Λεβάντα φυτό
Περιεχόμενα
Μορφολογικά χαρακτηριστικά
Η καλλιεργούμενη λεβάντα δεν είναι ελληνικό είδος ωστόσο λόγω της ευρείας εξάπλωσης, χρήσης των προϊόντων και προσαρμογής στο ελληνικό περιβάλλον εξετάζεται και προτείνεται για καλλιέργεια. Στην Ελλάδα αυτοφύεται και η Lavandula stoechas στην οποία διακρίνονται δύο υποείδη: το subsp. stoechas και το subsp. cariensis. Ωστόσο, τα άνθη των αυτοφυών φυτών λεβάντας της Ελλάδας περιέχουν αιθέριο έλαιο με μεγάλη περιεκτικότητα σε καμφορά γι’ αυτό και γενικά δεν καλλιεργούνται πολύ. Με το εμπορικό όνομα λεβάντα είναι γνωστά μερικά είδη του γένους Lavandula που μοιάζουν μεταξύ τους μορφολογικά και έχουν το χαρακτηριστικό άρωμα της λεβάντας. Δύο είδη του γένους χρησιμοποιούνται κυρίως για καλλιέργεια και χρήση προϊόντων: η L. agustifolia Miller (λεβάντα γνήσια, Αγγλική λεβάντα, English lavender, true lavender) και η L. latifolia Medik. Η γνήσια λεβάντα (Lavandula angustifolia) είναι έντονα αρωματικό πολυετές, αειθαλές, θαμνώδες φυτό με ξυλώδεις ανερχόμενους βλαστούς ύψους 40-80cm (έως και >1m). Τα φύλλα είναι λογχοειδή και έχουν μήκος 2-6cm και πλάτος 4-6mm. Τα άνθη αναπτύσσονται στην κορυφή βλαστών σε σπονδυλωτές ταξιανθίες μήκους 2-8cm. Ανθίζει Μάϊο και Ιούνιο και ξανανθίζει το φθινόπωρο. Είναι αυτόχθον φυτό της Ισπανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας, και έχει εγκλιματιστεί σε διαφορετικό βαθμό σε πολλές χώρες της Μεσογειακής λεκάνης. Αυτοφύεται σε ξηρές και πετρώδεις περιοχές σε υψόμετρα έως 1700m.[1]
Εδαφoκλιματικές συνθήκες
Η λεβάντα προτιμάει περιοχές με μεγάλη ηλιοφάνεια, που δεν επικρατούν παγετοί την άνοιξη. Αναπτύσσεται καλύτερα σε περιοχές με υψηλή βροχόπτωση τους μήνες Μάϊο-Ιούνιο. Γενικά η απόδοση της καλλιέργειας εξαρτάται από το μικρόκλιμα το οποίο επηρεάζεται από το υψόμετρο, την τοπογραφία, το γεωγραφικό πλάτος. Καταλληλότερα εδάφη θεωρούνται τα ελαφρά χαλικώδη αλλά και ασβεστούχα. Ακατάλληλα θεωρούνται τα αμμώδη και λεπτής υφής εδάφη καθώς και αυτά που δεν αποστραγγίζονται καλά. Σοβαρό πρόβλημα αντιμετωπίζει η καλλιέργεια της λεβάντας αν υπάρχει το φυτό Tussilago farfara (χαμολεύκα) γιατί πιστεύεται ότι δηλητηριάζονται τα φυτά της λεβάντας. Το pH του εδάφους πρέπει να κυμαίνεται από 5,8–8,3.[2]
Πολλαπλασιασμός
Δεδομένου ότι η γνήσια λεβάντα είναι έντονα σταυρογονιμοποιούμενο είδος, όταν η εγκατάσταση της φυτείας γίνεται με σπορόφυτα τα φυτά παρουσιάζουν έντονη ανομοιομορφία. Ενδείκνυται ο πολλαπλασιασμός με μοσχεύματα 3-5cm, σε υπόστρωμα ριζοβολίας μίγματος τύρφης και περλίτη (1:3). Χρήση ορμόνης ριζοβολίας IBA συγκέντρωσης 2000 ppm επιταχύνει τη διαδικασία και προκαλεί ομοιομορφία στο παραγόμενο φυτικό υλικό. Η ριζοβολία διαρκεί περίπου 15 ημέρες στην υδρονέφωση και χρειάζεται άλλος 1,5 μήνας διατήρησης των φυτών στο φυτώριο για ανάπτυξη πριν τη φύτευση στον αγρό. Η L. hybrida δεν πολλαπλασιάζεται με σπόρο γιατί είναι άγονο υβρίδιο.[1]
Πληροφοριακά στοιχεία
| ||||||
Ευδοκιμεί στις περιοχές
Σχετικές σελίδες
Βιβλιογραφία
- ↑ 1,0 1,1 Καλλιέργεια, μεταποίηση και διασφάλιση ποιότητας των ελληνικών αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών: Βασικές αρχές καθετοποιημένης παραγωγής, των Δρ. Ελένη Μαλούπα, Δρ. Κατερίνα Γρηγοριάδου, Δρ. Διαμάντω Λάζαρη και Δρ. Νικόλαος Κρίγκας, Καβάλα 2013.
- ↑ Άρωμα ποιότητας - Επιχειρηματικός οδηγός, Δίκτυο διατοπικής συνεργασίας αναπτυξιακών εταιριών Κιλκίς, Ημαθίας, Ξάνθης, Σερρών, Χαλκιδικής.