Γρίπη ιπποειδών
Η γρίπη των ιπποειδών [1] οφείλεται σε ιό της γρίπης τύπου Α. Τα ιπποειδή αποτελούν έναν από τους τρεις κύριους ξενιστές των ιών της γρίπης Α στα θηλαστικά, ενώ οι άλλοι δύο είναι οι χοίροι και ο άνθρωπος. Ο πυρετός, ο βήχας, η κατάπτωση και το ρινικό έκκριμα είναι τα πιο συχνά συμπτώματα της νόσου, θάνατοι όμως αναφέρονται σπάνια, εκτός των περιπτώσεων δευτερογενούς επιπλοκής.
Αναγνωρίστηκε ως ασθένεια για πρώτη φορά το 1956, όταν είχε ξεσπάσει ενζωοτία στον πληθυσμό των ίππων στην Ανατολική Ευρώπη. Από τότε μέχρι σήμερα έχουν απομονωθεί 2 αντιγονικοί τύποι.
Λόγω των σημαντικών οικονομικών επιπτώσεων που έχει η γρίπη των ιπποειδών στην διοργάνωση αγώνων και διαγωνισμών, η μεταφορά των ζώων διέπεται από κανόνες εμβολιασμού και καραντίνας. Παρόλα αυτά συνεχώς νέα στελέχη του ιού (και πιο συγκεκριμένα τα τελευταία χρόνια του υπότυπου 2) φαίνεται ότι προκαλούν ενζωοτίες σε όλο τον κόσμο, σε εμβολιασμένους και μη πληθυσμούς ίππων.
Παθογένεια
Από τη νόσο προσβάλλονται ζώα όλων των ηλικιών. Ιδιαίτερα ευπαθή είναι τα νεαρά ιπποειδή (μέχρι 2 ετών), τα εξασθενημένα, τα καταπονημένα και τα υπερήλικα. Τα ευαίσθητα ζώα μολύνονται με την εισπνοή μολυσμένων μικροσταγονιδίων. Ο χρόνος επώασης είναι σχετικά βραχύς (1-3 ημέρες).
Ο ιός, με τα μικροσταγονίδια, εισέρχεται στην αναπνευστική οδό και εγκαθίσταται στο βλεννογόνο της πρόσθιας και οπίσθιας αναπνευστικής οδού. Αν ο ιός εισέλθει σε μεγάλη δόση είναι ικανός να διαπεράσει το βλεννογόνο και να προσβάλλει τα κροσσωτά κυλινδρικά επιθηλιακά κύτταρα. Πολλαπλασιάζεται στα προσβεβλημένα κύτταρα σε διάστημα 4-6 ημερών, μετά από το οποίο απελευθερώνεται από αυτά και προσβάλει τα παρακείμενα κύτταρα. Με τον τρόπο αυτό, η μόλυνση μεταδίδεται από τις αρχικά λίγες εστίες σε μεγάλο αριθμό κυττάρων του αναπνευστικού συστήματος προκαλώντας υπεραιμία, οίδημα, νέκρωση, εστιακή διάβρωση του βλεννογόνου και διήθηση της περιοχής από ουδετερόφιλα και πτώση των κροσσών σε μεγάλη έκταση του αναπνευστικού επιθηλίου. Λιγότερο συχνά ο ιός προσβάλλει και άλλα κύτταρα της αναπνευστικής οδού, όπως τα κυψελιδικά κύτταρα, τα κύτταρα των βλεννογονίων αδένων και τα μακροφάγα.
Επομένως, η αναπνευστική οδός καθίσταται ευάλωτη στην είσοδο βακτηρίων ή άλλων μολυσματικών παραγόντων. Οι κυριότερες δευτερογενείς λοιμώξεις, που έχουν καταγραφεί αφορούν τα γένη Streptococcus spp., Pasteurella spp. και Actinobacillus spp.
Κλινική εικόνα
Τα συμπτώματα της νόσου χωρίς επιπλοκές μοιάζουν με εκείνα της ρινοπνευμονίτιδας. Παρόλο που ο ιός της γρίπης παραδοσιακά προκαλεί αναπνευστικά συμπτώματα, κατά την επιζωοτία του 2003 αναφέρονται για πρώτη φορά νευρολογικά συμπτώματα σε δύο ανεμβολίαστους ίππους προσβεβλημένους από τον ιό. Κατά τη νεκροψία του ενός περιστατικού διαπιστώθηκαν αλλοιώσεις ιογενούς, μη πυώδους εγκεφαλίτιδας.
Μετάδοση του ιού
Η μετάδοση συμβαίνει κυρίως μέσω της αναπνευστικής οδού. Το νόσημα είναι άκρως μεταδοτικό και μπορεί να μεταδοθεί άμεσα ανάμεσα στις διάφορες ομάδες ζώων. Αυτό σχετίζεται με το γεγονός ότι στα σταγονίδια του "αεροζόλ", που διασπείρονται με τον έντονο βήχα ή/και τον πταρμό των ήδη μολυσμένων ζώων, περιέχεται μεγάλη ποσότητα ιικών σωματιδίων. Επομένως τα ζώα μπορούν να μολυνθούν είτε με την εισπνοή ελεύθερων ιικών σωματιδίων είτε μολυσμένων με ιό κυττάρων που προέρχονται από τις αναπνευστικές εκκρίσεις μολυσμένων ζώων. Ο ιός μπορεί να μεταφερθεί και να παραμείνει μολυσματικός ακόμα και σε αποστάσεις 32 μέτρων.
Η νόσος παρουσιάζει ευρεία γεωγραφική εξάππλωση. Εκτός από τη Νέα Ζηλανδία, σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο έχουν περιγραφεί εξάρσεις της.
Στο pdf που ακολουθεί παρατίθενται λεπτομέρειες για τον ιό της γρίπης των ιπποειδών. Γρίππη ιπποειδών: Απομόνωση, Μοριακός Χαρακτηρισμός και Φυλογενετική Ανάλυση στελεχών του Ιού από τις Επιζωοτίες 2003 και 2007 στην Ελλάδα
Βιβλιογραφία
- ↑ "Γρίππη ιπποειδών: Απομόνωση, Μοριακός Χαρακτηρισμός και Φυλογενετική Ανάλυση στελεχών του Ιού από τις Επιζωοτίες 2003 και 2007 στην Ελλάδα", Διδακτορική Διατριβή της Μαρίας Θ. Μπουντούρη, Αθήνα 2011.