Ασθένεια τριανταφυλλιάς σκωρίαση
Η σκωρίαση της τριανταφυλλιάς (αγγλ. rose rust) είναι ευρύτατα διαδεδομένη σε όλες τις χώρες του κόσμου και είναι γνωστή από το 1790. Τα φύλλα είναι τα όργανα που προσβάλλονται συχνότερα, αλλά το παθογόνο προσβάλλει επίσης τα στελέχη και τα άνθη. Οι ζημιές από τη σκωρίαση οφείλονται κυρίως στην αποφύλλωση, η οποία μπορεί να προκαλέσει σοβαρή εξασθένηση των φυτών. Τα συπτώματα της ασθένειας της σκωρίασης στην τριανταφυλλιά είναι τ' ακόλουθα:
- Τα συμπτώματα της ασθένειας εμφανίζονται νωρίς την άνοιξη αρχικά στη κάτω επιφάνεια των φύλλων και στα άλλα πράσινα μέρη του φυτού υπό μορφή πορτοκαλί φλυκταινών διαμέτρου μέχρι 5mm που περιέχουν τα αικιδιοσπόρια του μύκητα.
- Καθώς οι φλύκταινες μεγαλώνουν, στο πάνω μέρος του ελάσματος των φύλλων, εμφανίζονται κηλίδες χρώματος πορτοκαλί ή καστανού. Παρόμοιες, αλλά μεγαλύτερες, φλύκταινες μπορεί να σχηματισθούν στα στελέχη και να προκαλέσουν παραμορφώσεις και μερικές φορές νέκρωση βλαστών. Αυτό είναι το αικιδιακό στάδιο του παθογόνου.
- Κατά την ίδια περίοδο, συχνά λίγο νωρίτερα, εμφανίζονται στην πάνω επιφάνεια των φύλλων μικρές πορτοκαλιές ή πορτοκαλέρυθρες κηλίδες στις οποίες εμφανίζονται τα σπερμογόνια ή πύκνια του παθογόνου τα οποία σχηματίζονται μετά τη μόλυνση των φυτών με τα βασιδιοσπόρια.
- Τα σπερμογόνια σχηματίζονται πρώτα και μετά ακολουθούν τα αικίδια, αλλά συχνά τα σπερμογόνια δεν διακρίνονται εύκολα είτε διότι καλύπτονται από τα μεγαλύτερα αικίδια είτε διότι είναι ολιγάριθμα. Επίσης το παθογόνο αναλόγως και των συνθηκών και της ποικιλίας της τριανταφυλλιάς σχηματίζει αικίδια από το διαχειμάζον μυκήλιο και έτσι το στάδιο 0 (σπερμογόνια) απουσιάζει.
- Οι μολύνσεις με τα αικιδιοσπόρια ή με ουρεδοσπόρια προκαλούν το σχηματισμό των ουρεδοσωρών. Οι ουρεδοσωροί σχηματίζονται σε μεγάλο αριθμό κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και είναι μικροί, διαμέτρου 0,3 - 0,6mm, χρώματος ερυθροπορτοκαλί και μπορεί να επαναλαμβάνονται κάθε 10 - 14 ημέρες κάτω από ευνοϊκές περιβαλλοντικές συνθήκες. Τα πορτοκαλιά ουρεδοσπόρια συνεχίζουν να προκαλούν νέες μολύνσεις καθ' όλη την θερινή περίοδο.
- Αργά το καλοκαίρι και το φθινόπωρο στα προσβεβλημένα όργανα του φυτού εμφανίζονται μαύρες φλύκταινες που περιέχουν τα τελειοσπόρια του παρασίτου. Τα τελειοσπόρια είναι όργανα διαχειμάσεως του παθογόνου, αντέχουν στις δυσμενείς για το μύκητα συνθήκες περιβάλλοντος και βλαστάνοντα την άνοιξη παράγουν βασίδια και βασιδιοσπόρια. Τα βασιδιοσπόρια είναι ξηροσπόρια που μεταφέρονται με τον αέρα και όταν βρεθούν σε ευπαθείς επιφάνειες ιστών τριανταφυλλιάς (συνήθως μολύνουν τα αναπτυσσόμενα φύλλα την άνοιξη) βλαστάνουν και μολύνουν το φυτό και έτσι αρχίζει ένας νέος κύκλος της ασθένειας.
Αίτια και συνθήκες αναπτύξεως της ασθένειας της σκωρίασης στην τριανταφυλλιά: Η ασθένεια οφείλεται σε διάφορα είδη του γένους Phragmidium με σπουδαιότερο το είδος Phragmidium mucronatum. Στην Ευρώπη η τριανταφυλλιά προσβάλλεται ακόμη (σπανιότερα) και από τα είδη Phragmidium tuberculatum Mull., P. rosae-pimpinellifoliae (Rabh.) Dietel και P. fusiforme Schort. Οι μύκητες είναι αυτόοικοι και μακροκυκλικοί. Το παθογόνο διαχειμάζει στα ασθενή φύλλα (υπό μορφή τελειοσπορίων) και στα μολυσμένα στελέχη (υπό μορφή μυκηλίου) καθώς και ως ουρεδοσπόρια σε περιοχές με ήπιο χειμώνα. Ευνοϊκές συνθήκες για τις μολύνσεις και την ανάπτυξη της ασθένειας είναι θερμοκρασίες κυμαινόμενες μεταξύ 18 - 210C και συνεχής διαβροχή της επιφάνειας των ιστών επί τουλάχιστον 2 - 4 ώρες. Οι υψηλές θερμοκρασίες του θέρους παρεμποδίζουν τις μολύνσεις. Τα ουρεδοσπόρια διατηρούν τη βιωσιμότητα τους μόνο για μια εβδομάδα σε θερμοκρασία 270C.
Τρόποι καταπολέμησης της ασθένειας σκωρίασης στην τριανταφυλλιά είναι οι ακόλουθοι:
- Αφαίρεση και καταστροφή των προσβεβλημένων βλαστών και φύλλων.
- Στις θερμοκηπιακές καλλιέργειες να λαμβάνονται μέτρα περιορισμού της υγρασίας στο περιβάλλον αναπτύξεως των φυτών, ώστε να μη διατηρούνται οι φυλλικές επιφάνειες υγρές επί πολλές ώρες.
- Επεμβάσεις με ένα από τα ακόλουθα μυκητοκτόνα: oxycarboxin, triforine, propiconazole, benodanil, mancozeb.
Βιβλιογραφία
- ↑ Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.