Γενικά στοιχεία στέβιας
Το φυτό στέβια είναι ένας μικρός, πολύκλαδος, φυλλώδης, πολυετής θάμνος που αυτοφύεται ως ιθαγενές είδος, στη Βορειοαναλυτική Παραγουάη κοντά στα σύνορα με τη Βραζιλία. Ζει 4 - 6 χρόνια και το ύψος του μπορεί να φτάσει κατά την περίοδο της συγκομιδής το 1m ή και να το ξεπεράσει, σε φυτείες που προορίζονται για σποροπαραγωγή. Αποτελούσε επί εκατοντάδες χρόνια την παραδοσιακή γλυκαντική ουσία των αυτοχθόνων ιθαγενών της φυλής των Γκουαράνι. Τα φύλλα του περιέχουν γλυκαντικές ουσίες, που είναι 60 - 80 φορές γλυκύτερες της ζάχαρης, ενώ το τελικό προϊόν που εξάγεται με φυσικό τρόπο, με τη μέθοδο της εκχύλισης, είναι 300 φορές γλυκύτερο. Ο κορμός του είναι πλόυσιος σε πράσινες χρωστικές ουσίες, ενώ τα υπολείμματα μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως καύσιμη ύλη με τη μορφή των pellets. Θεωρείται από πολλούς ως το γλυκαντικό της επόμενης χιλιετίας, όχι τόσο για την γλυκαντική του ουσία, όσο για τις θερμιδικές ιδιότητες και τις ευεργετικές επιδράσεις στον ανθρώπινο οργανισμό. Μακροχρόνια μειώνει την υψηλή αρτηριακή πίεση και τον σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, αφού ενεργοποιεί την έκκριση ινσουλίνης. Μαλακώνει τα ανθρώπινα κύτταρα με αποτέλεσμα τη μείωση εγκεφαλικών και καρδιακών επεισοδίων. Εξαιτίας αυτής της ιδιότητας, χρησιμοποιείται και για τη παρασκευή των καλλυντικών. Εμποδίζει τη δημιουργία τερηδόνας, έχει αντιοξειδωτικές, αντιβακτηριδιακές, αντιφλεγμονώδεις και αντιιογόνες ιδιότητες. Επιπλέον, μειώνει τα επίπεδα του ουρικού οξέος και διευκολύνει την ούρηση. Είναι κατάλληλη για μαγειρική χρήση, γιατί υπερτερεί έναντι των χημικών γλυκαντικών ουσιών, αφού αντέχει σε πολύ υψηλές θερμοκρασίες (έως 200oC) στις οποίες οι άλλες συνθετικές ουσίες (π.χ ασπαρτάμη) δεν αντέχουν και διασπώνται.[1]
Βιβλιογραφία
- ↑ Οδηγός καλλιέργειας στέβια, των Κωνσταντίνου και Παναγιώτη Ζαχοκώστα.