Ασθένεια γαρυφαλλιάς αδρομύκωση Phialophora
Η αδρομύκωση που οφείλεται στον Phialophora cinerescens (αγγλ. Phialophora wilt, Verticillium wilt, Fan mould) ήταν η σοβαρότερη ασθένεια της γαρυφαλλιάς στην Ευρώπη μέχρι το 1970, αλλά έκτοτε έπαψε να είναι σοβαρή και σήμερα αναφέρεται σπανίως. Αναφέρθηκε για πρώτη φορά το 1929 στη Γερμανία και αργότερα διαπιστώθηκε στην Αγγλία, Ολλανδία, Δανία, Γαλλία, Η.Π.Α. και Καναδά. Στην Ελλάδα αναφέρθηκε για πρώτη φορά το 1959. Τα μολυσμένα φυτά μαραίνονται και το χρώμα των φύλλων ξεθωριάζει και τελικά γίνεται αχυρώδες. Τα φύλλα ενίοτε αποκτούν μια κυανή απόχρωση πριν ξηραθούν. Το αγγειακό σύστημα εμφανίζει καστανό μεταχρωματισμό πολύ βαθύτερο από εκείνο που παρατηρείται στην αδροφουζαρίωση. Μερικές φορές ο μεταχρωματισμός των αγγείων δεν είναι τόσο φανερός στη βάση του στελέχους, αλλά είναι περισσότερο σαφής ψηλότερα όπου σχηματίζονται λεπτότεροι και τρυφερότεροι βλαστοί. Το αγγειώδες σύστημα στους ανώτερους βλαστούς δεν είναι λευκό σαν κιμωλία, όπως είναι στην αδροφουζαρίωση. Η ασθένεια προκαλείται από τον εδαφογενή παθογόνο μύκητα Phialophora cinerescen.
Προσβάλλονται μόνο φυτά του γένους Dianthus. Ο μύκητας σχηματίζει κονιδιοφόρους που έχουν δομή που θυμίζει πολυέλαιο και είναι παρόμοιοι με εκείνους του γένους Penicillium. Στις κορυφές τους υπάρχουν φιαλίδια από τα οποία παράγονται κυλινδρικά μέχρι ελλειψοειδή κονίδια. Τα κονίδια αρχικά είναι υαλώδη αλλά αργότερα γίνονται ελαφρώς γκρίζα και έχουν διαστάσεις που κυμαίνονται από 3 - 7 x 1,5 - 3μm (μ.ό. 4,4 x 1,75μm). Επιβιώνει με κονίδια και μυκήλιο στο έδαφος για πολύ μεγάλα χρονικά διαστήματα και σε βάθος μέχρι 80cm ή στα υπολείμματα της γαρυφαλλιάς. Επίσης, στο μολυσμένο πολλαπλασιαστικό υλικό, μεγάλες ποσότητες κονιδίων παράγονται στα προσβεβλημένα φυτά, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια των προχωρημένων σταδίων της ασθένειας. Τα κονίδια διασπείρονται με τον άνεμο ή με το νερό του ποτίσματος. Το παθογόνο εισέρχεται στο φυτό από τις ρίζες και εξαπλώνεται από φυτό σε φυτό με την επαφή των ριζών ή με τη διασπορά των σπορίων και των φυτικών υπολειμμάτων. Η διασπορά του παθογόνου γίνεται κυρίως με τη χρησιμοποίηση μοσχευμάτων που λαμβάνονται από μητρικά φυτά, τα οποία δε δείχνουν συμπτώματα. Το παθογόνο αναπτύσσεται σε χαμηλές θερμοκρασίες από 100C, με άριστη θερμοκρασία αναπτύξεως 17 - 200C. Παρατηρείται μικρή ανάπτυξη σε θερμοκρασίες μεγαλύτερες από 300C. Η πρόοδος της ασθένειας είναι βραδεία ή ανύπαρκτη κατά τη διάρκεια της θερμής περιόδου (το καλοκαίρι) και επαναλαμβάνεται πάλι κανονικά με την έλευση του ψυχρότερου καιρού το επόμενο φθινόπωρο, το χειμώνα και την άνοιξη. Ο χρόνος επωάσεως κυμαίνεται από 40 - 70 ημέρες.
Τα μέτρα καταπολεμήσεως είναι παρόμοια με εκείνα που λαμβάνονται εναντίον της αδροφουζαρίωσης. Αναφέρεται ότι οι επεμβάσεις με τα βενζιμιδαζολικά είναι πολύ περισσότερο αποτελεσματικές κατά του Phialophora από ότι κατά της αδροφουζαρίωσης. Επισημαίνεται όμως ότι έχει αναφερθεί ανάπτυξη ανθεκτικότητας του μύκητα σε διασυστηματικά μυκητοκτόνα.
Βιβλιογραφία
- ↑ Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.