Ωρίμανση καρπού πεπονιάς θερμοκηπίου
Οι καρποί της πεπονιάς αρχίζουν να ωριμάζουν σε χρονικό διάστημα που ενδεικτικά και μόνο αναφέρεται εδώ ότι κυμαίνεται από 12-18 εβδομάδες (84-126 ημέρες) μετά τη σπορά. Το χρονικό αυτό διάστημα επηρεάζεται από πάρα πολλούς παράγοντες γενετικούς και του περιβάλλοντος. Ο βοτανικός τύπος και η ποικιλία ασκούν σημαντική επίδραση και για το λόγο αυτό, στην πράξη, οι ποικιλίες διακρίνονται σε πρώιμες, μεσοπρώιμες και όψιμες. Οι σποροπαραγωγικοί οίκοι αναφέρουν στην περιγραφή της ποικιλίας και τον αριθμό ημερών που χρειάζεται η συγκεκριμένη ποικιλία ή υβρίδιο, από την σπορά μέχρι την ωρίμανση των καρπών, κάτω από τις συνθήκες βέβαια που έχουν αξιολογηθεί. Οι παράγοντες του περιβάλλοντος και ιδιαίτερα η θερμοκρασία (εποχή) του έτους και η θερμοκρασία στο θερμοκήπιο, επίσης επηρεάζουν σημαντικά τον χρόνο ωρίμανσης. Ο καλλιεργητής θα πρέπει να εξοικειωθεί και να διακρίνει το στάδιο κατά το οποίο ο καρπός έχει ωριμάσει και θα πρέπει να συγκομιστεί. Ο καρπός της πεπονιάς μετά τη γονιμοποίηση εξελίσσεται σταδιακά τόσο σε μέγεθος όσο και στη χημική του σύνθεση και φθάνει σε κάποιο στάδιο, που τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του καρπού και η εσωτερική χημική του σύσταση καθορίζουν τον ώριμο καρπό που θα πρέπει να συγκομιστεί. Σε γενικές γραμμές, τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του καρπού τα οποία λαμβάνονται σαν κριτήρια ωρίμανσης μπορούν να συνοψιστούν ως εξής: (α) Το βασικό χρώμα του καρπού γίνεται πιο ανοικτόχρωμο π.χ. βαθύ πράσινο χρώμα γίνεται πρασινοκίτρινο ή σχεδόν κίτρινο. (β)Η κατάσταση της δικτύωσης ή νεύρων στην επιφάνεια του καρπού (σε ποικιλίες που οι καρποί έχουν το χαρακτηριστικό αυτό). Στον ώριμο καρπό οι δικτυώσεις πρέπει να είναι καλά αναπτυγμένες, ανώμαλες, φελλώδεις, να είναι εξογκωμένες και να καλύπτουν την επιφάνεια του καρπού (στον ανώριμο καρπό είναι επίπεδες). (γ) Η "ουλή" που σχηματίζεται στο σημείο επαφής του μίσχου με τον καρπό (μετά από τράβηγμα του μίσχου) πρέπει να είναι ελαφρώς καθιζάνουσα, και στο σημείο αυτό να έχει σχηματιστεί ένα είδος "καλού", που δείχνει ότι κατά το τράβηγμα του μίσχου ο καρπός αποχωρίστηκε εύκολα από αυτό και ότι δεν κόπηκε ο μίσχος. Ιδιαίτερα για τις "κανταλούπες", αλλά και στις άλλες ποικιλίες, ένας συνηθισμένος οδηγός για την εκτίμηση του βαθμού ωρίμανσης του καρπού και τον καθορισμό του χρόνου συγκομιδής, είναι η εμφάνιση σχισμών στο σημείο επαφής μίσχου-καρπού. Όταν η ωρίμανση έχει προχωρήσει, οι σχισμές παρουσιάζονται πιο έντονες και φαίνεται ότι ο καρπός είναι έτοιμος να διαχωριστεί από το μίσχο. Ο μίσχος αποχωρίζεται εύκολα από τον καρπό και αφήνει στο σημείο επαφής καρπού-μίσχου ένα βαθούλωμα και τότε συμπεραίνεται ότι ο καρπός είναι πλήρως ώριμος, το στάδιο αυτό ονομάζεται "στάδιο πλήρους αποκόλλησης (full-slip) και τους καρπούς του σταδίου αυτού πρέπει να τους μεταχειρίζεται κανείς με προσοχή κατά την αποθήκευση και μεταφορά (ψύξη-κοντινές αγορές). Το στάδιο που χαρακτηρίζεται σαν στάδιο "ημιαποκόλλησης" (half-slip) του μίσχου, αναφέρεται σε λιγότερο ώριμο καρπό και ο μίσχος παρουσιάζει μερική αποκόλληση από τον καρπό και κατά το τράβηγμα το μισό περίπου της διαμέτρου του μίσχου παραμένει προσκολλημένο στον καρπό. Όταν οι καρποί πρόκειται να ταξιδέψουν σε μεγάλες αποστάσεις, η συγκομιδή τους γίνεται στο στάδιο της ημι-αποκόλλησης του μίσχου, και είναι έτοιμοι για κατανάλωση 36-48 ώρες μετά που θα φθάσουν στην αγορά. Και στα δυο στάδια ωριμότητας (πλήρους και ημι-αποκόλλησης του μίσχου), ο καρπός έχει τελείως ανεπτυγμένες τις δικτυώσεις και το βασικό του χρώμα έχει αλλάξει από πράσινο σε ανοικτοπράσινο ή ελαφρό κίτρινο. Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, το κριτήριο αυτό είναι σαφές για τις ποικιλίες που ανήκουν στη βοτανική ποικιλία "Κανταλούπες". Ποικιλίες που ανήκουν σε άλλους τύπους πεπονιού π.χ. Honeydew, Grenshaws, Casaba, Persia κ.α., δεν υπάρχει σαφής και οριστικός συσχετισμός, όσον αφορά την αποκόλληση του μίσχου, και κατά συνέπεια στις περιπτώσεις αυτές, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και τα άλλα χαρακτηριστικά που αναφέρονται στο σημείο αυτό. Επομένως, για μερικές ποικιλίες λαμβάνονται σαν κριτήρια ωρίμανσης για συγκομιδή ορισμένα χαρακτηριστικά και για άλλες άλλα χαρακτηριστικά. (δ) Ώριμος καρπός έχει σχηματίσει πλήρως το χαρακτηριστικό του άρωμα. (ε) Ένδειξη ωρίμανσης είναι και το ελαφρό μαλάκωμα της άκρης του καρπού στο αντίθετο του ποδίσκου άκρο, εκτός εάν το μαλάκωμα οφείλεται σε επανειλημμένες πιέσεις. Οι ανώριμοι καρποί γενικά είναι σκληροί και χωρίς άρωμα και η εξωτερική τους επιφάνεια είναι φτωχή σε διακλαδώσεις, έχουν πράσινο χρωματισμό και ο μίσχος είναι στέρεα κολλημένος στον καρπό. Αντίθετα, υπερώριμοι καρποί είναι συνήθως μαλακοί, υδαρείς και ανούσιοι, έχουν έντονο κίτρινο χρωματισμό στην εξωτερική επιφάνεια, φέρουν βαθουλώματα στην επιφάνεια, και πιθανόν να αρχίζουν να αναπτύσσονται μούχλες στο σημείο επαφής με τον ποδίσκο και άλλα σημεία του καρπού. Τα κριτήρια προσδιορισμού του βαθμού ωριμότητας του καρπού της πεπονιάς, που αναφέρθηκαν πιο πάνω, δεν είναι πάντα αλάνθαστα, αλλά απλώς ενδεικτικά, και πρέπει να σημειωθεί ότι το πραγματικό στάδιο ωριμότητας δεν είναι τόσο έυκολο να προσδιοριστεί με τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του καρπού, όπως το χρώμα του φλοιού η αποκόλληση του μίσχου, η δικτύωση του φλοιού (εάν υπάρχει) και άλλες συγγενείς ενδείξεις της ωριμότητας. Πρόσθετη δυσκολία είναι ότι υπάρχουν και διαφορές στην έκφραση των χαρακτηριστικών αυτών και μεταξύ των διάφορων τύπων του πεπονιού. Ο καλλιεργητής για να επιλέξει τον καρπό που είναι ώριμος και καλής ποιότητας χρειάζεται εμπειρία, που αποκτάται έπειτα από συνεχή άσκηση και "πειραματισμό", και διδάσκεται από τα σφάλματα και τις επιτυχίες του. Προσδιορισμός της ωρίμανσης μπορεί να γίνει με μεγαλύτερη ακρίβεια, με τη μέτρηση των διαλυτών στερεών, δηλαδή των υλικών που είναι διαλυμένα στο χυμό του καρπού. Τα διαλυτά στερεά είναι κυρίως σάκχαρα με μεγαλύτερα ποσοστά τη σουκρόζη και δεξτρόζη. Τα διαλυτά στερεά μετρώνται με το ειδικό Brix hydrometer, αφού ληφθεί ο χυμός μετά από πίεση της σάρκας του καρπού. Μετρήσεις επίσης μπορεί να γίνουν και με ένα μικρό διαθλασίμετρο οπότε, στην περίπτωση αυτή, μερικές σταγόνες χυμού είναι αρκετές. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι διαφορετικά σημεία της σάρκας του καρπού έχουν και διαφορετική περιεκτικότητα σε διαλυτά στερεά, π.χ. η σάρκα κοντά στους σπόρους είναι πιο πλούσια σε διαλυτά στερεά (πιο γλυκιά) σε σύγκριση με τη σάρκα που βρίσκεται κοντά στο φλοιό. Το γεγονός αυτό πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τη δειγματοληψία για τον προσδιορισμό των διαλυτών στερεών και των σακχάρων. [1]
Βιβλιογραφία
- ↑ Η τεχνική της καλλιέργειας των κηπευτικών στα θερμοκήπια, του Χρήστου Ολύμπιου, Καθηγητή Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα 2001.