Ασθένεια αζαλέας από ξήρανση και σηψιρριζία από κυλινδροκλάδιο
Η ξήρανση και σηψιρριζία από κυλινδροκλάδιο (αγγλ. Cylindrocladium blight and root rot, Cylindrocladium blight and wilt) είναι μια σοβαρή ασθένεια της αζαλέας αλλά και πολλών άλλων καλλωπιστικών φυτών (όπως Erica gracilis, Erica carnea, Calluna vulgaris, Gaultheria procumbens. Προκαλείται από το μύκητα Cylindrocladium scoparium Morgan = Cylindrocladium floridanum Sobers & C.P. seymour, τέλεια μορφή ο ασκομύκητας Calonectria kyotensis Terashita (Hypocreaceae, Hypocreales) και το μύκητα Cylindrocladium theae (Petch) Subramanian = Cercosporella theae Petch, τέλεια μορφή ο ασκομύκητας Calonectria theae C.A. Loos (Ηypocreaceae, Hypocreales). Η ασθένεια διαπιστώθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα στο Νομό Μαγνησίας το 1976 και το 1977 και προκάλεσε σοβαρές ζημιές στις καλλιέργειες. Τα νεαρά φυτά είχαν εισαχθεί από το Βέλγιο και την Ολλανδία. Το παθογόνο προσβάλλει τα φυτά σε όλα τα στάδια της αναπτύξεώς τους και προκαλεί ποικιλία συμπτωμάτων και ζημιών. Έτσι, κατά τη διάρκεια της παραγωγής πολλαπλασιαστικού υλικού προσβάλλονται τα μοσχεύματα ή πολύ συχνά η ασθένεια εκδηλώνεται αργότερα μετά τη φύτευση των μοσχευμάτων στις γλάστρες, όταν χρησιμοποιούνται μοσχεύματα με λανθάνουσα μόλυνση. Το παθογόνο επίσης προσβάλλει τις ρίζες, τα στελέχη και τα φύλλα της αζαλέας προκαλώντας σηψιρριζία, έλκη στους βλαστούς, κηλίδωση φύλλων και προσβολή ανθέων , ξηράνσεις και μαρασμό (μεταχρωματισμός των αγγείων, διασυστηματική μόλυνση). Τα μοσχεύματα μολύνονται, όταν προέρχονται από μητρικές φυτείες που είναι προσβεβλημένες από κηλίδωση των φύλλων που οφείλεται στο κυλινδροκλάδιο. Κατά τη διάρκεια της ριζοβολίας με υδρονέφωση τα κονίδια του μύκητα διασπείρονται από τα μολυσμένα στα υγιή μοσχεύματα. Τα μολυσμένα φύλλα (κυκλικές νεκρωτικές κηλίδες με χλωρωτική ζώνη) της αζαλέας πέφτουν στην επιφάνεια του υποστρώματος και τα σπόρια που στη συνέχεια παράγονται πάνω σε αυτά αποτελούν τα μολύσματα για την προσβολή των νέων ριζών. Το παθογόνο σχηματίζει πάνω στους προσβεβλημένους ιστούς κονιδιοφόρους που παράγουν τα κονίδια του μύκητα που προκαλούν νέες μολύνσεις. Τα κονίδια είναι δικύτταρα, κυλινδρικά, υαλώδη και διαστάσεων 39,7 x 3,5μm (C. scoparium) και κυλινδρικά, με 4 κύτταρα, υαλώδη και διαστάσεων 79,3 x 5,8μm (C. theae). Επίσης, στους προσβεβλημένους ιστούς παράγονται και τα μικροσκληρώτια του μύκητα, με τα οποία διαχειμάζει το παθογόνο. Επίσης, στην επιφάνεια των προσβεβλημένων ιστών σχηματίζονται, πάνω σε ένα μικρό μαύρο στρώμα, τα περιθήκια του παθογόνου (η τέλεια μορφή). Είναι ωοειδή, χρώματος πορτοκαλί μέχρι ερυθρό-πορτοκαλί και έχουν θηλοειδή οστιόλη. Από τα περιθήκια ελευθερώνονται τα αερομεταφερόμενα ασκοσπόρια. Πάντως αναφέρεται ότι η παραγωγή σπορίων και μικροσκληρωτίων γίνεται μόνο μετά την πτώση από το φυτό των προσβεβλημένων φύλλων και ανθέων. Η ασθένεια ευνοείται ιδιαιτέρως με το βροχερό καιρό, την υψηλή υγρασία και θερμοκρασίες που κυμαίνονται μεταξύ 23-310C. Η διασυστηματική μορφή της ασθένειας αναφέρεται ότι αναπτύσσεται σε φυτά που υποφέρουν από υπερβολικό πότισμα, υπερλίπανση (ιδίως με άζωτο), υψηλά επίπεδα αλάτων ή άλλους παράγοντες καταπονήσεως. Μερικές από τις καλλιεργούμενες ποικιλίες είναι ιδιαίτερα ευπαθείς στις προσβολές.
Βιβλιογραφία
- ↑ Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.