Γενικά στοιχεία μαρουλιού
Το καλλιεργούμενο μαρούλι (Lactuca sativa L.) θεωρείται ότι κατά πάσα πιθανότητα προήλθε είτε από το άγριο μαρούλι (Lactuca serriola L. ή L.scariola L.), το οποίο συναντάται ως ζιζάνιο στην Κρήτη και σε πολλές περιοχές της Ευρώπης, είτε από διασταυρώσεις με τα άγρια είδη L. saligna L. και L. virosa L. Υπάρχουν πάνω από 100 είδη στο γένος Lactuca. Το μαρούλι τύπου Cos πιστεύεται ότι έχει διαδοθεί από την Ελλάδα (το όνομα του προέρχεται από την νήσο Κω της Δωδεκανήσου). Επίσης χώροι προέλευσης του μαρουλιού θεωρούνται οι περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου, Μικράς Ασίας, Καυκάσου, Περσίας και Τουρκιστάν. Στην Ελλάδα, αυτοφύονται 9 είδη του γένους Lactuca. Απεικονίσεις του μαρουλιού τύπου Cos έχουν βρεθεί σε επιτύμβιες πλάκες στην Αίγυπτο από το 4500 π.Χ. και είναι γνωστό ότι το μαρούλι χρησιμοποιείται πάρα πολύ στη διατροφή του ανθρώπου πάνω από 2000 χρόνια. Όμως, πριν από τη χρήση του ως τροφή του ανθρώπου χρησιμοποήθηκε για τις φαρμακευτικές του ιδιότητες ως παυσίπονο. Ο χυμός του ήμερου μαρουλιού L. sativa είναι φαρμακευτικός, λαμβάνεται από τομές που γίνονται στον ανθοφόρο βλαστό του φυτού. Φαρμακευτικό είναι επίσης και το ‘‘θριδάκινον ύδωρ,’’ το οποίο λαμβάνεται μετά από απόσταξη των φύλλων του μαρουλιού.[1]
Βιβλιογραφία
- ↑ Βιολογική καλλιέργεια μαρουλιού στην Κρήτη, της φοιτήτριας Μαρίνας Ζούμη, Ηράκλειο 2009.