Καλλιέργεια βερυκοκκιάς

Από GAIApedia
Αναθεώρηση της 08:32, 25 Ιουνίου 2015 υπό τον P chasapis (Συζήτηση | συνεισφορές)

(διαφορά) ←Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεώτερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Εγκατάσταση

Το έδαφος, που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για την εγκατάσταση ενός βερυκοκκεώνα, οργώνεται πριν απ' τη φύτευση σε βάθος 30-40cm. Το όργωμα αποσκοπεί στην καταστροφή των πολυετών ζιζανίων και στην αφρατοποίηση του εδάφους, που είναι απαραίτητη για την καλύτερη ανάπτυξη του ριζικού συστήματος των δένδρων. Πριν απ' το όργωμα λαμβάνονται δείγματα εδάφους και γίνονται αναλύσεις και ανάλογα με τα αποτελέσματα της ανάλυσης καθορίζεται το είδος και η ποιότητα των χημικών λιπασμάτων, που είναι απαραίτητα για την ανάπτυξη των βερικοκκόδενδρων. Αν η εξεύρεση κοπριάς είναι εύκολη, τότε ενδείκνυται η προσθήκη 2-3 τόννων κατά στρέμμα για τη βελτίωση της γονιμότητας του εδάφους. Μετά το όργωμα και κατά μήκος των γραμμών φύτευσης των δένδρων, το έδαφος απολυμαίνεται συνήθως με χλωροπικρίνη.

Πριν απ' τη φύτευση γίνεται η επισήμανση των θέσεων φύτευσης των δένδρων, η διάνοιξη των λάκκων, διαστάσεων 45 x 45cm και ακολουθεί η φύτευση των δένδρων. Κατά τη φύτευση τα δενδρύλλια φυτεύονται στο ίδιο βάθος, που ήταν στο φυτώριο, και το επιφανειακό χώμα ρίχνεται στη βάση του ριζικού συστήματος των δενδρυλλίων. Κατά την προσθήκη του χώματος πιέζεται ελαφρά αυτό μέχρι της πλήρους πληρώσεως των λάκκων, αποφεύγοντας να προξενηθεί ζημιά στο ριζικό σύστημα. Τα δενδρύλλια φυτεύονται γυμνόριζα. Μετά τη φύτευση ακολουθεί το πότισμα των δενδρυλλίων και η προσθήκη μικρής ποσότητας κοπριάς γύρω απ' το δενδρύλλιο, που αποσκοπεί στη μη εκβλάστηση των ζιζανίων και στη διατήρηση της υγρασίας του εδάφους, παράγοντες που επηρεάζουν σημαντικά την ανάπτυξη των δενδρυλλίων κατά τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης των. [1]

Καλλιέργεια εδάφους

Η καλλιέργεια του εδάφους του βερικοκκεώνα αποσκοπεί στην αύξηση ή διατήρηση της περιεκτικότητας του σε χούμο, την αποθήκευση νερού, στη διατήρηση της γονιμότητας του και στην ποσοτική και ποιοτική αύξηση της παραγωγής. Διενεργείται με μηχανικά ή χημικά μέσα. Τα ζιζανιοκτόνα, που χρησιμοποιούνται σε βερυκοκκεώνες χωρίζονται σε δυο κατηγορίες: (α) προφυτρωτικά (προστίθενται στο έδαφος προτού φυτρώσουν τα ζιζάνια) και (β) μεταφυτρωτικά (παρέχονται στο φύλλωμα των ζιζανίων). Τα συνήθως χρησιμοποιούμενα είναι απ' τα προφυτρωτικά η simazine, το casoron, το diuron κ.ά. και απ' τα μεταφυτρωτικά το roundup, το paraguat (γκραμοξόν) κ.ά., σύμφωνα πάντοτε με τις οδηγίες χρήσης, που αναγράφονται πάνω στα μέσα συσκευασίας των ιδιοσκευασμάτων. [1]

Συστήματα φύτευσης

Η βερυκοκκιά φυτεύεται κατά τετράγωνα, κατ' ορθογώνια παραλληλό¬γραμμα ή γραμμές, κατ' ισόπλευρα τρίγωνα και κατά ισοϋψείς καμπύλες. Τα συνηθέστερα συστήματα είναι κατά τετράγωνα και κατ' ορθογώνια παραλληλόγραμμα ή γραμμές. Η φύτευση των δενδρυλλίων γίνεται απ' το Νοέμβρη μόλις συμπληρωθεί η φυλλόπτωση μέχρι τις αρχές της άνοιξης, πριν εκπτυχθούν οι οφθαλμοί και πάντοτε με ευνοϊκές εδαφικές και κλιματικές συνθήκες. Η βερυκοκκιά ανάλογα με το σχήμα μόρφωσης της κόμης της και τη ζωηρότητα υποκείμενου φυτεύεται συνήθως στις αποστάσεις, που δίνονται στον πίνακα του παρακάτω συνδέσμου:

Συστήματα φύτευσης σε βερυκοκκεώνα[1]

Άρδευση

Η βερυκοκκιά είναι δένδρο επιπολαιόρριζο και γι’ αυτό έχει αυξημένες ανάγκες σε νερό, ιδιαίτερα μάλιστα όταν βρίσκεται σ' ανταγωνισμό για την εξοικονόμηση νερού με ζιζάνια. Στη χώρα μας συνήθως οι βερυκοκκεώνες ποτίζονται. Αν η βερυκοκκιά δεν ποτιστεί κατά τον Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο, και η περίοδος αυτή είναι ξηρά, τότε το ποσοστό των διαφοροποιημένων ανθοφόρων οφθαλμών μειώνεται σημαντικά και ο ρυθμός διαφοροποίησης των οφθαλμών επιβραδύνεται. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την οψίμιση της άνθησης την επόμενη χρονιά και την παραγωγή καρπών με μακρύ ποδίσκο, που συνοδεύονται με μικρά φύλλα (συνήθως ένα). Οι καρποί αυτοί παραμένουν μικροί και ωριμάζουν 1 έως 3 βδομάδες αργότρα απ' τους φυσιολογικούς καρπούς, που παράγονται από ανθοφόρους οφθαλμούς που διαφοροποιούνται και αναπτύσσονται κανονικά σε βερυκοκκεώνες που ποτίζονται κατά την κρίσιμη περίοδο απ' του Ιουλίου έως και το Σεπτέμβριο. Τα βερυκοκκόδενδρα, αν δεν ποτίζονται καθ' όλη τη βλαστική περίοδο, όταν χρειάζεται, συνήθως παρενιαυτοφορούν ή δίνουν μειωμένη και υποβαθμισμένη σε ποιότητα παραγωγή. [1]

Λίπανση

Οι ανάγκες της βερυκοκκιάς σε θρεπτικά στοιχεία μπορεί να προσδιοριστούν επαρκώς με ανάλυση φύλλων, αν και διάφοροι παράγοντες μπορεί να επηρεάσουν την περιεκτικότητα του φύλλου σε κάποιο στοιχείο. Η σύσταση των φύλλων κατά τη διάρκεια της βλαστικής περιόδου ποικίλλει σημαντικά. Η πιο κατάλληλη περίοδος για την παραλαβή φύλλων, γι’ ανάλυση είναι οι μήνες Ιούνιος και Ιούλιος. Ως πιο κατάλληλα για δειγματοληψία φύλλα είναι τα φύλλα των λογχοειδών, που δε φέρουν καρπούς, γιατί δίνουν πιο σταθερές τιμές.

Η ανάλυση εδάφους έχει πολύ μικρή σημασία στον προσδιορισμό των αναγκών της βερυκοκκιάς σε θρεπτικά στοιχεία. Αν τα δένδρα έχουν αδύνατη βλάστηση με φύλλα κιτρινωπά και παράγουν μικρούς καρπούς, που ωριμάζουν πρώιμα, τότε χρειάζονται άζωτο σε ποσότητα, που θα διορθώσει την τροφοπενιακή κατάσταση του δένδρου. Χρειάζεται όμως προσοχή γιατί η υπερβολική παροχή αζώτου μπορεί να προκαλέσει υπερβολικά ζωηρή βλάστηση, οψίμιση στην ωρίμαση των καρπών και ανώμαλη ωρίμαση τους. Η βερικοκκιά αντιδρά θετικά και στο κάλιο, που βελτιώνει τη ζωηρότητα της βλάστησης, ευνοεί την ανθοφορία και αυξάνει την παραγωγή. Οι απαιτήσεις της βερικοκκιάς σε φώσφορο είναι μικρές, γι’ αυτό το στοιχείο αυτό πρέπει να παρέχεται, μόνον όταν διαπιστωθεί έλλειψη. Για περισσότερες λεπτομέρειες στον σύνδεσμο που ακολουθεί:

Λίπανση βερυκοκκιάς[1], [2]

Αραίωμα καρπών

Η βερυκοκκιά έχει την τάση να δένει πολλούς καρπούς, γι’ αυτό το αραίωμα των καρπών κρίνεται αναγκαίο, για την παραγωγή καρπών ικανοποιητικού μεγέθους και εκλεκτής ποιότητας, αν και η αύξηση των καρπών της δεν επωφελείται τόσο πολύ όσον η αντίστοιχη των καρπών της ροδακινιάς. Συνιστάται λοιπόν να αφήνεται σε κάθε 4-8cm και ένας καρπός, όταν η διάμετρος μεταξύ των παρειών του καρπού είναι 2,5cm. Κατά προτεραιότητα πρέπει να αφαιρούνται οι καρποί με μικρότερη από 2,5cm διάμετρο, γιατί υπάρχει συσχέτιση μεγέθους καρπού κατά την περίοδο του αραιώματος με το μέγεθος του καρπού κατά την ωρίμανση. Μ' άλλα λόγια, αν και ένα μικρό βερίκοκκο αυξάνει περίπου με τον ίδιο ρυθμό, που αυξάνει και ένα μεγάλο, επειδή είναι μικρότερο με την έναρξη, θα παραμείνει μικρότερο και κατά τη συγκομιδή, ανεξάρτητα της αυστηρότητας του αραιώματος. Συνήθως οι παραγωγοί κάνουν το αραίωμα των καρπών κατά την περίοδο σκλήρυνσης του πυρήνα (τέλη Απριλίου - αρχές Μαϊου) ή αμέσως μετά τη φυσική καρπόπτωση. Οι ποικιλίες, που παρουσιάζουν τάση παρενιαυτοφορίας, πρέπει να αραιώνονται λίγο νωρίτερα, γιατί ευνοείται έτσι η διαφοροποίηση και ανάπτυξη των ανθοφόρων οφθαλμών, που επηρεάζεται αρνητικά απ' το υπερβολικό φορτίο. Το αραίωμα των καρπών γίνεται κυρίως με το χέρι. Η χρησιμοποίηση χημικοαραιωτικών ουσιών δεν έδωσε ικανοποιητικά αποτελέσματα μέχρι σήμερα. [1]


Κλάδεμα

Στη καλλιέργεια της βερυκοκκιάς τα επικρατέστερα σχήματα μόρφωσης των δένδρων είναι το κυπελλοειδές και η αμφίπλευρη παλμέττα. Μετά το κλάδεμα μόρφωσης ακολουθεί το κλάδεμα καρποφορίας:

Κυπελλοειδές: Η κόμη του δένδρου αποτελείται από τρεις βραχίονες, που σχηματίζουν γωνία 50o έως 60o με τον κορμό. Κάθε βραχίονας φέρει δυο καλά αναπτυγμένους σκελετικούς κλάδους, απ' τους οποίους ο πρώτος σχηματίζεται σ' απόσταση 40-50cm απ' τη βάση του και ο δεύτερος σ' απόσταση 60-80cm και αντίθετα ως προς τον πρώτο. Η διαμόρφωση του σχήματος των δένδρων πρέπει να συμπληρώνεται σε όσο το δυνατό μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και με ελαφρές επεμβάσεις γιατί τα δένδρα μπαίνουν νωρίτερα σε καρποφορία.

Αμφίπλευρη παλμέττα: Αποτελείται από τον κεντρικό οδηγό, που αφήνεται ακλάδευτος, και από πλάγιους κλάδους διαμορφωμένους κατά την κατεύθυνση φύτευσης των δένδρων επί της γραμμής και σε ελεύθερη διάταξη καθ' ύψος. Οι πλάγιοι κλάδοι διαμορφώνονται στο φυτώριο ή μετά τη φύτευση. Το σύστημα αυτό θεωρείται πιο κατάλληλο για μεγάλης έκτασης βερυκοκκεώνες. Χρειάζεται λιγότερο κλάδεμα απ' την κανονική παλμέττα της ροδακινιάς, αλλά η εφαρμογή χλωρών κλαδεμάτων κρίνεται αναγκαία.


Όσο αφορά το κλάδεμα καρποφορίας της βερυκοκκιάς, πρέπει να αποσκοπεί στη διατήρηση του σχήματος των δένδρων, στην αφαίρεση των παλιών κλάδων, που κάμπτονται προς το έδαφος με σύντμηση τους σε κάποια ορθόκλαδη βλάστηση, στην αποκοπή των ξερών κλάδων, στην έκθεση του εσωτερικού μέρους της κόμης σ' άφθονο φως και επαρκή αερισμό, στην ανανέωση του καρποφόρου ξύλου και στην εξασφάλιση μιας ικανοποιητικής παραγωγής. Η βερυκοκκιά, αν και καρποφορεί κυρίως σε λογχοειδή, ένα μέτρια αυστηρό κλάδεμα θα συντελέσει στην έκπτυξη νέας βλάστησης και στο σχηματισμό νέων καρποφόρων λογχοειδών. Η αύξηση της βλάστησης στα νεαρά δένδρα, και κάθε χρόνο, θα πρέπει να είναι της τάξης των 35-75cm, ενώ στα ενήλικα 25-35cm. Επομένως τα ζωηρά δένδρα, με μεγάλο μήκος βλάστησης, πρέπει να κλαδεύονται ελαφρά και τα αδύνατα, με μικρό μήκος βλάστησης αυστηρά.[1]

Ωρίμανση

Για νωπή κατανάλωση, τα βερύκοκκα πρέπει να είναι εύσαρκα και να έχουν ένα ομοιόμορφο χρυσίζον χρώμα. Οι μαλακοί, ως και οι σκληροί με πρασινοκίτρινο χρώμα καρποί θεωρούνται υποβαθμισμένης ποιότητας. Οι καρποί, που προορίζονται για κονσερβοποίηση ή ξήρανση, πρέπει να βρίσκονται, σε πιο προχωρημένο στάδιο ωρίμασης απ' εκείνους που προορίζονται για νωπή κατανάλωση, αλλά η σάρκα τους πρέπει να είναι συνεκτική. Τα βερίκοκκα, που ωριμάζουν πάνω στο δένδρο, είναι εκλεκτής ποιότητας (αρωματικά), αλλά τα προοριζόμενα για νωπή κατανάλωση σ' απομακρυσμένες αγορές συγκομίζονται λίγο νωρίτερα απ' το κανονικό και συνεπώς στερούνται αρώματος.

Ο προσδιορισμός των διαλυτών στερεών, σαν κριτήριο ωριμότητας, δε θεωρείται από μόνος του ως αξιόπιστο κριτήριο ωριμότητας των βερύκοκκων. Σαν ελάχιστη τιμή αυτών, κατά τη συγκομιδή, για την επίτευξη καλύτερης ποιότητας, θεωρείται το ποσοστό 15%. Η ωρίμαση των βερύκοκκων μπορεί να γίνει νωρίτερα με ψεκασμό με 2,4, 5-Τ (25-50ppm) λίγο πριν απ' τη σκλήρυνση του πυρήνα. Ο ίδιος ψεκασμός μειώνει σημαντικά και την καρπόπτωση, που επισυμβαίνει μερικές φορές λίγο πριν απ'τη συγκομιδή των βερύκοκκων. Η καρπόπτωση, που παρατηρείται σε μερικές ποικιλίες κατά την περίοδο απ' τη σκλήρυνση του πυρήνα μέχρι την ωρίμαση των καρπών, που απέμειναν, μπορεί να μειωθεί με ψεκασμό με ΝΑΑ (10ppm) λίγο πριν απ' την σκλήρυνση του πυρήνα και για χρονικό διάστημα 1-3 βδομάδες. [1]

Συγκομιδή

Η περίοδος της συγκομιδής των βερύκοκκων συνήθως διαρκεί 2-3 εβδομάδες και τα βερύκοκκα συλλέγονται σε 2-3 χέρια όταν οι καρποί έχουν σφίξει για τα καλά. Τα βερύκοκκα που προορίζονται για νωπή κατανάλωση και μεταποίηση συλλέγονται με το χέρι και τοποθετούνται προσεκτικά για να μην τραυματιστούν και δημιουργηθούν μώλωπες, γεγονός που αν συμβεί θα σημαίνει και την υποβάθμιση της ποιότητας και την απόρριψη από το καταναλωτικό κοινό. [1]

Σχετικές σελίδες

Βιβλιογραφία

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 1,6 1,7 1,8 Ειδική δενδροκομία Τόμος II "Ακρόδρυα-Πυρηνόκαρπα-Λοιπά καρποφόρα", Ποντίκη Κων/νου, Καθηγητή Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
  2. Επιστημονική έρευνα του Ινστιτούτου Εδαφοϋδατικών Πόρων.