Κλάδεμα συκιάς
Το δένδρο της συκιάς δεν έχει μεγάλες απαιτήσεις σε κλάδεμα όπως άλλα δένδρα που παράγουν καρπούς. Όταν τα σύκα που καλλιεργούμε προορίζονται για νωπή κατανάλωση τότε εφαρμόζουμε το ανοιχτό κυπελλοειδές τύπο κλαδέματος του δένδρου το οποίο αποτελείται από 4–5 σκελετικούς βραχίονες που εκπτύσσονται στο 1m περίπου από το έδαφος. Αυτό το κλάδεμα γίνεται γιατί έτσι μπορούν οι καρποί να συγκομιστούν πιο εύκολα και γρήγορα ώστε να προωθηθούν στην αγορά.
Το χειμώνα και όταν τα φύλλα έχουν πέσει τελείως από το δένδρο εφαρμόζουμε κλάδεμα καρποφορίας κάθε 2–3 χρόνια γιατί η συκιά δεν παράγει πλάγια βλάστηση και καρποφορεί σε βλαστούς του ίδιου έτους κυρίως. Το κλάδεμα αυτό θα πρέπει να είναι ελαφρύ ώστε να διατηρήσουμε το σχήμα του δένδρου, την ανάπτυξη νέας βλάστησης, να μπορεί να μπαίνει ο αέρας και το φως στο εσωτερικό του δένδρου καθώς και την αφαίρεση των ξηρών και εμπλεκόμενων κλάδων. Όταν η βλάστηση του δένδρου είναι πολύ έντονη έχει σαν αποτέλεσμα να λειτουργεί αρνητικά στην ποιότητα των καρπών, σ’ αυτή την περίπτωση μπορούμε να κάνουμε κορυφολογήματα ώστε να περιορίσουμε τη βλάστηση. Έναν άλλο τύπο κλαδέματος που εφαρμόζουμε στο δένδρο της συκιάς είναι τα χλωρά κλαδέματα που σκοπό έχουν τη βελτίωση και την πρωίμηση της παραγωγής.
Με το χλωρό κλάδεμα αφαιρούμε όλους τους περιττούς βλαστούς που βρίσκονται σε ακατάλληλες θέσεις και προέρχονται από την έκπτυξη λανθανόντων οφθαλμών. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να μην ξεχνάμε ότι υπάρχουν ποικιλίες συκιάς που είναι δίφορες. Σ ‘αυτή την περίπτωση εφαρμόζουμε ένα απλό αραίωμα κλάδων και όχι συντμήσεις γιατί η πρώτη σοδειά φέρεται σε ξύλο του προηγούμενου έτους και θα έχει σαν αποτέλεσμα τη μείωση της παραγωγής.[1]
Βιβλιογραφία
- ↑ Παραγωγή και επεξεργασία ξηρών σύκων στην Εύβοια, πτυχιακή μελέτη των Λυδάκη Δημήτριου και Δούκα Βασιλικής, Ηράκλειο 2011.