περιπτώσεις καταστροφής ή σοβαρής ζημιάς του κορμού και των βραχιόνων των δένδρων σε θερμοκρασίες γύρω στους -17,8oC κατά τα μέσα Νοεμβρίου. Θα πρέπει να αναφερθεί ότι οι θερμοκρασίες αυτές δεν προκαλούν ζημιά σ' ένα δένδρο, που βρίσκεται σε πλήρη λήθαργο. Γι’ αυτό συνιστάται να αποφεύγονται οι όψιμες αναβλαστήσεις ή δευτερεύουσες φάσεις βλάστησης και να προτρέπεται το δένδρο να μπει νωρίς σε λήθαργο, με την αναστολή των αζωτούχων λιπάνσεων κατά τα τέλη του καλοκαιριού ή στις αρχές του φθινοπώρου και με την αποφυγή ισχυρών ποτισμάτων στις αρχές του φθινοπώρου.

Το χειμερινό ψύχος είναι αναγκαίο για την ομαλή διακοπή του λήθαργου των οφθαλμών της. Αν οι ανάγκες της σε ψύχος δεν ικανοποιηθούν επαρκώς (600-1300 ώρες ψύχους κάτω από oC), ανάλογα με την ποικιλία), τότε η διακοπή του λήθαργου των οφθαλμών της δε συντελείται πλήρως, με αποτέλεσμα την εκδήλωση του φαινόμενου του παρατεταμένου λήθαργου (καθυστέρηση στην έκπτυξη ίων οφθαλμών, ανώμαλη άνθηση). Αυτό μπορεί να συμβεί μόνο σε περιοχές με σχετικά θερμό χειμώνα. Περισσότερες λεπτομέρειες για την επίδραση των κλιματικών συνθηκών στους δίδυμους καρπούς και στο σχίσιμο των καρπών της κερασιάς. Οι ανθοφόροι οφθαλμοί είναι πολύ ευαίσθητοι στους ανοιξιάτικους παγετούς λίγο πριν και κατά τη διάρκεια της έκπτυξής τους. Διπλοί ή δίδυμοι καρποί σπάνια παρατηρούνται σε περιοχές με δροσερό καλοκαίρι, ενώ με ζεστό καλοκαίρι, κυρίως κατά τον Ιούλιο και Αύγουστο, το ποσοστό των διπλών καρπών μπορεί να φθάσει μέχρι 20-30%. Και έχει παρατηρηθεί ότι οι περισσότεροι διπλοί καρποί σχηματίζονται στη νοτιοδυτική πλευρά του δένδρου και στο επάκριο τμήμα, σε μήκος ενός μέτρου των κλάδων. Το πρόβλημα των διπλών καρπών αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά μόνο με την επιλογή κατάλληλης τοποθεσίας για εγκατάσταση κερασεώνα. Περιοχές, που υπόκεινται σε ψηλές θερμοκρασίες (32.2oC) ή πιο πάνω) κατά τα τέλη της άνοιξης και στις αρχές του καλοκαιριού πρέπει να αποφεύγονται. Πρέπει όμως να γνωρίζουμε ότι οι θερμές αρδευόμενες περιοχές γενικά υπόκεινται λιγότερο σε σχίσιμο των καρπών και μυκητολογικές παθήσεις.

Μια πυκνή καλλιέργεια κάλυψης, αν είναι συμβιβαστή με το καλλιεργητικό σύστημα, μπορεί να βοηθήσει να μετριαστούν οι θερμοκρασίες στον οπωρώνα κατά την περίοδο του σχηματισμού των οφθαλμών. Η βροχή κατά τη διάρκεια ή λίγο προ της συγκομιδής μπορεί να προκαλέσει σχίσιμο καρπών. Αν οι καρποί στεγνώσουν γρήγορα ή αν οι θερμοκρασίες παραμένουν δροσερές μέχρι να στεγνώσουν οι καρποί, πιθανόν οι καρποί να μη σχιστούν. Συνήθως τα μικρά σχισίματα επουλώνονται επαρκώς και οι καρποί είναι εμπορεύσιμοι. Τα μεγάλα όμως σχισίματα βοηθούν στην εγκατάσταση ανεπιθύμητων μικροοργανισμών. Συνιστάται τα σχισμένα κεράσια να ψύχονται αμέσως μετά τη συλλογή και κατά τη διαλογή. Οι πιο ευνοϊκές συνθήκες για σχίσιμο των καρπών είναι οι θερμές βροχές, όταν ακολουθούνται από λιακάδα. Η υγρασία του εδάφους δε σχετίζεται με το σχίσιμο. Φαίνεται ότι υπεύθυνο για το σχίσιμο είναι το νερό, που απορροφάται δια του φλοιού του καρπού ωσμωτικά. Η ψηλή συγκέντρωση των διαλυτών στερεών (σάκχαρα), η μεγαλύτερη διόγκωση του καρπού, η ψηλότερη θερμοκρασία του νερού και η μεγαλύτερη διαπερατότητα του φλοιού, αποτελούν τους παράγοντες που ευνοούν το σχίσιμο των καρπών.

Το πρόβλημα μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά με την επιλογή ποικιλιών ανθεκτικών στο σχίσιμο. Μπορεί όμως να μειωθεί μέχρι 50-60% σε δένδρα με μεγάλη παραγωγή και σε μικρότερο ποσοστό σε δένδρα με μικρή παραγωγή, με ψεκασμό με ΝΑΑ (ναφθαλινοξικό οξύ), σε συγκέντρωση 1 ppm, 30 μέρες μετά την πλήρη άνθηση. Επίσης μπορεί να μειωθεί και με ψεκασμούς με υδροξείδιο του ασβεστίου (0.5-0.9%) δυο βδομάδες πριν από τη συγκομιδή. Οι ψεκασμοί με υδροξείδιο του ασβεστίου συνιστώνται μόνο για καρπούς, που πρόκειται να συντηρηθούν σε διάλυμα διοξειδίου του θείου.[1]

Βιβλιογραφία

  1. Ειδική δενδροκομία Τόμος II "Ακρόδρυα-Πυρηνόκαρπα-Λοιπά καρποφόρα", Ποντίκη Κων/νου, Καθηγητή Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών.