Ασθένεια γαρυφαλλιάς βακτηριακός νανισμός
Οφείλεται στο Erwinia chrysanthemi pv. dianthicola (Hellmers) Dickey, συν. Erwinia chrysanthemi pv. dianthi Alivizatos, Erwinia carotovora var. chrysanthemi, Pectobacterium parthenii var. dianthicola Hellmers. Αρνητικό κατά Gram, περίτριχο. Προσβάλλει επίσης τα φυτά, Begonia intermedia, Chrysanthemum maximum, Dahlia pinnata, Daucus carota, Dianthus barbatus, Sedum spectabile. Η ασθένεια διαπιστώθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα (περιοχή Καλλονής Τροιζηνίας) και μάλιστα σε σοβαρή μορφή το 1976. Η προσβολή διαπιστώθηκε το Σεπτέμβριο του 1976 σε αγρό ο οποίος είχε φυτευθεί τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου με έρριζα μοσχεύματα που είχαν εισαχθεί από την Ολλανδία. Το πλέον χαρακτηριστικό σύμπτωμα της ασθένειας είναι ένας έντονος νανισμός των νέων βλαστών του φυτού. Τα φύλλα των προσβεβλημένων βλαστών σχηματίζουν ρόδακα λόγω έντονης βραχυγονατώσεως. Μαρασμός του φυλλώματος. Σήψη των ριζών. Σε επιμήκεις τομές βλαστών παρατηρείται καστανός και κατά θέσεις υδατώδης μεταχρωματισμός των αγγείων του ξύλου. Σε προχωρημένο στάδιο της προσβολής προκαλείται καταστροφή των ιστών και σχηματισμός σωληνοειδών κοιλοτήτων εντός των βλαστών οι οποίοι τελικά ξηραίνονται. Σε περίπτωση ελαφράς μολύνσεως τα φυτά επιζούν και παράγουν βλαστούς εμφανίζοντας νανισμό και φέροντας φύλλα στενότερα του κανονικού. Οι βλαστοί αυτοί εμφανίζονται εξωτερικά διογκωμένοι (ιδιαίτερα στη βάση) λόγω πολλαπλασιασμού των κυττάρων γύρω από τα ασθενή αγγεία. Η ασθένεια μεταδίδεται κυρίως με τα μοσχεύματα που λαμβάνονται από προσβεβλημένα μητρικά φυτά. Από τις τομές των μοσχευμάτων αυτών εξέρχονται τα βακτήρια κατά τη διάρκεια της ριζοβολίας των μοσχευμάτων εντός υγρών διαλυμάτων ή στα κιβώτια ριζοβολιάς και στη συνέχεια μεταφέρονται με το νερό στα πλησίον τους υγιή μοσχεύματα τα οποία μολύνουν. Τα εντόνως προσβεβλημένα μοσχεύματα εμφανίζουν υγρή σήψη στη βάση και σύντομα ξηραίνονται χωρίς να ριζοβολήσουν. Όταν όμως η προσβολή είναι ελαφρά, τα μοσχεύματα ριζοβολούν κανονικά, φυτεύονται μαζί με τα υγιή φυτά και εμφανίζουν την ασθένεια αργότερα. Το παθογόνο μεταδίδεται και με τα υπολείμματα της καλλιέργειας. Η είσοδος του παθογόνου στα υγιή φυτά γίνεται από τις πληγές. Η άριστη θερμοκρασία για την ασθένεια είναι μεταξύ 25-270C, το παθογόνο όμως αναπτύσσεται ικανοποιητικά και σε χαμηλότερες θερμοκρασίες (10-150C). [1]
Βιβλιογραφία
- ↑ Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.