Κερασιά
Περιεχόμενα
Γενικά στοιχεία
Σήμερα η κερασιά καλλιεργείται σε όλα τα διαμερίσματα της χώρας μας, ακόμη και στα νησιά, σε εκτάσεις που πλησιάζουν τις 100.000 στρέμματα κανονικών δενδρώνων, βάσει στοιχείων της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής. Η καλλιεργούμενη έκταση κερασιάς στην Ελλάδα την τελευταία δεκαετία, εμφανίζει τάσεις ελαφράς ανόδου. Από αυτές τις εκτάσεις το 80% περίπου βρίσκεται στη Μακεδονία, με επίκεντρο τους νομούς Πέλλας και Ημαθίας, όπου βρίσκεται το 65%-70% περίπου των καλλιεργούμενων εκτάσεων κερασιάς της χώρας μας. Η παραγωγή κερασιού την τελευταία δεκαετία, κυμαίνεται από 42-62.000 τόνους περίπου το χρόνο, ανάλογα με τις κλιματικές συνθήκες που επικρατούν κατά την περίοδο της ανθοφορίας και της ωρίμανσης του καρπού. Η μέση στρεμματική απόδοση κερασιάς κυμαίνεται από 400- 650 κιλά περίπου και η μέση ετήσια σταθμισμένη τιμή παραγωγών από την πώληση του κερασιού είναι σχεδόν 1,50 € ανά κιλό, ποσό πολύ μεγαλύτερο από όλα σχεδόν τα νωπά προϊόντα οπωροφόρων δένδρων.
Πρώτη κατατάσσεται η γειτονική μας Τουρκία με παραγωγή 210-350.000 τόνους περίπου το χρόνο. Ακολουθούν οι ΗΠΑ, το Ιράν, η Ιταλία, η Ουκρανία, η Ισπανία, η Ρουμανία, η Ρωσία, το Ουζμπεκιστάν, η Συρία και η Χιλή. Αμέσως μετά την Ελλάδα ακολουθεί η Πολωνία και η Γαλλία με διαφορά περίπου 2.000 και 3.000 τόνους αντίστοιχα. Συνοψίζοντας θα λέγαμε ότι οι ανταγωνίστριες χώρες της Ελλάδας, όσον αφορά την παραγωγή και εμπορία κερασιών είναι η Τουρκία, οι χώρες της ΕΕ Ιταλία, Ισπανία, Ρουμανία, Πολωνία και Γαλλία, καθώς και οι Ουκρανία και Ρωσία.[1]
Βοτανικά χαρακτηριστικά
Η κερασιά είναι δένδρο φυλλοβόλο, μεγάλου μεγέθους, με βλάστηση συνήθως ορθόκλαδη. Τα φύλλα είναι απλά, κατ' εναλλαγή, ελλειψοειδή, διπλά οδοντωτά και αδενοφόρα. Οι οφθαλμοί διακρίνονται σε ξυλοφόρους και απλούς ανθοφόρους. Η διάκριση μεταξύ ξυλοφόρων και ανθοφόρων οφθαλμών μακροσκοπικά είναι δύσκολη. Οι ανθοφόροι οφθαλμοί είναι διατεταγμένοι προς τη βάση του βλαστού του έτους, εκπτύσσονται νωρίτερα από τους ξυλοφόρους και ο καθένας περικλείει 1-5 άνθη, συνήθως 2-3..Τα άνθη είναι λευκά με μακρύ ποδίσκο, και παράγονται πριν από την έκπτυξη των φύλλων από απλούς ανθοφόρους οφθαλμούς. Κάθε άνθος αποτελείται από πέντε σέπαλα, πέντε πέταλα, έναν ύπερο και περίπου 30 στήμονες. Ο ύπερος αποτελείται από την ωοθήκη και ένα στύλο. Η ωοθήκη είναι περί γυνή, μονόχωρη, με δυο σπερματικές βλάστες, από τις οποίες γονιμοποιείται η μία, που εξελίσσεται σε σπέρμα του καρπού. Ο καρπός είναι δρύπη και έχει όχημα σφαιρικό έως καρδιόσχημο. Ο φλοιός είναι λεπτός, με χρώμα κίτρινο ή κόκκινο ή μαύρο. Η σάρκα είναι κίτρινη έως βαθυκόκκινη (σχεδόν μαύρη), τραγανή (τραγανόσαρκα) ή μαλακή (μαλακόσαρκα), εκπύρηνη ή ημισυμπύρηνη, με γλυκιά γεύση. Ο πυρήνας είναι σφαιρικός έως ελλειψοειδής, λείος και διακριτικός μορφολογικά, χρήσιμος για τη διάκριση των ποικιλιών.[2]Τρόπος καρποφορίας
Η κερασιά σχηματίζει απλούς ανθοφόρους οφθαλμούς, πλάγια σε λογχοειδή (μπουκέτα του Μαΐου), λεπτοκλάδια και βλαστούς, κατά τη βλαστική περίοδο, που συμπληρώνουν την ανάπτυξη τους κατά τη ληθαργική περίοδο, που ακολουθεί και ανθίζουν την επόμενη άνοιξη κατά τα τέλη Μαρτίου με αρχές Απριλίου. Η διαφοροποίηση των οφθαλμών της κερασιάς γίνεται το καλοκαίρι και οι πρώτες καταβολές ανθέων διαπιστώνονται κατά τα τέλη Ιουλίου με αρχές Αυγούστου. Η καρποφορία φέρεται κυρίως σε λογχοειδή (βλαστοί μήκους 0.5 έως 5 εκ.) και δευτερευόντως σε βλαστούς και λεπτοκλάδια. Η παραγωγική ζωή των λογχοειδών υπολογίζεται σε 6 έως 7 χρόνια, αν εξασφαλιστούν ευνοϊκές συνθήκες φωτισμού και θρέψης. Οι οφθαλμοί φέρονται ανά ένας σε κάθε κόμβο. Τα καρποφόρα λογχοειδή φέρουν επάκρια ξυλοφόρο οφθαλμό και πλάγια, σε πυκνή διάταξη, πολλούς ανθοφόρους.
Η κερασιά μπαίνει σε αξιόλογη καρποφορία από το 4ο έως 6ο χρόνο της ηλικίας της, ανάλογα με το χρησιμοποιούμενο υποκείμενο. Η παραγωγική ζωή της υπολογίζεται σε 40-50 χρόνια.[2]
Επικονίαση-Γονιμοποίηση
Οι ποικιλίες της κερασιάς σχεδόν στο σύνολο τους εκτός από τη Stella που είναι αυτογόνιμη, είναι αυτόστειρες (αυτοΑσυμβίβαστες) και μερικές απ' αυτές είναι και αλληλόστειρες (αλληλοΑσυμβίβαστες). Επομένως η σταυρεπικονίαση αποτελεί ανάγκη για την κερασιά. Για την εξασφάλιση αυτής επιβάλλεται η συγκαλλιέργεια ποικιλιών αλληλοσυμβιβαστών και συνανθουσών. Επιπλέον θα πρέπει να εξασφαλιστεί και ο παράγοντας μέλισσα (μια κυψέλη ανά τέσσερα στρέμματα).
Τα άνθη της κερασιάς παραμένουν ανοιχτά για 7-8 μέρες. Όταν το άνθος ανοίξει, το στίγμα είναι δεκτικό, αλλά οι ανθήρες είναι κλειστοί. Οι ανθήρες αρχίζουν να ανοίγουν λίγο μετά το άνοιγμα των ανθέων και συνεχίζουν κατά τη δεύτερη μέρα. Η επικονίαση την πρώτη μέρα μετά την άνθηση για ποικιλίες, που παρουσιάζουν ψηλό ποσοστό εκφυλισμένων ωόσακκων, πριν από την άνθηση είναι πολύ πιο αποτελεσματική από τη δεύτερη μέρα. Για μια ικανοποιητική παραγωγή απαιτείται καρπόδεση σε ποσοστό 21 έως 32% μιας καλής ανθοφορίας. Λίγες λεπτομέρειες παραπάνω στον σύνδεσμο που ακολουθεί:
Επικονίαση-Γονιμοποίηση κερασιάς[2]
Ανάπτυξη καρπού
Η αύξηση του καρπού της κερασιάς γίνεται σε τρεις περιόδους που είναι οι παρακάτω:
Πρώτη περίοδος: Είναι περίπου ίσης διάρκειας για κάθε ποικιλία, πρώιμη ή όψιμη, χαρακτηρίζεται από ταχεία αύξηση του καρπού σε όγκο (ο καρπός αποκτά το 60% του τελικού του μεγέθους).
Δεύτερη περίοδος: Είναι μικρής ή μεγάλης διάρκειας, ανάλογα με την πρωϊμότητα ή οψιμότητα της ποικιλίας, χαρακτηρίζεται από σκλήρυνση του ενδοκάρπιου, αύξηση του εμβρύου και πολύ βραδεία αύξηση του καρπού.
Τρίτη περίοδος: Έχει την ίδια διάρκεια με εκείνη της πρώτης περιόδου, χαρακτηρίζεται από ταχεία αύξηση του περικάρπιου λόγω διόγκωσης των κυττάρων. [2]
Πολλαπλασιασμός
Η κερασιά πολλαπλασιάζεται με ενοφθαλμισμό με όρθιο Τ πάνω σε υποκείμενα σπορόφυτα ή κλώνους ηλικίας 1-2 χρόνων. Ο ενοφθαλμισμός μπορεί να γίνει την άνοιξη, το καλοκαίρι (μέσα Ιουλίου) και το φθινόπωρο (αρχές Σεπτεμβρίου). Ο ενοφθαλμισμός την άνοιξη γίνεται μόλις αρχίσει να αποκολλάται εύκολα ο φλοιός του υποκείμενου με κοιμώμενο οφθαλμό από εμβολιοφόρους βλαστούς, που κόπηκαν έγκαιρα και διατηρήθηκαν κατάλληλα συσκευασμένοι σε θερμοκρασία 3-4oC. Σαν πιο κατάλληλη εποχή θεωρείται το καλοκαίρι και το φθινόπωρο με ευνοϊκές κλιματικές συνθήκες, περίοδοι, που εξασφαλίζουν και κατάλληλα εμβόλια. Το παραγόμενο δενδρύλλιο συνήθως διατίθεται ως μονοετές την επόμενη χρονιά, τέλη φθινοπώρου, ή ως διετές την μεθεπόμενη χρονιά κατά την ίδια περίοδο. Τα κλωνικά υποκείμενα πολλαπλασιάζονται εύκολα με ξυλοποιημένα χειμερινά μοσχεύματα, με φυλλοφόρα μοσχεύματα και με την τεχνική in vitro.[2]
Υποκείμενα
Τα υποκείμενα της κερασιάς διακρίνονται στα σπορόφυτα και κλωνικά και αναλύονται στους εκάστοτε συνδέσμους.[2]
Ποικιλίες
Οι ποικιλίες της κερασιάς αναλύονται λεπτομερώς στον παρακάτω σύνδεσμο:
Κλιματικές συνθήκες
Η κερασιά είναι δένδρο απαιτητικό στις κλιματικές συνθήκες. Ευδοκιμεί σε περιοχές που εξασφαλίζονται αρκετό χειμερινό ψύχος (600-1300 ώρες ψύχους κάτω από 7oC), ευνοϊκές καιρικές συνθήκες κατά την περίοδο της άνθησης και δροσερό καλοκαίρι. Η κερασιά, όταν βρίσκεται σε πλήρη λήθαργο, αντέχει σε χαμηλές θερμοκρασίες, αλλά είναι πολύ ευαίσθητη στον παγετό, πριν τα δένδρα μπουν σε πλήρη λήθαργο. Αναφέρονται περιπτώσεις καταστροφής ή σοβαρής ζημιάς του κορμού και των βραχιόνων των δένδρων σε θερμοκρασίες γύρω στους -17,8oC κατά τα μέσα Νοεμβρίου. Θα πρέπει να αναφερθεί ότι οι θερμοκρασίες αυτές δεν προκαλούν ζημιά σ' ένα δένδρο, που βρίσκεται σε πλήρη λήθαργο. Γι’ αυτό συνιστάται να αποφεύγονται οι όψιμες αναβλαστήσεις ή δευτερεύουσες φάσεις βλάστησης και να προτρέπεται το δένδρο να μπει νωρίς σε λήθαργο, με την αναστολή των αζωτούχων λιπάνσεων κατά τα τέλη του καλοκαιριού ή στις αρχές του φθινοπώρου και με την αποφυγή ισχυρών ποτισμάτων στις αρχές του φθινοπώρου.
Το χειμερινό ψύχος είναι αναγκαίο για την ομαλή διακοπή του λήθαργου των οφθαλμών της. Αν οι ανάγκες της σε ψύχος δεν ικανοποιηθούν επαρκώς (600-1300 ώρες ψύχους κάτω από oC), ανάλογα με την ποικιλία), τότε η διακοπή του λήθαργου των οφθαλμών της δε συντελείται πλήρως, με αποτέλεσμα την εκδήλωση του φαινόμενου του παρατεταμένου λήθαργου (καθυστέρηση στην έκπτυξη ίων οφθαλμών, ανώμαλη άνθηση). Αυτό μπορεί να συμβεί μόνο σε περιοχές με σχετικά θερμό χειμώνα. Περισσότερες λεπτομέρειες για την επίδραση των κλιματικών συνθηκών στους δίδυμους καρπούς και στο σχίσιμο των καρπών της κερασιάς. Οι ανθοφόροι οφθαλμοί είναι πολύ ευαίσθητοι στους ανοιξιάτικους παγετούς λίγο πριν και κατά τη διάρκεια της έκπτυξής τους. Διπλοί ή δίδυμοι καρποί σπάνια παρατηρούνται σε περιοχές με δροσερό καλοκαίρι, ενώ με ζεστό καλοκαίρι, κυρίως κατά τον Ιούλιο και Αύγουστο, το ποσοστό των διπλών καρπών μπορεί να φθάσει μέχρι 20-30%. Και έχει παρατηρηθεί ότι οι περισσότεροι διπλοί καρποί σχηματίζονται στη νοτιοδυτική πλευρά του δένδρου και στο επάκριο τμήμα, σε μήκος ενός μέτρου των κλάδων. Το πρόβλημα των διπλών καρπών αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά μόνο με την επιλογή κατάλληλης τοποθεσίας για εγκατάσταση κερασεώνα. Περιοχές, που υπόκεινται σε ψηλές θερμοκρασίες (32.2oC) ή πιο πάνω) κατά τα τέλη της άνοιξης και στις αρχές του καλοκαιριού πρέπει να αποφεύγονται. Πρέπει όμως να γνωρίζουμε ότι οι θερμές αρδευόμενες περιοχές γενικά υπόκεινται λιγότερο σε σχίσιμο των καρπών και μυκητολογικές παθήσεις.
Μια πυκνή καλλιέργεια κάλυψης, αν είναι συμβιβαστή με το καλλιεργητικό σύστημα, μπορεί να βοηθήσει να μετριαστούν οι θερμοκρασίες στον οπωρώνα κατά την περίοδο του σχηματισμού των οφθαλμών. Η βροχή κατά τη διάρκεια ή λίγο προ της συγκομιδής μπορεί να προκαλέσει σχίσιμο καρπών. Αν οι καρποί στεγνώσουν γρήγορα ή αν οι θερμοκρασίες παραμένουν δροσερές μέχρι να στεγνώσουν οι καρποί, πιθανόν οι καρποί να μη σχιστούν. Συνήθως τα μικρά σχισίματα επουλώνονται επαρκώς και οι καρποί είναι εμπορεύσιμοι. Τα μεγάλα όμως σχισίματα βοηθούν στην εγκατάσταση ανεπιθύμητων μικροοργανισμών. Συνιστάται τα σχισμένα κεράσια να ψύχονται αμέσως μετά τη συλλογή και κατά τη διαλογή. Οι πιο ευνοϊκές συνθήκες για σχίσιμο των καρπών είναι οι θερμές βροχές, όταν ακολουθούνται από λιακάδα. Η υγρασία του εδάφους δε σχετίζεται με το σχίσιμο. Φαίνεται ότι υπεύθυνο για το σχίσιμο είναι το νερό, που απορροφάται δια του φλοιού του καρπού ωσμωτικά. Η ψηλή συγκέντρωση των διαλυτών στερεών (σάκχαρα), η μεγαλύτερη διόγκωση του καρπού, η ψηλότερη θερμοκρασία του νερού και η μεγαλύτερη διαπερατότητα του φλοιού, αποτελούν τους παράγοντες που ευνοούν το σχίσιμο των καρπών.
Το πρόβλημα μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά με την επιλογή ποικιλιών ανθεκτικών στο σχίσιμο. Μπορεί όμως να μειωθεί μέχρι 50-60% σε δένδρα με μεγάλη παραγωγή και σε μικρότερο ποσοστό σε δένδρα με μικρή παραγωγή, με ψεκασμό με ΝΑΑ (ναφθαλινοξικό οξύ), σε συγκέντρωση 1 ppm, 30 μέρες μετά την πλήρη άνθηση. Επίσης μπορεί να μειωθεί και με ψεκασμούς με υδροξείδιο του ασβεστίου (0.5-0.9%) δυο βδομάδες πριν από τη συγκομιδή. Οι ψεκασμοί με υδροξείδιο του ασβεστίου συνιστώνται μόνο για καρπούς, που πρόκειται να συντηρηθούν σε διάλυμα διοξειδίου του θείου.[2]
Εδαφικές συνθήκες
Η κερασιά καλλιεργείται σε βαθιά πηλώδη, πηλοαμμώδη, αμμοπηλώδη ή χαλικώδη, καθώς και τα αργιλώδη κοκκινοχώματα με καλή υφή (ικανοποιητική περιεκτικότητα σε άμμο ή χονδρόκοκκο υλικό). Πρέπει τα εδάφη να κρατούν υγρασία, αλλά να στραγγίζουν καλά και γρήγορα. Τα εδάφη θα πρέπει να αρδεύονται, το pH του εδάφους θα πρέπει να κυμαίνεται από 5,5 έως 8. Η άριστη περιοχή του pH για την καλύτερη ανάπτυξη είναι από 6-7,5. Επιπλέον η υπόγεια στάθμη του νερού κατά τους χειμερινούς μήνες δεν πρέπει να ξεπερνά το 1-1,5m βάθος. Η κερασιά δεν ευδοκιμεί σε ρηχά, ξηρά, σφιχτά και ασβεστούχα εδάφη.[2]
Πληροφοριακά στοιχεία
Ευδοκιμεί στις περιοχές
|